Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και η μητέρα του τότε τον δήλωσε πέντε χρόνια μεγαλύτερο. Ο Βασίλης Σαλέας μίλησε στην «ON time», ανοίγοντας την καρδιά του. Αναφέρθηκε στην απώλεια της συζύγου του που τον «γονάτισε», στα παιδικά του χρόνια, στους πειρασμούς της ζωής του, αλλά και στις προτάσεις που του έχουν γίνει για να παίξει κλαρίνο σε κηδείες, έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών.

Πώς είσαι αυτό τον καιρό;

Πρόσφατα γύρισα από μια μικρή περιοδεία, αρχικά στην Αττάλεια και μετά στην Κύπρο, όπου είχαμε δύο συναυλίες με τον Σταμάτη Σπανουδάκη, με μεγάλη επιτυχία, όπως και στο Ηρώδειο.

Σου αρέσουν οι μετακινήσεις λόγω δουλειάς;

Μου αρέσουν, γιατί έχει περιπέτεια, μου αρέσουν τα ταξίδια, να βλέπω άλλες χώρες. Εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια πηγαίνω πάρα πολύ στο Μέγαρο Μουσικής της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στην Άγκυρα. Βρίσκομαι στο χώρο από έντεκα χρόνων στο πάλκο. Πηγαίνοντας στο δημοτικό σχολείο, ο πατέρας μου δεν με άφηνε να μάθω κλαρίνο, λόγω του ότι στα πανηγύρια γίνονταν φασαρίες, με προστάτευε. Εγώ πήγαινα με κλάματα στη μάνα μου, ήθελα να μάθω το όργανο αυτό, που μου αρέσει πάρα πολύ.

Ονειρευόσουν αυτή την επιτυχημένη πορεία;

Έκανα όνειρα, αυτό που είμαι σήμερα το έλεγα -στον Θεό που πιστεύω-, αυτό ήθελα. Όλα αυτά τα έλεγα στη γιαγιά μου, τα όνειρά μου. Τότε μέναμε μαζί και της είχα μεγάλη αδυναμία, όπως κι εκείνη σε εμένα. Στην πρώτη συναυλία που έκανα, χωρίς τραγουδιστές, μόνος μου με ινστρουμένταλ κομμάτια, ενθουσιάστηκα που πραγματοποιήθηκαν τα όνειρά μου. Όταν το είπα στο μικρόφωνο, κατέβηκαν όλοι με αναμμένους αναπτήρες από τις κερκίδες και με πήραν στα χέρια τους στον αέρα, σαν να ήμουν κούκλα. Δεν έχω παράπονο από τη ζωή μου, όπως και στη δουλειά μου, πηγαίνουν όλα καλά. Τώρα είμαι σε στούντιο με τον Σαράντη, τον αδελφό μου, και πιστεύω ότι αυτό που κάνουμε θα έχει πάλι μεγάλη επιτυχία, γιατί είναι καλό τραγούδι. Ο αδελφός μου γράφει χρόνια στίχο, αλλά και μουσική. Με τον Τόλη Βοσκόπουλο ήταν πάρα πολύ καλοί φίλοι - σχεδόν κάθε μέρα ο Σαράντης πήγαινε στο σπίτι του, ξέρει όλη τη ζωή του Τόλη. Τον αγαπούσε κι ο Βοσκόπουλος και του τα έλεγε όλα, τα πάντα. Ένα πρωί άκουγε το τραγούδι του Σαράντη «Αμπάρες» και τον πήρε τηλέφωνο ο Τόλης, κι από τον ενθουσιασμό του που του άρεσε τόσο πολύ, το τραγουδούσε από το τηλέφωνο.

Έχεις βγάλει πολλά χρήματα από τη δουλειά σου;

Ναι, δόξα τω Θεώ, έχω βγάλει χρήματα.

Τι πιστεύεις ότι συμβαίνει σε ανθρώπους που από τα χέρια τους πέρασαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ως αμοιβή από τη δουλειά τους, και στο τέλος «πέθαναν στην ψάθα»;

Χαλούσαν τα λεφτά. Αν είσαι καλός άνθρωπος, βοηθάς και ανθρώπους. Κι εγώ από μικρός βοηθούσα κόσμο.

Τα δίνουν στον κόσμο τα χρήματά τους, αυτό φταίει;

Δεν είναι μόνο ότι τα δίνουμε στον κόσμο και βοηθάμε φτωχούς, πληρώνουμε πολλά λεφτά στο ντύσιμο που κάνουμε, στα ρούχα, και όχι μόνο, παντού δίνουμε χρήματα. Έτσι γεννηθήκαμε και δεν αλλάζουμε.

