Μπορεί να αποκάλυψε πολλά στα «Μυστικά της Εδέμ», αλλά ο Μάνος, που τότε έκαψε τις καρδιές πολλών γυναικών και κυρίως της Μελίτας (Χρύσα Παπά) και της Εύας (Φαίη Ξυλά), δεν μοιάζει με τον Παναγιώτη Μπουγιούρη. Tα μόνα κοινά τους είναι η ομορφιά, η γοητεία και το μυστήριο… Κάποια από αυτά τα… μυστήρια και τα δικά του μυστικά ζωής αποκάλυψε ο γνωστός ηθοποιός στην «ΟΝ time». Σοβαρός, όχι σοβαροφανής, ευγενής, δύσκολα ανοίγεται για τα πολύ προσωπικά του, μας μίλησε όμως για δικές του στιγμές μοναδικές, αλλά και καρμικές, για τις ερωτικές σκηνές που τον χαρακτήρισαν, τη σχέση του με τον έρωτα, το γάμο, την οικογένεια, τις εμπειρίες του από ταξίδια μακρινά, την ψυχανάλυση, αλλά και για τη στιγμή που έζησε το θαύμα και σώθηκε από του «χάρου τα δόντια»…

Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες; Πώς ήσουν ως παιδί;

Στο Κερατσίνι. Με καταγωγή από τη Σύρο ο πατέρας μου και από τη Βέροια η μητέρα μου. Δύο υπέροχοι γονείς, μορφωμένοι, καθηγητές αγγλικής φιλολογίας. Έχω και μία αδελφή, την Εβίτα, λίγο μεγαλύτερη, η οποία έχει αποκτήσει δική της οικογένεια, έχει δύο κόρες, οπότε είμαι και ευτυχισμένος θείος. Μεγάλωσα σε γειτονιά, υπήρχε ακόμα η αίσθηση της παρέας, του παιχνιδιού στους δρόμους. Ήταν εκείνα τα χρόνια που μπορούσαμε εύκολα να βγαίνουμε στους δρόμους με τα ποδήλατά μας ή να παίζουμε στα πάρκα, χωρίς να φοβούνται οι γονείς μας ότι κινδυνεύουμε. Ήμουν ντροπαλός και εξακολουθώ να είμαι, αλλά πάντα είχα μια άσβεστη περιέργεια για τα πράγματα γύρω μου. Με τους ανθρώπους ήμουν πολύ ντροπαλός, αλλά μου άρεσε να ανακαλύπτω τον κόσμο γύρω μου, μερικές φορές ήμουν και λίγο ριψοκίνδυνος. Είχα μεγάλη περιέργεια. Ήμουν πολύ ήσυχος, αλλά μπορούσες ξαφνικά να με βρεις πάνω σε ένα δέντρο. Να έχω εξαφανιστεί από το σπίτι, να με ψάχνουν οι δικοί μου κι εγώ να έχω ανέβει σε ένα δέντρο και να κοιτάω τα πουλάκια. Ήμουν μέτριος μαθητής, κι ήμουν ευχαριστημένος. Δεν είχα καμία φιλοδοξία να αριστεύσω στην τάξη. Βέβαια, όταν αργότερα, στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, αποφάσισα ότι θέλω να γευτώ την επιτυχία των πανελλήνιων εξετάσεων, στρώθηκα, διάβασα και πέρασα στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου «έφυγε» πριν από μερικά χρόνια. Ζει μόνο η μητέρα μου. Επειδή και οι δύο γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί, είχαμε την τύχη να έχουμε κοινές διακοπές.

