Ανοικτά αμφισβητείται πλέον από τους ξένους αναλυτές ο επίσημος στόχος για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,6% φέτος, έπειτα και από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο. Οι επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού κάνουν λόγο για ανησυχητικές ενδείξεις για την οικονομία και δείχνουν να προβληματίζονται κυρίως από τα αδύναμα στοιχεία για την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Έπειτα από αυτά, και παρότι ο επίσημος στόχος για την ανάπτυξη έχει υποβαθμιστεί κατ΄ επανάληψη από το 2,7% που προέβλεπε πριν από ένα χρόνο ο προϋπολογισμός του 2017, οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις βλέπουν τώρα το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμούς οριακά πάνω από το 1%. Μάλιστα, η επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, Τζένιφερ ΜακΚίον προειδοποιεί ότι η αδύναμη οικονομία θέτει σε κίνδυνο την έξοδο από το πρόγραμμα και το στόχο για πλήρη χρηματοδότηση της Αθήνας μέσω των αγορών.

Ασφαλώς, από τους αναλυτές δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός ότι η αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία συμπλήρωσε τρία συνεχόμενα τρίμηνα θετικής ανάπτυξης, στο μεγαλύτερο τέτοιο σερί που έχει καταγραφεί από το 2006. Ωστόσο, αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης, που ήταν πολύ χαμηλότερος από το 1% που περίμενε η αγορά, θεωρείται ότι καθιστά από δύσκολη έως ανέφικτη την επιβεβαίωση του στόχου για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6% στο σύνολο του έτους. «Για να πιάσει το στόχο αυτό, η ελληνική οικονομία θα πρέπει πλέον να αναπτυχθεί κατά 1,2% το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Και αυτός ο πήχυς είναι υπερβολικά υψηλός: Το πιθανότερο είναι ότι η ανάπτυξη του τέταρτου τριμήνου θα είναι η μισή. Και αυτό θα φέρει τον ετήσιο ρυθμό μόνο στο 1,4%», εξηγεί ο οικονομολόγος του Bloomberg, Μαξίμ Σμπαχί.

Aπαισιόδοξες προβλέψεις από Barclays, Capital Economics, BofA και Citi

Ανάπτυξη 1,4% περιμένει και η Barclays, με τον οικονομολόγο του οίκου Φρανσουά Καμπό να αποδίδει την επιβράδυνση της οικονομίας στην ασθενέστερη κατανάλωση των νοικοκυριών και στη μείωση των επενδύσεων. Η πτώση των επενδύσεων κατά 6,1% το τρίτο τρίμηνο είναι ένα στοιχείο στο οποίο δίνει ιδιαίτερη σημασία και η Capital Economics, εξηγώντας ότι «αυτό επιβεβαιώνει πως οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν πολύ μικρή εμπιστοσύνη στην ανάκαμψη και ακόμα και εκείνες που θέλουν να επενδύσουν δεν μπορούν να δανειστούν από τις ταλαιπωρημένες ελληνικές τράπεζες».

Μετά από αυτά, οι αμερικανικοί οίκοι θέτουν ακόμα χαμηλότερα τον πήχυ για την ελληνική οικονομία, με την Citi να περιμένει ρυθμούς ανάπτυξης 1,2% και να εξηγεί ότι το ΑΕΠ θα είναι κατώτερο από εκείνο που προβλέπει το πρόγραμμα, εξαιτίας της συνεχιζόμενης λιτότητας, των περιορισμών στη ρευστότητα λόγω των capital controls και της απουσίας προόδου στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας. Την ίδια στιγμή, η Bank of America Merrill Lynch εκτιμά ότι η ανάπτυξη του 2017 θα κινηθεί ακόμα χαμηλότερα, στο 1,1%.

Το γεγονός ότι η οικονομία αποδεικνύεται πιο αδύναμη από ό,τι αναμενόταν, οδηγεί κάποιους αναλυτές να αμφισβητήσουν και το σχεδιασμό για την έξοδο από το πρόγραμμα. «Οι αγορές θα είναι επιφυλακτικές στο να δανείσουν την ελληνική κυβέρνηση και φαίνεται πιθανό ότι η Αθήνα θα εξακολουθεί να χρειάζεται σημαντική οικονομική βοήθεια και μετά την επίσημη έξοδο από το πρόγραμμα, τον επόμενο Αύγουστο», αναφέρει η ΜακΚίον της Capital Economics.