Η Κριστίν Λαγκάρντ κρατάει στα χέρια της την ηµεροµηνία των εθνικών εκλογών στην Ελλάδα, αφού από την παραµονή του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου στη µεταµνηµονιακή εποχή εξαρτάται και το εάν οι κάλπες θα στηθούν τον Νοέµβριο του 2018 ή τον Μάιο του 2019. Στο Μέγαρο Μαξίµου έχουν καταλήξει ότι δεν επιθυµούν την παρουσία του Ταµείου στη νέα εποχή µετά τα µνηµόνια, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο θα φέρει και νέα µείωση των συντάξεων, την οποία ο Αλέξης Τσίπρας εµφανίζεται να µην συζητάει. Αλλωστε, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και την «ταφόπλακα» για το µεταµνηµονιακό αφήγηµα της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός είναι τόσο αρνητικός στην εφαρµογή των ήδη ψηφισµένων µέτρων, που όλα δείχνουν ότι, εάν το Ταµείο παραµείνει στο πρόγραµµα, αµέσως µετά την έξοδο της χώρας από τα µνηµόνια θα προκηρύξει εκλογές τον Νοέµβριο.

Στην περίπτωση αυτή ακόµα και µια εκλογική ήττα φαντάζει ως λύτρωση για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θέτει παράλληλα σε εφαρµογή το σενάριο της δεξιάς παρένθεσης. Εάν, φυσικά, το Ταµείο τελικά επιλέξει να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραµµα, διαφωνώντας µε τις θέσεις των Ευρωπαίων, τότε όλα δείχνουν ότι οι κάλπες θα στηθούν τον Μάιο του 2019 µαζί µε τις ευρωεκλογές. Το σενάριο το οποίο ακούγεται για κοινές κάλπες αυτοδιοικητικές και εθνικές τον Οκτώβριο του 2019 είναι µάλλον αδύναµο για έναν και µόνο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές ποντάρει πολύ στις συνεργασίες ιδιαίτερα µε τα στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και σήµερα ένα κοµµάτι τους βρίσκεται στο Κίνηµα Αλλαγής.

Εάν στηθούν διπλές κάλπες, µε την πόλωση που θα διαµορφωθεί στις εθνικές εκλογές το σενάριο των συνεργασιών δεν µπορεί να προχωρήσει, καθώς θα είναι µάλλον παράδοξο η Φώφη Γεννηµατά να σφυροκοπά προεκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη στελέχη του κόµµατός της να συνεργάζονται µε το κυβερνών κόµµα σε τοπικό επίπεδο. Οι πληροφορίες, λοιπόν, λένε ότι τη συγκεκριµένη στιγµή η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η αποχώρηση του ∆ΝΤ από το ελληνικό πρόγραµµα, καθώς στο Μέγαρο Μαξίµου πιστεύουν ότι στη συνέχεια ο Αλέξης Τσίπρας θα µπορέσει να διαπραγµατευθεί την αναστολή ή παράταση των µέτρων του 2019, µε βασικό επιχείρηµα τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα και την υπερκάλυψη των στόχων από τον ΕΦΚΑ.

Σε αυτήν τη διαδικασία η Ελλάδα έχει ως βασικό σύµµαχο τον πρόεδρο της Κοµισιόν, ΖανΚλοντ Γιούνκερ, ο οποίος άλλωστε στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα επισήµανε µε έµφαση ότι ποτέ δεν ήταν υπέρµαχος της σκληρής λιτότητας, ενώ έδωσε ιδιαίτερη έµφαση στην υπεραπόδοση της ελληνικής οικονοµίας. «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται µέτρα λιτότητας, αλλά µέτρα ανάπτυξης», είπε χαρακτηριστικά. Το επιθυµητό για την ελληνική κυβέρνηση θα ήταν το Ταµείο να αποχωρήσει µόνο του από το πρόγραµµα της επόµενης ηµέρας, καθώς το Μέγαρο Μαξίµου δεν θέλει να συγκρουστεί µαζί του, δεδοµένου ότι η Λαγκάρντ πιέζει τουλάχιστον µέχρι ώρας για το θέµα του χρέους.

Φυσικά, ακόµα και αν προκύψει το επιθυµητό σενάριο για την κυβέρνηση και το ∆ΝΤ αποχωρήσει, κανείς δεν µπορεί να εγγυηθεί ότι η αναστολή των µέτρων του 2019 θα γίνει αποδεκτή απ’ όλους τους εταίρους. ∆εδοµένου ότι κάποιες χώρες επιθυµούν στην τελική συµφωνία να υπάρχει ρήτρα µη αντιστρεψιµότητας δηλαδή, εφαρµογή των όσων έχουν ψηφιστεί, τα πράγµατα περιπλέκονται ακόµα περισσότερο.