Και πώς αποφάσισες να γίνεις φυσικός και μετά παράτησες τις σπουδές σου για να πας στη δραματική σχολή του Κώστα Καζάκου;

Όταν, φτάνοντας στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, συνειδητοποίησα ότι θέλω να πετύχω στις πανελλήνιες εξετάσεις -γιατί το θεωρούσα μια επιβεβαίωση και είχε προηγηθεί η αδελφή μου, που είχε περάσει στο Πολυτεχνείο, την οποία και έχω ως πρότυπο- στρώθηκα και διάβασα και πέρασα στο Φυσικό στην Αθήνα. Παρακολούθησα όλα τα έτη της σχολής και τα εργαστήρια, αλλά στο δεύτερο έτος συνειδητοποίησα ότι, παρόλο που αγαπάω τη φυσική και μέχρι σήμερα παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ για ανακαλύψεις, δεν ήταν αυτό που θα ήθελα να κάνω επαγγελματικά. Τότε έπρεπε να αποφασίσω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Στην αρχή σκέφτηκα την ωκεανογραφία, που ήταν ένα μεταπτυχιακό που είχα τη δυνατότητα να το κάνω μετά το Φυσικό. Φανταζόμουν ότι θα γινόμουν ένας Κουστώ, οπότε, όταν συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, τότε πραγματικά μέσα μου ξύπνησε αυτό το παλιό μεράκι της υποκριτικής. Δηλαδή, όταν έβλεπα μια ταινία ή ένα θεατρικό έργο, «συναντιόμουν» με τον εαυτό μου, αισθανόμουν ότι βρίσκομαι στο φυσικό μου περιβάλλον. Το ότι πήγα στη δραματική σχολή του Κώστα Καζάκου ήταν καρμικό. Εκδήλωσα στους γονείς μου την επιθυμία μου να ασχοληθώ με την υποκριτική - ήταν καλοκαίρι και τους είπα ότι τον Σεπτέμβριο θα δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή. Αυτό που δεν είχα δει ποτέ ήταν μια παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και είπα στον πατέρα μου να πάμε, επειδή ήθελα να έχω αυτή την εμπειρία. Συμπτωματικά, η παράσταση που παιζόταν ήταν σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, τον οποίο είχε γνωρίσει ο πατέρας μου ως εκπαιδευτικός. Μόλις, λοιπόν, τέλειωσε η παράσταση, μου είπε: «Έλα να σου γνωρίσω τον Σπύρο Ευαγγελάτο». Εγώ έμεινα εμβρόντητος. Του εξήγησε ο πατέρας μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός και εκείνος μου είπε ότι ανοίγει δραματική σχολή ο Κώστας Καζάκος, προτείνοντάς μου να πάω εκεί. Κι αυτό έκανα. Έδωσα εξετάσεις, πέρασα κι έτσι ξεκίνησε για μένα αυτό το μαγικό ταξίδι στο χώρο της υποκριτικής. Όταν ήμουν στο πρώτο έτος της σχολής, ο Κώστας Καζάκος έκανε μια καταπληκτική παράσταση με τον «Βασιλιά Ληρ» και χρησιμοποίησε σπουδαστές της σχολής σε βοηθητικούς ρόλους. Έτσι έπαιξα για πρώτη φορά, ενώ αρκετά χρόνια μετά συναντηθήκαμε και στην τηλεόραση, στη «Βέρα στο δεξί», αλλά είχαμε μόνο μία-δύο σκηνές μαζί.

Τι θυμάσαι έντονα από τον Κώστα Καζάκο;

Σπουδαίος. Για μας ήταν μια πατρική φιγούρα. Και η σπουδαιότητά του έγκειται και στο ότι ήξερε αυτή τη δουλειά από την καλή και την ανάποδη -κυριολεκτικά-, δηλαδή και με τα καλά της και με τα κακά της. Έτσι, αυτό που κρατάω πιο πολύ από αυτόν είναι ότι κατάφερε να μας μεταδώσει -και να δούμε μέσα από τα μάτια του- όχι μόνο το μεγαλείο της δουλειάς μας, αλλά και μια πλευρά πιο γήινη, πιο προσγειωμένη, γιατί στο φινάλε, όταν σβήνουν τα φώτα, «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Είσαι ντροπαλός ως χαρακτήρας, όπως μου είπες. Πώς ένιωσες όταν «εισέβαλε» η μεγάλη δημοσιότητα στη ζωή σου με τη «Βέρα στο δεξί» και «Τα μυστικά της Εδέμ»;

