Άραγε η προεδρία Τραµπ θα καταγραφεί ως ένα σηµείο καµπής στην παγκόσµια ιστορία ή ως ένα ήσσονος σηµασίας ιστορικό ατύχηµα; Η απήχηση του Τραµπ στους Αµερικανούς ψηφοφόρους µπορεί να στηρίζεται κυρίως στα θέµατα εσωτερικής πολιτικής, όµως η επίδρασή του στην παγκόσµια πολιτική ενδέχεται να αποδειχθεί µετασχηµατιστική, ιδίως εάν επανεκλεγεί για δεύτερη θητεία.

Καθώς οι Ηνωµένες Πολιτείες εισέρχονται στην τελική ευθεία της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2020 και κανένα συνέδριο απονοµής χρίσµατος (ούτε των ∆ηµοκρατικών ούτε των Ρεπουµπλικάνων) δεν περιείχε και πολλή συζήτηση πάνω σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής, είναι προφανές ότι η αναµέτρηση ανάµεσα στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραµπ και τον Τζο Μπάιντεν θα διεξαχθεί κυρίως στο πεδίο των εσωτερικών ζητηµάτων. Μακροπρόθεσµα, ωστόσο, οι ιστορικοί θα θέσουν το ερώτηµα κατά πόσο η προεδρία Τραµπ υπήρξε σηµαντικό σηµείο καµπής στον ρόλο της Αµερικής στον κόσµο ή απλώς ένα ήσσονος σηµασίας ιστορικό ατύχηµα. Στην παρούσα φάση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτηµα είναι άγνωστη, καθώς δεν είναι σίγουρο αν ο Τραµπ θα επανεκλεγεί. Στο βιβλίο «Do Morals Matter?» (Παίζει ρόλο η ηθική;), όπου «βαθµολογούνται» 14 πρόεδροι από το 1945 έως σήµερα, ο Τραµπ κατατάσσεται προς το παρόν µεταξύ των τελευταίων θέσεων, όµως η βαθµολογία του δεν είναι «τελική», καθώς δεν είναι γνωστό εάν έχουν ολοκληρωθεί οι ηµέρες του στην προεδρία των ΗΠΑ.

Κορυφαίοι στη βαθµολογία πρόεδροι, όπως ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, αναγνώρισαν τα λάθη της αποµόνωσης των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1930 και δηµιούργησαν µια φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγµάτων µετά το 1945. Ενα κρίσιµο σηµείο καµπής υπήρξαν οι µεταπολεµικές αποφάσεις του Χάρι Τρούµαν, που οδήγησαν στη σύναψη µόνιµων συµµαχιών, οι οποίες διατηρούνται µέχρι σήµερα. Οι ΗΠΑ πραγµατοποίησαν µεγάλες επενδύσεις στο Σχέδιο Μάρσαλ το 1948, δηµιούργησαν το ΝΑΤΟ το 1949 και ηγήθηκαν ενός συνασπισµού των Ηνωµένων Εθνών που πολέµησε στην Κορέα το 1950. Το 1960, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, οι ΗΠΑ υπέγραψαν νέο σύµφωνο ασφάλειας µε την Ιαπωνία. Με την πάροδο των ετών, οι Αµερικανοί διχάστηκαν αρκετές φορές, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και µε άλλες χώρες, σχετικά µε στρατιωτικές επεµβάσεις σε αναπτυσσόµενες χώρες, όπως το Βιετνάµ και το Ιράκ. Αλλά η φιλελεύθερη θεσµική τάξη πραγµάτων εξακολούθησε να απολαµβάνει ευρεία υποστήριξη µέχρι τις εκλογές του 2016, όταν ο Τραµπ έγινε ο πρώτος υποψήφιος µεγάλου κόµµατος που στράφηκε εναντίον της. Ο Τραµπ επεδείκνυε σκεπτικισµό και απέναντι στις επεµβάσεις στο εξωτερικό, ενώ, παρότι έχει αυξήσει τον αµυντικό προϋπολογισµό, έχει χρησιµοποιήσει στρατιωτική δύναµη µε σχετική φειδώ.