Οι καταχρήσεις, ουσίες, αλκοόλ, παίζουν ρόλο;

Παίζουν και αυτά, αλλά εγώ και ο αδερφός μου δεν έχουμε τέτοια βίτσια. Τα λεφτά είναι για να περνάμε καλά μόνο, κανείς δεν πήρε τίποτα μαζί του «φεύγοντας».

Πρόσφατα «έχασες» τη σύζυγό σου…

Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής μου, η γυναίκα μου, που δεν είχε τίποτα, πέθανε από κορονοϊό, αυτό με έχει «γονατίσει». Ήταν μια χαρά… ο Θεός μού δίνει δύναμη και προχωράω. Δεν πρόλαβε να κάνει τα εμβόλια και πέθανε. Εγώ τα έκανα τα εμβόλια, όπως και τα τέσσερα παιδιά μου, έχω δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Παντρεύτηκα μικρός και η μάνα μου με έγραψε πέντε χρόνια πιο μεγάλο στα χαρτιά. Έχω δύο εγγόνια, ο μικρός μου γιος, ο Σταμάτης, που παίζει βιολί, παντρεύτηκε κι εκείνος μικρός, τα τρία μεγαλύτερα παιδιά μου δεν έχουν παντρευτεί ακόμα. Ο μεγάλος μου γιος, ο Νίκος, έχει αλλάξει το όνομά του και το έχει κάνει Νικ Σάλεϊ.

Γιατί;

Παίζει κλαρίνο μόνος του, με DJ.

Σου αρέσει που το έκανε;

Θέλει να ξεχωρίσει, εντάξει, δεν είναι κακό. Σαλέας είναι…

Μου είχες πει παλαιότερα ότι η σύζυγός σου ήταν εκείνη που στήριζε την οικογένειά σας, τα παιδιά σας, ήταν εκεί για όλα.

Η γυναίκα μου ήταν για τα πάντα. Εκείνη είχε και το ταμείο, τα πάντα.

Τι γίνεται τώρα που «έφυγε»;

Είμαστε άνω κάτω χωρίς εκείνη. Είμαστε στενοχωρημένοι, κι εγώ και τα παιδιά. Η ζωή όμως συνεχίζεται… πάνε δεκαοκτώ μήνες που «έφυγε». Δεν περιγράφεται με λόγια η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι «έχασα» τη γυναίκα μου, δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν είναι απλό. Ήμασταν μαζί από μικρά παιδιά, πολλά χρόνια. Τώρα μένω με τα τρία παιδιά μου, που δεν το έχουν διαχειριστεί ακόμα, είναι χάλια, το προσπαθούμε. Δε θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ήταν μικρή, δεν ήταν μεγάλη…

Τι άλλαξε στην κοσμοθεωρία σου;

Τίποτα, βλέπω τα πράγματα πιο ρεαλιστικά. Τώρα κατάλαβα πώς είναι η ζωή, και είναι πάρα πολύ δύσκολο όταν είσαι μόνος σου. Κάνουμε τα αδύνατα δυνατά…

Σκέφτεσαι μελλοντικά ένα επόμενο ταίρι στη ζωή σου;

Μέχρι στιγμής όχι, δεν ξέρω αύριο, μπορεί… Τα όνειρά μου είναι να τακτοποιηθούν τα ανύπαντρα παιδιά μου, ειδικά τα κορίτσια, να πάνε σε «καλά χέρια».

Επεμβαίνεις στις σχέσεις τους;

Τίποτα, καθόλου, όχι, είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν. Εγώ συνεχίζω με το κλαρίνο μου, γιατί αυτή είναι η πολύ μεγάλη μου αγάπη, με αυτό θα πεθάνω.

Λάθη έχεις χρεώσει στον εαυτό σου;

Πολλά… πάθη είχα, αλλά δεν τα λέω… (γέλια).

Υπήρξαν πειρασμοί;

Σε αυτά έκανα λάθη, στους πειρασμούς, κι έχει να κάνει με πρόσωπα. Ήμουν μικρός…

Εννοείς ότι δεν ήσουν πιστός;

Ναι… κι έκανα λάθος.

Αναγνώρισες τα λάθη σου και μετάνιωσες τώρα, με την απώλειά σου;

Ναι, τα αναγνώρισα και μετάνιωσα πάρα πολλές φορές. Όχι μόνο τώρα, στην απώλειά μου, αλλά και παλιά, όταν ζούσε… Δεν είμαι τίποτα και ξεκινάω από το μηδέν κάθε μέρα, τώρα μαθαίνω.