Εγώ, ως άνθρωπος, πιστεύω ότι δεν έχω αλλάξει. Ούτε οι επιθυμίες μου έχουν αλλάξει ούτε το στιλ της ζωής μου. Μεγάλωσα στο Κερατσίνι -δεν ζω πια εκεί-, αλλά το σπίτι μου υπάρχει και το επισκέπτομαι πολύ συχνά, γιατί είναι το σπίτι όπου μεγάλωσα και πηγαίνω για να το συντηρήσω. Αγαπώ την πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και πιστεύω ότι διατηρώ το ίδιο ύφος ως άνθρωπος. Από κει και πέρα, όλο αυτό το θέμα της υπερέκθεσης που ήρθε με τη μεγάλη δημοσιότητα και το καταλάβαινα και δεν το καταλάβαινα. Από τη μια πλευρά, ήταν ατελείωτες οι ώρες γυρισμάτων, οπότε ήμουν κυριολεκτικά σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Βεβαίως, άκουγα, έβλεπα, καταλάβαινα τι γίνεται, αλλά ήμουν απομονωμένος σε έναν προσωπικό αγώνα, για να φέρω σε πέρας τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα κοσμικός, οι πολλές κοσμικότητες δεν μου άρεσαν. Εκεί έρχεται η παλιά μου συστολή, την οποία είχα στο χαρακτήρα μου από παιδί. Μπορεί να με καλούσαν σε διάφορα events, δεξιώσεις και λοιπά, αλλά αυτό μου ήταν πάντα ελαφρώς δυσάρεστο. Δηλαδή, ακόμα και στις συνεντεύξεις, που έπρεπε να βγω στην τηλεόραση, το έκανα υποχρεωτικά, κάτι σαν «αναγκαίο κακό», γιατί έπρεπε να βγω να μιλήσω για τη δουλειά.

Διαβάστε ακόμα: Παναγιώτης Μπουγιούρης: “Ήθελα να μάθω Φαρσί από προσωπικό βίτσιο”

Δηλαδή, δεν ήταν θέμα σνομπισμού αλλά χαρακτήρα, γιατί είσαι συνεσταλμένος.

Ακριβώς και χαίρομαι πολύ που το λες και το έχεις καταλάβει, γιατί ακριβώς αυτό και μόνο είναι.

Τότε που ήσουν ένας νέος ηθοποιός -συνεσταλμένος ως χαρακτήρας-, οι ερωτικές σκηνές που έκανες στα «Μυστικά της Εδέμ» πώς ήταν για σένα; Τις έκανες εύκολα; Τότε το ερωτικό ζευγάρι, η Εύα (Φαίη Ξυλά) και εσύ ως Μάνος είχατε κάνει πάταγο.

Ήταν «εύκολες», με την έννοια ότι αυτές οι σκηνές έχουν μια δραματικότητα και για μένα αυτό ήταν πάντα το ζητούμενο. Δηλαδή, η δραματικότητα και το πάθος που φέρνουν οι χαρακτήρες. Αυτό που σίγουρα δεν μπορούσα να κάνω, και πάντα το απέφευγα, ήταν όταν μου προτείνανε κάποιο ρόλο που οι ερωτικές του αποδόσεις ή επιδόσεις είχαν στόχο να κερδίσουν και λίγη τηλεθέαση. Δηλαδή, να βάλουμε και μια ερωτική σκηνή έτσι, για να ιντριγκάρουμε το κοινό, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, που να απαιτείται από τους χαρακτήρες ή την πλοκή. Εκεί, πάντα, μου ήταν δύσκολο και το αρνιόμουν. Όταν, όμως, οι ερωτικές σκηνές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τα πάθη των χαρακτήρων, τότε δεν είχα κανένα πρόβλημα.

