Παρά τους κινδύνους που εγκυµονεί η ρωσική επιθετικότητα, πρώτη προτεραιότητα στη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ υπό την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν αποτελεί δικαίως η Κίνα. Ωστόσο, αποφεύγοντας να προωθήσει ξεκάθαρα µια δυναµική ατζέντα υπέρ του ελεύθερου εµπορίου, η Αµερική εξακολουθεί να παραχωρεί πλεονέκτηµα στην Κίνα στον τοµέα όπου η τελευταία εµφανίζεται πλέον ανερχόµενη.

Πήρε πολύ καιρό στην κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, να εκπονήσει τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, την οποία έδωσε στη δηµοσιότητα µόλις τον περασµένο Οκτώβριο.

Ο Λευκός Οίκος είχε εκδώσει µεν ένα ενδιάµεσο έγγραφο τον Μάρτιο του 2021, αλλά το τελικό πόνηµα φαίνεται ότι απαίτησε περισσότερη δουλειά από όση αναµενόταν.

Εύκολα γίνεται αντιληπτός ο λόγος. Το ενδιάµεσο έγγραφο επικεντρωνόταν κυρίως στην Κίνα και αντιµετώπιζε τη Ρωσία περισσότερο ως περιφερειακή όχληση, όµως η πραγµατικότητα παρενέβη µε σφοδρότητα τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιµίρ Πούτιν, ξεκίνησε έναν πόλεµο για να «αποναζιστικοποιήσει», «αποστρατιωτικοποιήσει» και ουσιαστικά αφανίσει την Ουκρανία. Ενώ, λοιπόν, η ενδιάµεση στρατηγική περιέγραφε τη Ρωσία ως «προβληµατική», η οριστική Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας αναγνωρίζει ότι η Ρωσία «αποτελεί τώρα µια άµεση και επίµονη απειλή για τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα», καθώς έχει ενστερνιστεί «µια ιµπεριαλιστική εξωτερική πολιτική».

Ωστόσο, η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στη στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν - και δικαίως. Το τελικό έγγραφο καθιστά σαφές ότι η Κίνα είναι «ο µόνος ανταγωνιστής των ΗΠΑ που έχει και την πρόθεση να αναδιαµορφώσει την παγκόσµια τάξη και, ολοένα και περισσότερο, την οικονοµική, διπλωµατική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναµη για να το κάνει». Οπως παρατήρησε ο Γκράχαµ Αλισον, πολιτικός επιστήµων του Πανεπιστηµίου Χάρβαρντ, µε τη διατριβή του «Η παγίδα του Θουκυδίδη», το αφήγηµα και η στρατηγική στην εξωτερική πολιτική διαµορφώνονται από την αυξανόµενη ισχύ της Κίνας και από τον φόβο που αυτή ενσταλάζει στην κυρίαρχη δύναµη, τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, από όλα τα µέσα που θα µπορούσαν να χρησιµοποιήσουν οι Ηνωµένες Πολιτείες σε αυτόν τον νέο ανταγωνισµό µεγάλων δυνάµεων, ένα πολύ σηµαντικό απουσιάζει από τη νέα στρατηγική τους: το εµπόριο. Αυτή η παράλειψη είναι ιδιαίτερα καταφανής, επειδή η Κίνα οφείλει τη δική της άνοδο στην επιτυχία της ως εµπορική δύναµη. Οι προηγούµενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ καταλάβαιναν ότι το εµπόριο ήταν το κλειδί για την παγκόσµια κυριαρχία της Αµερικής. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπαράκ Οµπάµα το 2015, για παράδειγµα, περιέγραφε µια φιλόδοξη εµπορική ατζέντα, σχεδιασµένη να βάλει τις ΗΠΑ «στο επίκεντρο µιας ζώνης ελεύθερου εµπορίου, που καλύπτει τα δύο τρίτα της παγκόσµιας οικονοµίας».

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Οµπάµα διαπραγµατεύτηκε ένα εµπορικό σύµφωνο µε 11 άλλες χώρες του Ειρηνικού, εξαιρουµένης της Κίνας, και µια διατλαντική επενδυτική συµφωνία. Αλλά τόσο το Σύµφωνο Συνεργασίας Χωρών των ∆ύο Πλευρών του Ειρηνικού (Trans-Pacifi c Partnership,TPP) όσο και η ∆ιατλαντική Εµπορική και Επενδυτική Συµφωνία καταργήθηκαν από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραµπ, η κυβέρνηση του οποίου αντιµετώπισε εσφαλµένα το εµπόριο ως πηγή αµερικανικής ταπείνωσης και εξαθλίωσης.

Είναι αλήθεια ότι η στρατηγική Μπάιντεν σηµειώνει, παρεµπιπτόντως, πως «η ευηµερία της Αµερικής βασίζεται επίσης σε ένα δίκαιο και ανοιχτό εµπόριο και διεθνές οικονοµικό σύστηµα». Ωστόσο, αποφεύγει σκόπιµα τη λέξη «ελεύθερο» όταν αναφέρεται στο εµπόριο και δεν αντλεί πολιτικά συµπεράσµατα από αυτή τη σηµαντική παρατήρηση. Αντίθετα, δίνει έµφαση σε µέτρα «πέρα από το εµπόριο», µε πάµπολλες αναφορές στις προσπάθειες του Συµβουλίου Εµπορίου και Τεχνολογίας Ε.Ε. - ΗΠΑ και του Quad (Αµερική, Ιαπωνία, Ινδία και Αυστραλία) για την αντιµετώπιση ζητηµάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας µέσω αυστηρότερων ελέγχων τεχνολογίας και επενδύσεων. Πρόκειται αναµφίβολα για σηµαντικές ανησυχίες. Αλλά τέτοια µέτρα δεν υποκαθιστούν µια ισχυρή πολιτική, προσανατολισµένη στο άνοιγµα των παγκόσµιων αγορών για το εµπόριο και τις επενδύσεις.