Τα λάθη που είχες κάνει τα συζήτησες με τη γυναίκα σου, της τα έλεγες όλα;

Όχι όλες τις φορές… (γέλια). Κάποια ναι, της τα είχα πει…

Πρέπει να ήταν πολύ δυνατή γυναίκα, για να αντέχει…

Ήταν πάρα πολύ δυνατή γυναίκα. Ήταν μουσικός, μικρή έπαιζε πιάνο στο ωδείο, ήξερε τη δουλειά μας, τους πειρασμούς, τα ήξερε όλα… Η γυναίκα μου με συμβούλευε….

Άρα μαζί σου είχε «γερό στομάχι»…

Είχε «γερό στομάχι», αυτή είναι η αλήθεια. Όμως κι εγώ ήμουν συντηρητικός, δεν έδινα ποτέ δικαιώματα, στο σπίτι μου ήμουν πολύ εντάξει.

Πώς βλέπεις τον τρόπο διασκέδασης σήμερα, αλλά και τις ενδυματολογικές επιλογές των τραγουδιστριών, καθώς εμφανίζονται με όλο και λιγότερα ρούχα επάνω στην πίστα.

Μου αρέσει η γυναίκα να ντύνεται όμορφα, όσο πιο σοβαρά ντύνεται, ακόμα πιο ωραία. Βλέπω όμως… Με φέρνεις σε δύσκολη θέση τώρα για να απαντήσω.

Τι θυμάσαι έντονα από τα παιδικά σου χρόνια;

Όταν ήμουν μικρός, οκτώ χρόνων, η μάνα μου αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, η αυλή μας θύμιζε κήπο. Εκεί είχε ένα βαρέλι άδειο. Εγώ, επειδή είμαι πάρα πολύ καθαρός, κι αυτό είναι κάτι που παινεύομαι, έτσι ήταν και η μάνα μου, τότε, έπαιρνα ένα ξύλο από το δρόμο, το έπλενα καλά, το έβαζα στο στόμα μου, σαν κλαρίνο, κι έμπαινα στο βαρέλι κι έκανα πως έπαιζα. Αύγουστο μήνα, έσκαγε ο τζίτζικας, κι εγώ να είμαι ώρες εκεί μέσα τραγουδώντας, να κάνω πως παίζω κλαρίνο με το ξύλο. Επίσης, έπαιρνα τα παιδιά της γειτονιάς σε οικοδομές, κοντά στο σπίτι μας, κι έκανα πάλκο, με τις κοπέλες τραγουδίστριες, «τηλέφωνα» από τα μπάνια τα έκανα μικρόφωνα, βιολιά, κλαρίνα, όλη μέρα δεν αφήναμε τον κόσμο να κοιμηθεί (γέλια). Πολλές φορές τούς ενοχλούσαμε, αλλά κάποιες άλλες έρχονταν και μας άκουγαν. Σχεδίαζα με χαρτόνι διαφορά όργανα και τα έκοβα με ένα ψαλίδι.

Στο σχολείο πώς ήσουν;

Έπαιζα μπάλα εκτός σχολείου, αλλά δεν έτρεχα με τα παιδιά στα διαλείμματα, είχα τη φλογέρα στην τσέπη μου, πήγαινα σε μια γωνιά κι έπαιζα, εκεί έρχονταν οι δάσκαλοι και με άκουγαν. Ήμουν ερωτευμένος από μικρός με το κλαρίνο μου.

Καταφέρνεις να περνάς το συναίσθημα της χαράς και της λύπης μέσα από το κλαρίνο σου, έτσι δεν είναι;

Αυτό ακριβώς κάνω εδώ και χρόνια, περνάω τη χαρά μου και τη λύπη μου μέσα από το κλαρίνο όταν παίζω, κι έχει πετύχει, αρέσει στον κόσμο. Αν αρέσει σε μένα, μεταδίδεται στον κόσμο.

Τι σκέφτεσαι όταν παίζεις κλαρίνο;

Σκέφτομαι διάφορα, χάνομαι, δεν είμαι εκεί που παίζω, ειλικρινά. Είμαι άλλος άνθρωπος όταν παίζω, όταν παίρνω το κλαρίνο αγκαλιά. Έχω κορνιζάρει στο σπίτι μου κάτι από τον Γιάννη Βόγλη.