Ποια συνάδελφός σου από αυτές με τις οποίες έχεις παίξει θεωρείς ότι ήταν η πιο καλή ερωτική σου παρτενέρ;

Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα καθαρά καλλιτεχνικό και τεχνικό. Την ίδια στιγμή, μπορεί να φαίνεται ότι ίσως έχουν παρασυρθεί και οι ίδιοι οι ηθοποιοί σε αυτό, αλλά δεν είναι έτσι. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Αλλά αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως, προς μεγάλη μου έκπληξη, γιατί δεν γνωριζόμασταν και συστηθήκαμε κατευθείαν στο πλατό, αυτή με την οποία είχαμε έντονη ερωτική σχέση λόγω των χαρακτήρων που έπρεπε να υποδυθούμε, και που με έκανε να αισθανθώ πολύ άνετα, ήταν η Μαρία Σολωμού όταν κάναμε το «Singles». Υπήρξε μεγάλη αλληλοϋποστήριξη και επαγγελματισμός από την πλευρά της. Από την άλλη μεριά, όπως είπες κι εσύ, η σχέση μου με τη Φαίη Ξυλά ως Εύα στα «Μυστικά της Εδέμ» άφησε εποχή στην ελληνική τηλεόραση. Και με μεγάλη μου χαρά τώρα συνεργαζόμαστε και στο θέατρο.

Έπειτα από τα πετυχημένα σίριαλ που έκανες, επειδή στην Ελλάδα συνηθίζουμε να βάζουμε «ετικέτες» στους ηθοποιούς -ο ωραίος, ο μοιραίος, αυτός που κάνει ρόλους κακού κ.ά.-, συνέβη αυτό και στη δική σου περίπτωση;

Δυστυχώς. Πολύ δύσκολα μετά θα σου δώσουν την ευκαιρία να κάνεις κάτι άλλο. Ενώ εγώ πίστευα ότι με το ρόλο του Μάνου, που ήταν έξω από τη δική μου γκάμα και χάρηκα που μου έδωσαν έναν τέτοιο ρόλο αντισυμβατικό, αντικοινωνικό, που δεν ήταν ένας προβλέψιμος χαρακτήρας -θεωρώντας ότι κανονικά δεν θα μου δίνανε εύκολα έναν τέτοιο ρόλο-, το γεγονός ότι μου δόθηκε και είχαν επιτυχία και ο ρόλος και η σειρά, αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα, αλλά μετά βρέθηκα στην εξής παράδοξη θέση, να μου προτείνουν κυρίως τέτοιους ρόλους. Οπότε μπήκα σε μια άλλη διαδικασία καλλιτεχνικά, να αρχίσω να τους απωθώ και να προσπαθώ να απομακρυνθώ.

Γι’ αυτό μετά απέφυγες την τηλεόραση και στράφηκες στο θέατρο;

Ναι, ακριβώς γι’ αυτό. Ήταν επιλογή μου, αν και μου έγιναν πολλές προτάσεις να παίξω τότε στην τηλεόραση, είπα πολλά «όχι». Έπαιξα πολύ στο θέατρο, σε σημαντικούς ρόλους και στο Εθνικό Θέατρο.

Την προσωπική σου ζωή την κρατάς για σένα. Αν και δεν έχεις κρυφτεί, δεν βγάζεις τα προσωπικά σου προς τα έξω.

