Ο Γιάννης Κατσίγιαννης είναι ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές της νεότερης γενιάς του δημοτικού τραγουδιού. Προέρχεται από μουσική οικογένεια, αφού ο πατέρας του Φώτης Κατσίγιαννης ήταν ένας δημοφιλής δημοτικός τραγουδιστής. Αδελφή του είναι η Τζένη Κατσίγιαννη, που αυτή τη στιγμή είναι η πιο γνωστή νεαρή σε ηλικία τραγουδίστρια στο δημοτικό τραγούδι.

Όπου εμφανίζεται ο Γιάννης Κατσίγιαννης, γίνεται πανικός. Η αγάπη του κόσμου είναι τόσο μεγάλη, που του ζητούν να τραγουδήσει όχι μόνο στις χαρές τους, αλλά και στις λύπες τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ηλικιωμένου, που είχε αφήσει όρο στη διαθήκη του να τραγουδήσει στην κηδεία του. O τραγουδιστής μιλάει για πρώτη φορά στην «ON time» για μια άλλη πλευρά της δουλειάς του, που αφορά την απώλεια ανθρώπων των οποίων οι οικογένειες του ζητούν να τραγουδήσει λίγο πριν θάψουν το δικό τους άνθρωπο.

Πού εμφανίζεσαι αυτή την περίοδο;

Αυτή την περίοδο πραγματοποιώ τη φθινοπωρινή μου περιοδεία, μέχρι τέλος Νοεμβρίου. Παράλληλα, βρίσκομαι σε συζητήσεις, προκειμένου να εμφανιστώ σε κάποιο νυχτερινό κέντρο στη συνέχεια. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν προτάσεις, ακόμα δεν έχω αποφασίσει πού θα πάω.

Είσαι ένας από τους πιο δημοφιλείς εκπροσώπους του νεοδημοτικού τραγουδιού σε πανηγύρια. Ισχύει ότι πλέον σε καλούν να τραγουδήσεις ακόμα και σε κηδείες;

Ισχύει. Είμαι στο χώρο 35 χρόνια επαγγελματικά, κι όπως καταλαβαίνεις, έχω αποκτήσει πολύ προσωπικές, φιλικές σχέσεις με τον κόσμο, έχουμε γίνει οικογένεια πλέον. Όλοι οι άνθρωποι με ακολουθούν στα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανίζομαι, στα πανηγύρια, στους γάμους και γενικότερα στις χαρές τους. Με θέλουν όμως δίπλα τους και στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν υπάρχει μια απώλεια δικού τους ανθρώπου. Αυτοί οι άνθρωποι, μόλις έχουν μια απώλεια, η πρώτη σκέψη που κάνουν και το πρώτο που θα πουν είναι: «Ενημέρωσε τον Κατσίγιαννη». Εγώ δέχομαι το τηλεφώνημα, όπου λένε: «Έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος». Οι στιγμές είναι πολύ δύσκολες, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με απώλειες νέων ανθρώπων. Εγώ τούς απαντώ, χωρίς δεύτερη σκέψη: «Θα είμαι εκεί». Αυτό που επιθυμούν, και είναι για μένα τεράστια τιμή, είναι να ερμηνεύσω τα τραγούδια που άρεσαν στο θανόντα. Την ώρα της ταφής και μόλις ολοκληρώσει τη διαδικασία ο παπάς, αναλαμβάνω εγώ. Λέω τα τραγούδια που αγαπούσαν οι θανόντες και κάποια που αφιερώνουν σ’ αυτούς οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Κάποιες φορές είμαι μόνος μου και τραγουδάω δημοτικά. Κάποιες άλλες με συνοδεύει κλαρίνο και κάποιο άλλο μουσικό όργανο.

Για σένα πόσο δύσκολο είναι αυτό;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο, ειδικά όταν πρέπει να τραγουδήσω πάνω από το μνήμα και να είναι μπροστά μου ο άνθρωπος που ήταν φίλος μου, με τον οποίο είχαμε διασκεδάσει, χορέψει, γλεντήσει μαζί. Ακόμα πιο δύσκολο είναι όταν το άτομο για το οποίο έχω πάει να τραγουδήσω είναι μικρό παιδί, ανήλικος. Όσο πιο μικρή ηλικία έχει ο άνθρωπος που «φεύγει», τόσο πιο δύσκολο είναι για μένα. Έχω τραγουδήσει σε απώλεια παιδιού δεκαπέντε χρόνων, που «έφυγε» από τροχαίο, σκοτώθηκε με ποδήλατο. Πέρυσι ο πατέρας του με κάλεσε στο μνημόσυνο, για να τραγουδήσω.

Πώς το διαχειρίζεσαι;

Παίρνω βαθιές ανάσες, δεν κοιτάζω τίποτα γύρω μου. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά, χωρίς να βλέπω τίποτα. Τραγουδάω, αλλά μέσα μου κλαίω.

Ισχύει ότι άνθρωποι που δεν έχουν φύγει από τη ζωή σου ζητούν να τους τραγουδήσεις όταν «φύγουν»;

Εννοείται, πάρα πολλοί. Μου λένε «όταν πεθάνω, θέλω να είσαι εκεί, να τραγουδήσεις αυτό το τραγούδι». Μάλιστα, ένας ηλικιωμένος είχε εκφράσει την επιθυμία του στους δικούς του και είχε αφήσει και τα χρήματα για την ορχήστρα.

Τι τραγούδια σου ζητάνε συνήθως;

Τα τραγούδια δεν είναι απαραίτητα πένθιμα. Τα τραγούδια που λέω είναι αυτά που χόρευε εκείνος που έφυγε από τη ζωή στο γλέντι, στο πανηγύρι. Λέμε και κάποια πένθιμα, τα οποία έχουν σχέση με το θάνατο, αλλά ως επί το πλείστον είναι αυτά που χόρευε το πρόσωπο που «έφυγε». Είναι και λυπητερά και χαρούμενα. Έχει τύχει να ανοίξουν διαθήκη και μέσα να γράφουν ότι επιθυμούν «να τραγουδήσει ο Κατσίγιαννης στην κηδεία μου και να πληρωθεί και ένα μηνιάτικο της σύνταξής μου».

Κυρίως ποια τραγούδια λες;

Δημοτικά κυρίως: «Να πέθαινα και να ’βρεχε», «Τι να της κάνω της καρδιάς», «Στάσου ζωή, μη βιάζεσαι», «Αν έρθουν μάνα και σου πουν», «Σαν αρρωστήσω, μάνα» και άλλα τραγούδια, ευχάριστα, δικά μου, που τα χόρευαν αυτοί που έφυγαν από τη ζωή, όπως: «Σαν της Ωριάς το κάστρο», «Ρωτάω τ’ ουρανού τ’ αστέρια» και πολλά άλλα. Θέλω να πω στο σημείο αυτό ότι έχει σπάσει το ταμπού και ο κόσμος πλέον θέλει με το τραγούδι και το γλέντι να αποχαιρετήσει έναν άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή, όπως εκείνος διασκέδαζε όταν ήταν εν ζωή. Αυτό συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος ήταν γλεντζές στη ζωή του και η παραγγελία που έχει αφήσει είναι: «Όταν πεθάνω, θέλω να τραγουδάτε και όχι να κλαίτε».

Δημοσιεύθηκε στην Ontime