«Ο τρόπος που ο Αναγνωστόπουλος σκότωσε τη σύζυγό του, πνίγοντάς τη, δεν είναι κάτι σπάνιο στα εγκληµατολογικά χρονικά. Οσα όµως επακολούθησαν και όσα είχε σκηνοθετήσει είναι συγκλονιστικά. Ελεγε, για παράδειγµα, ότι ένας από τους τρεις εισβολείς στη σοφίτα του σπιτιού σηµάδευε το µωρό απειλώντας ότι θα το σκοτώσει, εάν δεν του έδινε τα υπόλοιπα χρήµατα. Επίσης, ότι τοποθέτησε το µωρό πάνω στο πτώµα της Καρολάιν, της µάνας του, για να το δουν οι αστυνοµικοί. Εξίσου συγκλονιστικοί είναι και οι θεατρινισµοί του, όπως ότι αγκάλιαζε την πεθερά του στο µνηµόσυνο λίγες ώρες πριν τον συλλάβουν».

Ο Πάνος Σόµπολος, ο «πρύτανης» του αστυνοµικού ρεπορτάζ, που ταύτισε τη 40χρονη πορεία του στη δηµοσιογραφία µε την κάλυψη των σηµαντικότερων εγκληµατικών ενεργειών και την αποθησαύρισε τα τελευταία χρόνια σε έξι βιβλία, δεν έχει καµία αµφιβολία ότι η δολοφονία στα Γλυκά Νερά συγκαταλέγεται στην πρώτη πεντάδα των πλέον ειδεχθών πράξεων. Οπως αναφέρει στα «Π», «είναι ένα φρικιαστικό γεγονός, που δεν πρόκειται να ξεχαστεί στον µήνα, στον χρόνο, ακόµη και σε βάθος δεκαετίας. Με πρώτο τον τεµαχισµό σε 11 κοµµάτια της 18χρονης Ζωής Γαρµανή από τον 27χρονο σύζυγό της, Παναγιώτη Φραντζή, τον Ιούνιο του 1987 στα Κάτω Πατήσια, η τωρινή δολοφονία αποτελεί αναπόσπαστο πλέον κοµµάτι του εγκληµατικού µωσαϊκού». Κατά τον κ. Σόµπολο, «σε πολλές περιπτώσεις οι δολοφόνοι αρνούνται αρχικώς τις πράξεις τους, αλλά στο τέλος οµολογούν. Εδώ έχουµε να κάνουµε µε έναν άνθρωπο που είχε σχεδιάσει µε τον χειρότερο τρόπο να ξεγελάσει από την πρώτη στιγµή την Αστυνοµία και την κοινωνία». Κι αυτό διήρκεσε 40 ηµέρες.

Κατά το παρελθόν έχουν καταγραφεί σοβαρά περιστατικά ανθρωποκτονιών, που συντάραξαν και τη διεθνή κοινή γνώµη, όπως η σφαγή κυριολεκτικώς της τετραµελούς οικογένειας του βιοµήχανου Χρυσαφίδη από τον Ταϋλανδό µπάτλερ και τη σύζυγό του, τον Ιούνιο του 1991, στην Κηφισιά. Ολα τα µέλη της οικογένειας είχαν ξυλοκοπηθεί, πριν τα σκοτώσουν µε τα «όπλα» που βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας, δηλαδή µια βαριοπούλα, ένα τσεκούρι και ένα σκεπάρνι. Ολα ήταν λερωµένα µε αίµα, όπως και το πάτωµα του γκαράζ. Οι δράστες είχαν διαφύγει αµέσως στην Μπανγκόκ και έκτοτε τα ίχνη τους έχουν χαθεί.

Ο κανίβαλος της Θάσου

Τον Αύγουστο του 1996, ο φοιτητής Νοµικής Θεόφιλος Σεχίδης σκότωσε στον Λιµένα της Θάσου πέντε µέλη της οικογένειάς του τεµαχίζοντάς τα µε αλυσοπρίονο. Παράλληλα, αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυµάτων, τους οποίους έβαλε στο ψυγείο, και πέταξε στα σκουπίδια τα κατακρεουργηµένα πτώµατα. Αρχικώς αρνούνταν την πράξη του, τελικώς όµως οµολόγησε λέγοντας ότι το έκανε επειδή τάχα εξυφαινόταν «οικογενειακή συνωµοσία» εναντίον του. Καταδικάστηκε σε 5άκις ισόβια και όταν το 2016 υπέβαλε αίτηµα πρόωρης αποφυλάκισης απορρίφθηκε: α) λόγω της ψυχιατρικής του κατάστασης και β) επειδή είχε εξοντώσει όλο τον στενό συγγενικό του κύκλο και δεν διέθετε «σηµείο οικογενειακής αναφοράς», δηλαδή δεν είχε πού να πάει.

Τον Νοέµβριο του 2006, πέντε νεαροί κυνηγοί µπήκαν στα βοσκοτόπια του ∆ιονύση και του Λυσίµαχου Φούκα, λίγα χιλιόµετρα έξω από το χωριό Καλύβια της Αιτωλοακαρνανίας. Ηταν το µοιραίο τους λάθος. Πατέρας και γιος τούς εκτέλεσαν εν ψυχρώ και µάλιστα ο ένας έδινε τις χαριστικές βολές σε όσους είχε πυροβολήσει ο άλλος. «Τους σκότωσα γιατί µου πατούσαν τα τριφύλλια και ενοχλούσαν τα πρόβατα», θα πει στο δικαστήριο ο πατέρας, Λυσίµαχος Φούκας. Ο εισαγγελέας Ευριπίδης Νικολάου ήταν καταπέλτης και για τους δύο. Χαρακτήρισε τον ∆ιονύση Φούκα «εξολοθρευτή, παιδί του µπαµπά» και τον Λυσίµαχο Φούκα «τον αφέντη, τον άνθρωπο που κινούσε τη φονική µηχανή, που είχε άριστα εκπαιδευµένη». Αµφότεροι καταδικάστηκαν σε 5άκις ισόβια.

Ο Μανώλης Δουρης και το παιδί του 

Την παραµονή της Πρωτοχρονιάς του 1994 ο ελαιοχρωµατιστής Μανώλης ∆ουρής βίασε, έπνιξε και έκρυψε τον 6χρονο γιο του στην Ερµιόνη και µετά, παριστάνοντας τον ανήσυχο, άρχισε να τον ψάχνει µε τον µεγαλύτερο γιο του και τους κατοίκους της παραθαλάσσιας αργολικής πόλης. Μόνο εκείνος, όπως σηµειώνει ο Π. Σόµπολος, «µπόρεσε να υποδείξει µε σχετική ευκολία πού βρισκόταν το νεκρό παιδί του». Αυτός ήταν και ο λόγος που από την αρχή θεωρήθηκε ο βασικός ύποπτος, µε αποτέλεσµα τη µετέπειτα οµολογία του. ∆ύο χρόνια αργότερα βρέθηκε κρεµασµένος µε το καλώδιο της τηλεόρασης στο κελί του, στις Φυλακές Τριπόλεως. Στο µεσοδιάστηµα υφίστατο καθηµερινώς σχεδόν βασανιστήρια από τους συγκρατουµένους του. Κατ’ ουσίαν ήταν από τις φορές που κρατούµενος «δικάστηκε» από το αποκαλούµενο «δεύτερο δικαστήριο» της φυλακής.