Η πρόσφατη εµπειρία καταδεικνύει για ποιον λόγο η επιδίωξη νέων εµπορικών συµφωνιών πρέπει να παραµείνει κορυφαία προτεραιότητα. Η συµφωνία ελεύθερων συναλλαγών Ε.Ε. - Νότιας Κορέας µετράει λίγο πάνω από δέκα χρόνια ζωής, αλλά έχει ήδη ενισχύσει το διµερές εµπόριο κατά περισσότερο από 50%, µε εκτεταµένα οφέλη και για τις δύο πλευρές. Στον αντίποδα, το εµπόριο µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ηνωµένου Βασιλείου έχει ήδη µειωθεί κατά περίπου 15% µετά το Brexit, µε προφανείς τις επιβλαβείς συνέπειες για την οικονοµία ειδικότερα του Ηνωµένου Βασιλείου. Παρότι δεν έχουν επιβληθεί νέοι δασµοί, οι συναλλαγές παρεµποδίζονται τώρα από πολύ περισσότερους κανόνες, κανονισµούς και προδιαγραφές. Συχνά ο κόσµος υποτιµά τις συµφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, όµως, όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγµατα, έχουν πολύ µεγάλη σηµασία.

Η Κίνα, από την άλλη, µπορεί να µην τηρεί πάντα τις δεσµεύσεις της στο πλαίσιο των εµπορικών συµφωνιών της, όµως αυτό δεν την έχει εµποδίσει να βαθύνει τις εµπορικές της σχέσεις. Παρότι σχετικά χαλαρή, η νέα Περιφερειακή Ολοκληρωµένη Οικονοµική Εταιρική Σχέση µε επίκεντρο την Κίνα είναι τώρα η ευρύτερη εµπορική συµφωνία στον κόσµο και η Κίνα έχει επίσης υποβάλει αίτηση για να ενταχθεί στη διάδοχο του TPP, τη λεγόµενη Συνολική και Προοδευτική Συµφωνία για την Εταιρική Σχέση των Χωρών του Ειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacifi c Partnership - CPTPP), στην οποία δεν έχουν αιτηθεί συµµετοχή οι ΗΠΑ. Η σηµασία της επιθετικής εµπορικής ατζέντας της Κίνας δεν πρέπει να υποτιµάται. Η Κίνα µπορεί να µην εισβάλλει σε άλλες χώρες (ακόµη), αλλά χτίζει επιµελώς εµπορικές και οικονοµικές σχέσεις και δεν υπάρχει αµφιβολία ότι αυτές ενισχύουν και την πολιτική της δύναµη. Η διαφορά ανάµεσα στις εµπορικές τροχιές της Κίνας και της Αµερικής είναι ήδη εντυπωσιακή. Από τις 193 χώρες του κόσµου, µόνο οι 20 υπολογίζουν τις ΗΠΑ -που εξακολουθούν να είναι η µεγαλύτερη οικονοµία στον κόσµο- ως τον νούµερο ένα εµπορικό τους εταίρο. Αυτή η λίστα περιλαµβάνει τον Καναδά, το Μεξικό και πολλές µικρές οικονοµίες της Καραϊβικής και της Κεντρικής Αµερικής, αλλά ούτε µία ασιατική ή αφρικανική χώρα.

Αντίθετα, η Κίνα είναι πλέον ο µεγαλύτερος εµπορικός εταίρος της Ε.Ε. και ο υπόλοιπος κόσµος συναλλάσσεται ολοένα και περισσότερο µε αυτές τις δύο εµπορικές δυνάµεις. Εκτός από το ότι κυριαρχεί σε µεγάλο µέρος της περιοχής του Ειρηνικού, η Κίνα είναι πολύ σηµαντική στην Αφρική και σηµειώνει σηµαντικά βήµατα προόδου στη Λατινική Αµερική. Είναι εντυπωσιακό ότι πλέον υπάρχουν περισσότερες από 100 χώρες στον κόσµο που έχουν διπλάσιες εµπορικές συναλλαγές µε την Κίνα από ό,τι µε τις ΗΠΑ.

Ανάµεσα στην κραυγαλέα παράλειψη του εµπορίου από τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας και την ενίσχυση των τάσεων προστατευτισµού στη χάραξη εσωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν σαφώς να χάσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Παρότι η Ε.Ε. µπορεί και πρέπει να προτάξει βαθύτερες και πιο ανοιχτές παγκόσµιες εµπορικές σχέσεις, η απουσία των ΗΠΑ από αυτές τις προσπάθειες σηµαίνει ότι η Κίνα θα συνεχίσει να κερδίζει το πάνω χέρι. Αυτό θα έχει προφανείς γεωπολιτικές επιπτώσεις στη συνέχεια. Οι Αµερικανοί ηγέτες θα πρέπει να επανεξετάσουν την τρέχουσα στάση τους προτού να είναι πολύ αργά.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 17 Δεκεμβρίου 2022