Δεν ήθελα να παρασυρθώ κι εγώ σε ένα παιχνίδι δημοσιότητας τέτοιου είδους. Δηλαδή, ακόμα κι όταν κάποιες στιγμές, αναπόφευκτα, μαθεύτηκαν κάποια πράγματα, πολλές φορές αισθάνθηκα ότι κάποιοι είπαν: «Α, το κάνει τώρα για τη δημοσιότητα». Καμία σχέση. Εγώ δεν μπορώ να το χειριστώ αυτό το παιχνίδι. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που αποζητούν τη δημοσιότητα ακόμα και μέσω της προσωπικής τους ζωής. Εγώ έλεγα «καλύτερα να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου». Και κάπως έτσι πορεύτηκα.

Νιώθω όμως ότι έχεις ρισκάρει για τον έρωτα. Γιατί ένας άνθρωπος που αφήνει μια τακτοποιημένη επαγγελματική ζωή στην Ελλάδα και για χάρη του έρωτα (αν και πλέον δεν υφίσταται) φεύγει για ένα διάστημα στην Κύπρο, ρισκάρει πολλά.

Κοίτα, αυτό συνάδει με το ότι εγώ αισθάνομαι πως πρέπει να έχω καλλιτεχνικό οξυγόνο. Αν νιώσω ότι παρεμβαίνει το μυαλό με τη λογική «κοίτα, εδώ έχεις μια επιτυχία και πρέπει να μείνεις εδώ για να την εξαργυρώσεις, τώρα πρέπει να σκεφτείς λίγο πιο προσεκτικά το επόμενο βήμα σου και να κάνεις κάτι για να εκμεταλλευτείς πιο πολύ αυτή την επιτυχία», εκεί τα βρίσκω σκούρα. Και γι’ αυτό, άλλωστε, έχω πει και στους φίλους μου ότι δεν έχω καθόλου επιχειρηματικό πνεύμα. Ακριβώς γιατί μετά θα πρέπει να το δω το πράγμα πιο επιχειρηματικά και λιγότερο καλλιτεχνικά. Έτσι, κάνω αυτό που θεωρώ ότι έχω ανάγκη τη δεδομένη στιγμή.

Πιο πολύ για να πάρεις επαγγελματικά… οξυγόνο ή συναισθηματικά για να αναπνεύσεις; Πώς το μετράς;

Για να πω την αλήθεια, δεν τα ξεχωρίζω. Νομίζω ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος, είτε επαγγελματικά είτε εκτός δουλειάς, για μένα δεν υπάρχει διαφορά. Δηλαδή, αν δεν είμαι καλά στην προσωπική μου ζωή, δεν μπορώ να αποδώσω καλλιτεχνικά, κι όταν δεν μπορώ να αποδώσω καλλιτεχνικά, δεν μπορώ να είμαι χαλαρός κι ευτυχισμένος ούτε στην προσωπική μου ζωή. Για μένα πάνε μαζί αυτά. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Τον έρωτα τον έχεις ζήσει και τον ζεις έντονα;

Νομίζω πως ναι. Αυτή την αίσθηση έχω (γέλια). Τον ακολουθώ τον έρωτα.

Πιστεύεις ότι έχεις πληγώσει ή σε έχουν πληγώσει περισσότερο στον έρωτα;

Θα έλεγα ότι υπάρχει μια πολύ καλή ισοπαλία.

Το ότι δεν παντρεύτηκες έτυχε ή είναι κάτι που δεν το ήθελες, ή σε φόβιζε;

Όχι, δεν το θέλησα ποτέ ιδιαίτερα.

Ένα παιδί δικό σου το σκέφτηκες;

Όχι, ούτε κι αυτό ήταν μια φιλοδοξία της ζωής μου. Θα σου πω, ίσως και από ένα αίσθημα ευθύνης, πως δεν ήμουν ποτέ σίγουρος ότι θέλω να γίνω πατέρας. Γιατί θεωρώ ότι τα παιδιά θέλουν και μια αφοσίωση, που φοβόμουν ότι δεν θα μπορώ να την προσφέρω.

