Η καθαρή έξοδος θολώνει την κυβερνητική συνοχή και διχάζει τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς πληθαίνουν οι αντιδράσεις των στελεχών που αμφισβητούν το προεδρικό αφήγημα, στο όνομα του ρεαλισμού και της ξεκάθαρης εικόνας που πρέπει να έχουν οι πολίτες για την επόμενη ημέρα των Μνημονίων. Μία είναι η ερώτηση που κυριαρχεί στο κυβερνών κόμμα, απ’ όσους εκφράζουν τον προβληματισμό τους για το κυβερνητικό μεταμνημονιακό αφήγημα...

Με ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις θα υπάρξει η έξοδος και, τελικά, τι θα σηματοδοτήσει αυτή η διαδικασία; Ο διχασμός μέσα στην κυβέρνηση και το κόμμα έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ένα κομμάτι του κυβερνώντος κόμματος θεωρεί ότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ευκαιρία της κάθαρσης μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας και δίνοντας μια ρεαλιστική εικόνα για το τι θα γίνει μετά το τέλος των Προγραμμάτων.

Θεωρούν, δηλαδή, ότι ακόμα και με πολιτικό κόστος θα πρέπει να πουν την αλήθεια, ώστε οι πολίτες να μην πιστέψουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τούς κορόιδεψε για δεύτερη φορά. Ανάμεσα στα στελέχη που διαφωνούν είναι και οι «53+», οι οποίοι αμφισβητούν το σχέδιο της «καθαρής» εξόδου, για το οποίο μιλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς κάνουν λόγο για έναν δρόμο με συνεχή εμπόδια. Ακόμα θεωρούν ότι υπάρχει υπέρμετρη αισιοδοξία, που καλλιεργείται από την κυβέρνηση, ενώ δεν παραλείπουν να σημειώσουν με έμφαση ότι για την εκπόνηση του νέου σχεδίου απαιτείται ειλικρίνεια, αναστοχασμός, αυτοκριτική, παραδοχή των λαθών που έγιναν, των καθυστερήσεων και των άχρηστων υποχωρήσεων σε τομείς και πλευρές όπου η κυβέρνηση είχε ελευθερία κινήσεων.

Το Μέγαρο Μαξίμου, από την άλλη, θεωρεί ότι θα πρέπει να προβληθεί η σημασία του τέλους των Μνημονίων καθώς η χώρα ύστερα από οκτώ χρόνια βγαίνει από τα Μνημόνια, ακόμα και αν κάποια πράγματα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα. Κυβερνητικά στελέχη ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι, εφόσον κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση και η χώρα βγει από τα Μνημόνια, τότε μέσα από μια πολιτική συζήτηση, που θα εξελίξει ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν θα φτάσει η κατάλληλη ώρα και αφού θα έχουν λυθεί όλα τα τεχνοκρατικά θέματα, θα υπάρξουν και κάποια καλά νέα για τη χώρα.

Σχολιάζοντας, μάλιστα, τα όσα είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για την εφαρμογή των ψηφισμένων μέτρων και τις περικοπές των συντάξεων, έλεγαν ότι οποιαδήποτε κίνηση γίνει για τη λείανση των ψηφισμένων μέτρων από την πλευρά της κυβέρνησης θα γίνει αμέσως μετά την έξοδο από τα Μνημόνια. Η κριτική που γίνεται στο Μέγαρο Μαξίμου από τους διαφωνούντες μπορεί να έχει την ίδια βάση την αγωνία τους για την επόμενη μέρα στα επιμέρους θέματα, ωστόσο υπάρχουν αισθητές διαφοροποιήσεις. Ο επικεφαλής της ομάδας αυτής, ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, αμφισβήτησε δημόσια με τις δηλώσεις του το αφήγημα για «καθαρή» έξοδο, λέγοντας ότι μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου, τον Αύγουστο, εκπρόσωποι των δανειστών θα ελέγχουν την ελληνική οικονομία τέσσερις φορές τον χρόνο. Μέσα από αυτήν τη δήλωση προέκυψε και το θέμα της ενισχυμένης επιτροπείας.

Τη δική του εκδοχή για την «καθαρή» έξοδο έδωσε, από την άλλη, και ο Πάνος Σκουρλέτης, λέγοντας ότι «η μη ύπαρξη προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής και η δυνατότητα να δανείζεσαι από τις αγορές είναι αυτό που ονομάζουμε “καθαρή” έξοδο. Εκεί αρχίζει και εκεί τελειώνει η έννοια της “καθαρής” εξόδου. Διότι μια σειρά μνημονιακών νόμων παραμένουν σε ισχύ, θέτοντας όρια στην εφαρμοζόμενη πολιτική και κανείς δεν είναι αφελής να πιστεύει ότι θα αρχίσουν να ξηλώνονται την επομένη της λήξης του Προγράμματος. Ούτως ή άλλως, μορφές ισχυρού ελέγχου υπάρχουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, για όλες τις χώρες.

Από εκεί και πέρα ξεκινάει η μερική αποκατάσταση της ελευθερίας των κινήσεών μας». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, ο οποίος είπε ότι θα πρέπει να υπάρξουν δύο προϋποθέσεις για να μπορεί η κυβέρνηση να μιλήσει για «καθαρή» έξοδο... Καταρχήν, «η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, που τρέχει συνεχώς με 2%2,5% ετησίως, αντίθετα με την Ελλάδα, που με το ζόρι θα προσεγγίσει το 2%, και, δεύτερον, να υπάρξει άρση των κοινωνικών αδικιών που προϋπήρχαν και επιδεινώθηκαν με το Mνημόνιο. Η μείωση των συντάξεων, του αφορολογήτου, όπως γίνεται, παρά τα αντισταθμιστικά, δυστυχώς είναι περαιτέρω λιτότητα, μεγέθυνση ανισοτήτων», τόνισε χαρακτηριστικά.