Ο αντι-παρεμβατισμός του Τραµπ είναι σχετικά δηµοφιλής, αλλά ο στενός συναλλαγµατικός ορισµός που δίνει στα αµερικανικά συµφέροντα και ο σκεπτικισµός του απέναντι σε συµµαχίες και πολυµερείς θεσµούς δεν αντανακλούν την άποψη της πλειοψηφίας. Από το 1974, το Συµβούλιο Παγκόσµιων Υποθέσεων του Σικάγο ρωτά το κοινό εάν η Αµερική πρέπει να συµµετέχει ενεργά στο παγκόσµιο γίγνεσθαι ή να µένει εκτός. Περίπου το ένα τρίτο του αµερικανικού κοινού τοποθετείται σταθερά υπέρ της αποµόνωσης, µε το υψηλότερο ποσοστό, 41%, να σηµειώνεται το 2014. Ωστόσο, σε αντίθεση µε ό,τι θα περίµενε κανείς, έως τις εκλογές του 2016 το 64% προέκρινε την ενεργό συµµετοχή και ο αριθµός αυτός αυξήθηκε σε 70% έως το 2018.

Η εκλογή του Τραµπ και η κοινωνική του απήχηση βασίστηκαν στην οικονοµική απορρύθµιση που αναδείχθηκε µε τη Μεγάλη Υφεση του 2008 και ακόµη περισσότερο σε διχαστικές πολιτιστικές µεταβολές, που σχετίζονταν µε τη φυλή, τον ρόλο των γυναικών και την ταυτότητα του φύλου. Παρότι κέρδισε τις εκλογές του 2016, ο Τραµπ κατάφερε να συνδέσει τη δυσαρέσκεια των λευκών για την αυξανόµενη προβολή και επιρροή των φυλετικών και εθνοτικών µειονοτήτων µε την εξωτερική πολιτική, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την οικονοµική ανασφάλεια και τη στασιµότητα των µισθών στις κακές εµπορικές συµφωνίες και τη µετανάστευση. Ως πρόεδρος, ωστόσο, σύµφωνα µε τον πρώην σύµβουλο εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον, ο Τραµπ δεν είχε ουσιαστικά στρατηγική και η εξωτερική του πολιτική υποκινούνταν κυρίως από την εσωτερική πολιτική και τα προσωπικά συµφέροντα. Λίγο πριν αναλάβει πρόεδρος ο Τραµπ, ο Μάρτιν Βολφ των «Financial Times» περιέγραψε τη στιγµή της ορκωµοσίας του ως «το τέλος µιας οικονοµικής περιόδου -της περιόδου της δυτικοποιηµένης παγκοσµιοποίησης- αλλά και µιας γεωπολιτικής περιόδου, τη στιγµή µετά τον Ψυχρό Πόλεµο, κατά την οποία η παγκόσµια τάξη πραγµάτων γίνεται “µονοπολική” υπό την ηγεµονία των ΗΠΑ». Εάν ισχύει αυτό, ο Τραµπ µπορεί να αποδειχθεί σηµείο καµπής στην αµερικανική και την παγκόσµια ιστορία, ειδικά εάν επανεκλεγεί. Η εκλογική του απήχηση µπορεί να βασίζεται στην εσωτερική πολιτική, αλλά η επίδρασή του στην παγκόσµια πολιτική θα µπορούσε να είναι µετασχηµατιστική.