Πώς είσαι αυτό τον καιρό, μόνος ή ερωτευμένος;

Κοίτα, επειδή έχω τρεις πολύ ωραίες καλλιτεχνικές δουλειές, να εστιάσουμε σε αυτές, κι όταν με το καλό τις δει ο κόσμος και απολαύσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, θα τα ξαναπούμε. Ίσως τότε μοιραστώ περισσότερα πιο προσωπικά μου πράγματα.

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, γι’ αυτές. Τι κάνεις καλλιτεχνικά;

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», παίζουμε το έργο «Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας» του Ντμίτρι Ντανίλοβ, μια ρωσική κωμωδία του παραλόγου -θα έλεγα-, που αγγίζει τα όρια της κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας, σε μετάφραση-σκηνοθεσία της Ταμίλα Κουλίεβα. Μια παράσταση που την απολαμβάνω εξαιρετικά λόγω του ότι έχει πάρα πολύ χιούμορ. Ένα δεματάκι είναι το πρόσχημα για να έρθουν στη ζωή του Σεργκέι τρεις κούριερ -εγώ είμαι ο Νο1… Κι εκεί αρχίζει μια μαύρη κωμωδία. Τις υπόλοιπες μέρες θα παίζω στο έργο «Βella Figura» της Γιασμίν Ρεζά -είναι το τελευταίο της, που δεν έχει ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα- σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, στο θέατρο «Σταθμός». Εδώ υπάρχει πάλι ένα μοιραίο ερωτικό ζευγάρι κι ίσως γι’ αυτό να σκέφτηκε ο Μάνος ότι θα μπορούσαμε να το παίξουμε εγώ με τη Φαίη Ξυλά, γιατί πάλι υποδυόμαστε ένα παράνομο ερωτικό ζευγάρι, τον Μπορίς και την Αντρεά. Υπάρχει άλλο ένα ζευγάρι και μια γηραιά κυρία, που στα γενέθλιά της δημιουργούνται διάφορα ευτράπελα… Γίνεται ένα πανδαιμόνιο, όπου εναλλάσσονται η τρέλα με το χιούμορ και το δράμα. Επίσης, μέσα στα Χριστούγεννα, έχω και την πρεμιέρα με την ταινία «Καπετάν Μιχάλης», το πασίγνωστο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, σε διασκευή σεναρίου και σκηνοθεσία Κώστα Χαραλάμπους. Έμεινα τρεις μήνες πέρσι το χειμώνα στην Κρήτη για τα γυρίσματα. Θεωρώ ότι έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες κινηματογραφικές παραγωγές. Τον καπετάν Μιχάλη τον υποδύεται ο Αιμίλιος Χειλάκης, ένας εξαιρετικός συνάδελφος -θεωρώ ότι έχει μια καταπληκτική ερμηνεία-, κι εγώ είμαι στο πλευρό του υποδυόμενος τον καπετάν Πολυξίγκη. Οι δυο τους αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον οθωμανικό ζυγό, αλλά τους χωρίζει μια νεαρή χανούμισσα, που την παίζει η Τζένη Καζάκου. Είδες με έναν καρμικό τρόπο πώς συνδέονται τα πράγματα στη ζωή; Και γι’ αυτόν το λόγο μπορώ να σου πω ότι ήμουν πάρα πολύ συγκινημένος -στην περίοδο των γυρισμάτων υπήρξε και η «απώλεια» του Κώστα Καζάκου-, οπότε μοιραστήκαμε πολλές στιγμές με την Τζένη. Της έλεγα εγώ αναμνήσεις από τον παππού της και μου έλεγε κι εκείνη δικές της. Πολύ συγκινητικές στιγμές. Οφείλω να ομολογήσω ότι με την Τζένη αισθάνθηκα μια αμηχανία στις ερωτικές μας σκηνές, γιατί θυμόμουν ότι είναι εγγονή του δασκάλου μου.