Τι είναι αυτό;

Όπου πήγαινα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ερχόταν και με έβλεπε, όπως και η Ζωή Λάσκαρη, συνέχεια, σχεδόν κάθε μέρα, η οποία με αγαπούσε πάρα πολύ. Κάποια φορά, πρώτο τραπέζι ο Γιάννης Βόγλης και δίπλα η Ζωή Λάσκαρη. Την ώρα που έπαιζα, ο Βόγλης φώναξε το σερβιτόρο και του ζήτησε ένα χαρτί μεγάλο, όπου έγραψε: «Αγκαλιάζεις το κλαρίνο σου σαν την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου». Μου το έφερε ο σερβιτόρος στο καμαρίνι μου, έτσι ήταν η πρώτη γνωριμία με τον Γιάννη, επειδή μου έστειλε αυτό το σημείωμα. Η Ζωή με αγαπούσε, με φίλαγε, όπου πήγαινα ερχόταν να με δει.

Τον έρωτά σου με το κλαρίνο είχε να τον ανταγωνιστεί και η αείμνηστη σύζυγός σου;

Έχεις δίκιο, αυτό συνέβαινε, πραγματικά. Το κλαρίνο για μένα προσωπικά είναι πάνω απ’ όλα. Βέβαια, πρώτα βάζω τα παιδιά μου, έβαζα τη γυναίκα μου, αλλά έτυχε να είμαι καψούρης με αυτό που κάνω, με το κλαρίνο.

Υπήρχε άλλη μεγάλη απώλεια εκτός από εκείνη της συζύγου σου;

Υπήρχαν πάρα πολλές απώλειες, αλλά είναι άλλο η γυναίκα, άλλο η μάνα, άλλο ο πατέρας. Όταν πέθαναν αυτοί, όπως και ο θείος μου, που είχα το όνομά του… υπάρχει στην οικογένεια ένα έθιμο, να βγάζει το όνομα ο αδελφός του αδελφού κι αυτό συνεχίζεται… έχω απορίες μεγάλες με το θείο μου, ο οποίος κάτι έβλεπε σε μένα και ακόμα έχω απορίες που δεν τις έχω λύσει. Έχω «φάει» πάρα πολλά λεφτά στο θείο μου. Νομίζω ότι τα παιδιά του δεν του έχουν «φάει» τα λεφτά που του έχω «φάει» εγώ, επειδή είχα το όνομά του. Με έπαιρνε από εννέα, δέκα χρόνων και μου έραβε παραγγελία στο ράφτη του κοστούμια. Με έντυνε στην πένα και ερχόταν συνέχεια και μου έδινε λεφτά. Μια φορά ήταν η Σοφία Κολλητήρη και κάποιοι άλλοι μουσικοί στη «Βοσκοπούλα», ένα δημοτικό μαγαζί, και είχε πει: «Σε αυτή τη θέση που κάθομαι εγώ, όταν φύγω από τη ζωή, θα κάθεται στην ίδια καρέκλα αυτός που θα λέγεται Βασίλης Σαλέας». Ο θείος μου ήταν μεγάλη φίρμα.

Υπάρχει μια τάση πλέον, σε κηδείες να παίζουν μουσική και να τραγουδούν λαϊκά τραγούδια, να χορεύουν ζεϊμπέκικο…

Δεν υπάρχει εξήγηση, κι εμένα μου έχουν πει πάρα πολλές φορές να πάω να παίξω σε κηδείες, αλλά δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να πηγαίνω σε αυτά.

Σου έχουν προτείνει να πας να παίξεις κλαρίνο σε κηδείες;

Πάρα πολλές φορές και δεν πάω, δεν βαστάω, δεν μπορώ, είμαι λιπόψυχος.

Σου έχουν προτείνει πολλά χρήματα για το λόγο αυτό;

Με πλήρωναν, ναι, αλλά εγώ δεν πήγα. Στη μόνη κηδεία που έχω παίξει ήταν στου Μανώλη Αγγελόπουλου, γιατί ήταν η επιθυμία του. Σε ηλικία δέκα χρόνων, έπαιξα και στου θείου μου, τότε ήμουν πολύ μικρός. Τώρα έχει γίνει μόδα, εγώ δεν μπορώ σε αυτά, δεν μου βγαίνει, πάμε σε λύπη…

Ποιο τραγούδι έπαιξες στην κηδεία του Μανώλη Αγγελόπουλου;

Το: «Δεν σε κρίνω που δεν μ’ αγαπάς», αλλά το παίξαμε με τέτοιον τρόπο σαν να ήταν λυπητερό. Είχε αφήσει την επιθυμία του να παίξω στο γιο του, τον Στάθη, και στη γυναίκα του, στο νοσοκομείο, την τελευταία φορά. Είχε πει: «Να παίξει ο Βασίλης Σαλέας, ο Λευτέρης Ζέρβας και ο Σαράντης». Είχε έρθει και ο Γιώργος Νταλάρας και τραγουδούσαν όλοι μαζί…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ontime»