Το άλλο σενάριο

Παρ’ όλα αυτά, κυβερνητικά στελέχη έλεγαν ότι µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο µπορεί να δηµιουργηθεί στην Ευρώπη ένα ισχυρό µέτωπο υιοθέτησης των ελληνικών απόψεων. Παράλληλα, οι ίδιοι άνθρωποι επιµένουν ότι κανείς από τους ισχυρούς της Ευρώπης δεν θα ήθελε την προσφυγή στις κάλπες, τη στιγµή που στη γειτονική µας Ιταλία η συγκρότηση κυβέρνησης παραµένει ένα δύσκολο εγχείρηµα. Η αποχώρηση του Ταµείου από το µεταµνηµονιακό πρόγραµµα θα αποδυναµώσει, φυσικά, το βασικό αίτηµα της κυβέρνησης για το χρέος, το οποίο πάντως έτσι και αλλιώς φαίνεται να πηγαίνει σε δεύτερη µοίρα, καθώς το δίληµµα που τέθηκε στο Μέγαρο Μαξίµου ήταν σαφές: Μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για το 2022 και µετά ή ενδεχόµενη αναβολή των ψηφισµένων µέτρων για το 2019. Οπως φαίνεται, οι περισσότεροι τάχθηκαν υπέρ της αναστολής των µειώσεων των συντάξεων, δεδοµένου ότι αυτό θα σήµαινε στην πράξη και το τέλος των µνηµονίων.

Το θέµα της αντιµετώπισης του χρέους φαίνεται ωστόσο να διχάζει την κυβέρνηση, καθώς το Μέγαρο Μαξίµου εµφανίζεται να έχει κάνει την επιλογή του, αντίθετα µε τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος θα επιθυµούσε να συνδέσει το όνοµά του µε µια γενναία αποµείωση του χρέους. Για την υστεροφηµία του, µια τέτοια κίνηση θα είχε µεγάλη σηµασία, ενώ θα έδινε και ουσιαστικά επιχειρήµατα στους «53», οι οποίοι εµφανίζονται να είναι οι πιο προβληµατισµένοι από την κυβερνητική πορεία του κόµµατός τους.

Εσωκομματικές αντιπαραθέσεις

Το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών µέχρι το τέλος του χρόνου έχει πυροδοτήσει ωστόσο και τις εσωκοµµατικές αντιπαραθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς, όπως φαίνεται, στο Μέγαρο Μαξίµου επικρατεί η άποψη ότι η µετεξέλιξη του κόµµατος είναι καλύτερα να έρθει τώρα, παρά µετά τις εκλογές, όπου εκεί οι προεδρικοί θα είναι και πιο ευάλωτοι. Η αντιπαράθεση που ξέσπασε το τελευταίο διάστηµα ανάµεσα στους προεδρικούς και τους «53» έχει ως αντικείµενο ένα και µόνο θέµα: Τι είδους κόµµα θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ µετά τις εκλογές; Οι ρεαλιστές, δηλαδή οι προεδρικοί, έχουν βάλει πλώρη για να δηµιουργήσουν έναν νέο πολιτικό φορέα, ο οποίος θα εκφράζει τη σοσιαλδηµοκρατία στην Ελλάδα.

Μετεκλογικά, δηλαδή, θεωρούν ότι µπορούν να αποτελέσουν τον κορµό ενός ευρύτερου φορέα, ο οποίος θα συσπειρώνει τα µικρότερα κόµµατα που θα κινούνται ιδεολογικά στο Κέντρο. Η στόχευση αυτή των προεδρικών, καθώς και οι κινήσεις που έκαναν µε την ενσωµάτωση µικρότερων τάσεων (Πλατφόρµα 2010 και Σοσιαλιστική Τάση) πυροδότησαν τις αντιδράσεις των «53», οι οποίοι αντιδρούν έντονα στο να µετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε κόµµα της αστικής δηµοκρατίας, όπως στο παρελθόν ήταν το ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, θεωρούν ότι η κάθε τάση θα πρέπει να διατηρήσει τη φυσιογνωµία της και να µην αφοµοιωθούν από τους προεδρικούς, καθώς αυτή υπήρξε και η βασική φιλοσοφία του ΣΥΡΙΖΑ από τη δηµιουργία του ακόµη.

Ενα µέρος των στελεχών των «53» επιθυµεί, µάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ, µετά τις εκλογές και εφόσον χάσει από τη Ν.∆., να παραµείνει στον... φυσικό του χώρο, δηλαδή στην αντιπολίτευση, και να µην µπει στη διαδικασία να ξανακυβερνήσει µέσα από συνεργασίες. Οπως ισχυρίζονται, η παραµονή του κόµµατός τους στην κυβέρνηση διάβρωσε πολλά κοµµατικά στελέχη και άλλαξε τη φυσιογνωµία του ΣΥΡΙΖΑ.

∆εν είναι λίγοι πάντως εκείνοι που εκτιµούν ότι αυτή η αντιπαράθεση δεν αποκλείεται να φέρει ένα νέο µεγάλο ρήγµα στο κυβερνών κόµµα, καθώς οι δύο πλευρές εµφανίζονται να µη θέλουν να υποχωρήσουν από τους σχεδιασµούς τους.