Πήγες και στο Ιράν και έπαιξες σε ιρανική παραγωγή, όπου όμως ήθελαν Έλληνα για το ρόλο ενός Ρωμαίου στρατηγού. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σου;

Καταπληκτική! Μιλάμε για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το λεγόμενο σήμερα Βυζάντιο, όπως το ορίζουμε εμείς και οι νεότεροι ιστορικοί, και γι’ αυτό οι Έλληνες λεγόμαστε Ρωμιοί. Γιατί η επίσημη ονομασία ήταν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τα περισσότερα γυρίσματά μου έγιναν στην πόλη Σαχρούτ, ανατολικά της Τεχεράνης, που είναι η γενέτειρα του σκηνοθέτη Νταβούτ Μιρμπαγερί, ο οποίος είναι πολύ γνωστός στο Ιράν και ειδικεύεται σε ταινίες εποχής και σε μεγάλα επικά δράματα. Εκεί οι Ιρανοί είχαν «χτίσει» μια ολόκληρη πολιτεία από το μηδέν, φοβερά σκηνικά σε φυσικό μέγεθος, είχαν φτιάξει τεχνητό λιμάνι σε μια δεξαμενή και την είχαν γεμίσει με χιλιάδες λίτρα νερού, κάστρα, ό,τι χρειαζόταν. Ήταν σαν να βρίσκεσαι σε ένα μικρό Χόλιγουντ. Κοστούμια, άλογα, ηθοποιοί, σκηνές μάχης. Έμεινα έξι μήνες για τα γυρίσματα, επέστρεψα στην Ελλάδα και ξαναπήγα άλλες δύο φορές μέσα στο 2021. Με αντιμετώπισαν με πολύ μεγάλο σεβασμό. Θεωρούν τους Έλληνες σπουδαίους καλλιτέχνες. Επίσης, έχουν πολύ μεγάλο θαυμασμό για τον ελληνικό πολιτισμό. Υποδύθηκα έναν Ρωμαίο αξιωματικό του στρατού, με το όνομα Φωκά, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα, γιατί ο ρόλος ήταν εμπνευσμένος από ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο. Ο αξιωματικός αυτός έζησε περί το 600 μ.Χ. και για μικρό διάστημα χρίστηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Στην ταινία τον βλέπουμε όταν ήταν ακόμα αξιωματικός του στρατού. Έχει φοβερές σκηνές μάχης. Μία μόνο σκηνή μάς πήρε μία εβδομάδα να τη γυρίσουμε. Είναι μια πολύ μεγάλη παραγωγή, από άποψη αισθητικής και αποτελέσματος θα την παρομοίαζα με τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι. Θα βγει σε συνέχειες, δεν θα είναι μόνο μία τρίωρη ταινία. Τα γυρίσματα δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Η σειρά λέγεται «Σαλμάν Φαρσί» (Σαλμάν ο Πέρσης) και ακολουθεί όλη τη ζωή του Σαλμάν.

Κι απ’ ό,τι έμαθα, μιλάς τα περσικά φαρσί, γιατί σου άρεσε η γλώσσα τους.

Δεν τα μιλάω φαρσί, αλλά φιλοδοξώ να το κάνω, καθώς είναι η τρίτη χρονιά που παρακολουθώ μαθήματα της γλώσσας αυτής στην Αθήνα. Είναι κάτι που με ενθουσίασε πάρα πολύ -η γνωριμία μου μαζί τους, η λογοτεχνία τους-, οπότε μου γεννήθηκε η επιθυμία να μάθω τη γλώσσα τους.