Η τρέχουσα συζήτηση για τον Τραµπ επαναφέρει στο προσκήνιο ένα διαχρονικό ερώτηµα: Είναι τα µεγάλα ιστορικά αποτελέσµατα προϊόν των επιλογών πολιτικών ηγετών ή εκπορεύονται κυρίως από κοινωνικές και οικονοµικές δυνάµεις, που κανείς δεν µπορεί να ελέγξει; Μερικές φορές, η Ιστορία µοιάζει µε ορµητικό ποτάµι, που η πορεία του διαµορφώνεται από τις βροχοπτώσεις και το ανάγλυφο του εδάφους, και οι ηγέτες είναι απλά µυρµήγκια, που παρασύρονται από το ρέµα, γαντζωµένοι σε έναν κορµό δέντρου. Κατά την άποψή µου, οι πολιτικοί ηγέτες µοιάζουν περισσότερο µε αθλητές του ράφτινγκ, που προσπαθούν να αποφύγουν τα βράχια και να κατευθύνουν τη λέµβο τους, η οποία πότε-πότε αναποδογυρίζει, αλλά πότε-πότε καταφέρνουν να την οδηγήσουν στον επιθυµητό προορισµό.

Για παράδειγμα, ο Ρούζβελτ µπορεί να µην είχε καταφέρει να εµπλέξει τις ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο µέχρι την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρµπορ, αλλά η ηθική του τοποθέτηση απέναντι στην απειλή που αποτελούσε ο Χίτλερ και οι προετοιµασίες του για την αντιµετώπιση αυτής της απειλής αποδείχθηκαν κρίσιµες. Μετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, η απάντηση των ΗΠΑ στις σοβιετικές φιλοδοξίες θα µπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν ήταν πρόεδρος ο Χένρι Γουάλας (ο οποίος αντικαταστάθηκε ως αντιπρόεδρος στο ψηφοδέλτιο του Ρούζβελτ για τις εκλογές του 1944) αντί για τον Τρούµαν. Μετά τις εκλογές του 1952, η πολιτική αποµόνωσης µιας ενδεχόµενης κυβέρνησης Ρόµπερτ Ταφτ ή µια διεκδικητική προεδρία του Ντάγκλας ΜακΑρθουρ θα µπορούσαν να είχαν διαταράξει τη σχετικά οµαλή εδραίωση της στρατηγικής αυτοσυγκράτησης του Τρούµαν, επί τη βάσει της οποίας προήδρευσε ο Αϊζενχάουερ.

Ο Τζον Κένεντι υπήρξε καθοριστικός στην αποτροπή ενός πυρηνικού πολέµου κατά τη διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας και, στη συνέχεια, στην υπογραφή της πρώτης συµφωνίας ελέγχου των πυρηνικών όπλων. Οµως ο Κένεντι και ο Λίντον Τζόνσον ενέπλεξαν τη χώρα στο αχρείαστο φιάσκο του Πολέµου του Βιετνάµ. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οικονοµικές δυνάµεις προκάλεσαν τη διάβρωση της Σοβιετικής Ενωσης και οι ενέργειες του Μιχαήλ Γκορµπατσόφ επιτάχυναν την κατάρρευση του σοβιετικού µπλοκ. Οµως η αµυντική ενίσχυση των ΗΠΑ και οι διαπραγµατευτικές ικανότητες του Ρόναλντ Ρίγκαν, καθώς και η ικανότητα του Τζορτζ Μπους του Πρεσβύτερου στη διαχείριση κρίσεων ήταν αυτές που έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στην επίτευξη ενός ειρηνικού τέλους του Ψυχρού Πολέµου, µε µια επανενωµένη Γερµανία εντός του ΝΑΤΟ.

Με άλλα λόγια, οι ηγέτες και οι ικανότητές τους έχουν µεγάλη σηµασία - πράγµα που σηµαίνει ότι κανείς δεν µπορεί να υποβαθµίσει ούτε τον ρόλο του Τραµπ. Ακόµα πιο σηµαντική από τα «τουιταρίσµατά» του είναι η αποδυνάµωση των θεσµών, των συµµαχιών και του θέλγητρου των ΗΠΑ, που οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχουν σηµειώσει κάµψη από το 2016.