Πότε ένιωσες ότι πήρες τη μεγαλύτερή σου πίκρα;

Με το θάνατο του πατέρα μου. Είναι μια μεγάλη απώλεια. Σίγουρα, εκεί συνειδητοποιείς πάρα πολλά πράγματα για την ύπαρξή σου, για το ποιος είσαι, για την ανθρώπινη φύση κ.λπ. Αυτό όμως που θέλω να προσθέσω είναι ότι, παρόλο που εγώ μιλάω με τα πιο ωραία λόγια για τον πατέρα μου, με έναν τρόπο που κάποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει και υποκειμενικό, με εξέπληττε το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια πολλές φορές συναντούσα και πρόσωπα στο θέατρο που έρχονταν να με επισκεφθούν ή μου μιλούσαν έξω, που με συναντούσαν για να μου πουν «γεια σου, πήρα το θάρρος να σου μιλήσω γιατί ήμουν μαθητής του πατέρα σου». Κι όλοι μα όλοι να μου μιλάνε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια συγκίνηση για τον πατέρα μου - ούτε λίγο ούτε πολύ, είχαν κι αυτοί την ίδια εικόνα για εκείνον: του παθιασμένου ανθρώπου, του ενθουσιώδη, του δοτικού, του ανθρώπου που ήθελε να σπάσει συμβάσεις. Ήταν μοναδικός άνθρωπος ο πατέρας μου.

Έχεις πάει σε ψυχολόγο; Έκανες ψυχανάλυση; Το χρειάστηκες;

Το ’χω σκεφτεί κάποιες φορές. Ακόμα επιμένω να… τρώω μόνος μου τις σάρκες μου. Εγώ είμαι ο Προμηθέας, είμαι και ο γύπας!

Μίλησες για καρμικά γεγονότα. Πιστεύεις στο μεταφυσικό; Στον Θεό;

Πιστεύω και δεν πιστεύω, δηλαδή, για μένα δεν έχει μεγάλη σημασία αν πιστεύουμε εμείς. Ή καμιά φορά λένε: «Πιστεύεις στον Θεό;». Μπορεί κανείς να πει ότι δεν ξέρω αν πιστεύω στον Θεό, αλλά σίγουρα ο Θεός πιστεύει σ’ εμάς. Δηλαδή, θέλω να πω, για μένα δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναλώσει κανείς σκέψη αν υπάρχει μεταφυσική, αν υπάρχει τηλεπάθεια, αν υπάρχει κάτι άλλο. Σημασία έχει ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι, ένα παραμύθι, κι όταν συμβαίνουν πράγματα που επαληθεύουν την πραγματικότητα, πρέπει να τη χαιρόμαστε τη ζωή και να την απολαμβάνουμε.

Σου έχει συμβεί κάποιο θαύμα; Να έχεις σωθεί από «του χάρου τα δόντια»;

Ναι, αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι μου έχει συμβεί. Όταν «έφυγε» ο πατέρας μου, περίπου πριν από πέντε χρόνια, ενώ νόμιζα ότι δεν με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, ότι είναι κάτι που το έχω κατανοήσει, καθώς αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Νομίζεις ότι μπορείς να το χειριστείς, αλλά πολύ φοβάμαι ότι στη δική μου περίπτωση καμιά φορά τα πράγματα λειτουργούν λίγο πιο «υπόγεια», χωρίς να το καταλαβαίνω… Έπειτα από αυτή την οδυνηρή διαδικασία, οδηγούσα το αυτοκίνητό μου σε έναν επαρχιακό, ερημικό δρόμο και, χωρίς να το καταλάβω -δεν ξέρω καν πώς συνέβη-, έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου, που πήγαινε στον γκρεμό... Κάτω υπήρχε μια τεράστια χαράδρα, εκείνα τα δευτερόλεπτα ίσα που πρόλαβα να σκεφτώ «αυτό είναι το τέλος;». Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μια αγριελιά που είχε φυτρώσει στα πλαϊνά του γκρεμού κι έκατσε στον κορμό της αγριελιάς! Δέκα εκατοστά και θα είχα πέσει στον γκρεμό…

Πιστεύεις πως το ότι σώθηκες ήταν κάτι μεταφυσικό, ίσως η «παρουσία» του πατέρα σου, ή θαύμα;

Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί…

Δημοσιεύθηκε στην Ontime / ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