Προπόνηση, τσιπουράδικο, ξανά προπόνηση, ξανά τσιπουράδικο και μετά στο σπίτι για ύπνο.

Αν πλακώσει δουλειά, τότε η απογευματινή προπόνηση γίνεται μεταμεσονύχτια. Αυτή είναι η καθημερινή πραγματικότητα της Αντιγόνης Ντρισμπιώτη, που από το πρωί της περασμένης Πέμπτης μπορεί πλέον να σερβίρει στο τσιπουράδικο «Το στέκι της Γιώτας» στην Καρδίτσα έχοντας στον λαιμό της το χάλκινο μετάλλιο, το οποίο κατέκτησε στον τελικό των 35 χιλιομέτρων βάδην στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου που διεξάγεται στη Βουδαπέστη.

Και ναυαγοσώστρια

Έχοντας κλείσει τα 39 -γεννημένη στις 21 Μαρτίου 1984-, έχει μοιράσει τη ζωή της ανάμεσα στο ψητοπωλείο όπου για πολλά χρόνια εργάστηκε, στο τσιπουράδικο που αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση και τα γήπεδα. Ενδιάμεσα πρόλαβε να πάρει το πτυχίο της Γυμναστικής Ακαδημίας από τη Σχολή ΤΕΦΑΑ στα Τρίκαλα, να ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της στην Οργάνωση και Διαχείριση Αθλητικών Δραστηριοτήτων για Άτομα με Αναπηρία και να παρακολουθήσει μαθήματα στο πρόγραμμα «Διασώστες - Πλήρωμα Ασθενοφόρου» του ΕΚΑΒ. Εργάστηκε για αρκετό καιρό και ως ναυαγοσώστρια.

Βρήκε χρόνο για όλα αυτά, ενώ χρόνο δεν βρήκαν για αυτήν, ή μάλλον χρήμα, οι χορηγοί. Την εγκατέλειψαν πλην ελάχιστων εξαιρέσεων λόγω ηλικίας και όταν πήρε το νταμπλχρυσό στα 35 χλμ. και στα 20 χλμ. βάδην πέρυσι στο Ευρωπαϊκό του Μονάχου- την ανακάλυψαν εκ νέου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Νευρική ανορεξία

Είχε προηγηθεί και ένα διάλειμμα οκτώ ετών λόγω των σπουδών της. Είχε πλέον φτάσει στα όρια της νευρικής ανορεξίας -ζύγιζε 43 κιλά- όταν αποφάσισε να επιστρέψει στο βάδην. Άλλωστε το σύμπαν έδειχνε πάντα να συνωμοτεί προκειμένου η Καρδιτσιώτισσα αθλήτρια να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο άθλημα και να διαπρέψει σε κάτι που αρχικά δεν της άρεσε. Ένα άθλημα στο οποίο οι αθλητές διατηρούν τουλάχιστον ένα πόδι σε επαφή με το έδαφος, ενώ το γόνατο του προπορευόμενου ποδιού θα πρέπει να παραμένει αλύγιστο για καθορισμένο χρονικό διάστημα, δεν είναι εύκολο να προσελκύσει ένα κορίτσι 14 ετών.

Μονίμως τελευταία

Τόσο ήταν η χαμογελαστή Αντιγόνη, όταν μαζί με τους γονείς της και τις τρεις αδελφές της, έχοντας προ τριετίας επιστρέψει στην Καρδίτσα μετά τη μετανάστευση λίγων ετών στην Αταλάντη, συνέχιζε να ψάχνει το άθλημα που θα ακολουθούσε. Ένα κορίτσι που στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Είχε εγκαταλείψει τη ρυθμική γυμναστική και είχε στραφεί στην κολύμβηση. Στις πισίνες δεν τα κατάφερνε καθόλου καλά. Μονίμως τελευταία στους αγώνες που έδινε, έψαχνε να βρει ακόμα και προφάσεις για να τους εγκαταλείπει. Δεν άντεχε και το κρύο νερό και συχνά έλεγε ότι την πονούσε η κοιλιά της για να φεύγει από την πισίνα.

Όλα άλλαξαν την ημέρα που έδινε εξετάσεις για το αθλητικό σχολείο, στο οποίο δεν πέρασε τελικά. Ενώ περίμενε να μπει στην αίθουσα, είδε ένα μπαλάκι του τένις που ξέφυγε από διπλανό γήπεδο. Έσπευσε να το πιάσει και το επέστρεψε στους τενίστες. Ο τρόπος με τον οποίο περπάτησε έπεσε τυχαία στην αντίληψη του Θανάση Δεληγιάννη, ο οποίος βρισκόταν στον ίδιο χώρο. Ο λόγος για τον Καρδιτσιώτη προπονητή που αργότερα έγινε προπονητής της. Ο Δεληγιάννης ταλαιπωρήθηκε αρκετά για να την πείσει.

Η Αντιγόνη μπορεί στα 14 της να μην ήξερε με ποιο άθλημα ήθελε να ασχοληθεί, ήξερε όμως με ποιο δεν ήθελε. Το βάδην δεν της άρεσε και αμέσως απάντησε αρνητικά όταν ο Δεληγιάννης τής πρότεινε να δοκιμάσει, λέγοντάς της ότι το περπάτημά της είχε κάτι ιδιαίτερο. Ο μετέπειτα ομοσπονδιακός τεχνικός αναγκάστηκε για καιρό να γίνει θαμώνας στο τσιπουράδικο της οικογένειας για να την κάνει να αλλάξει άποψη. Τελικά τα κατάφερε. Η μικρή ασχολήθηκε έστω και δοκιμαστικά με το βάδην, ύστερα από τρεις μήνες ήταν όγδοη στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και έναν χρόνο αργότερα πρώτη.

Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Κύλησε μέχρι τη Βουδαπέστη και συνεχίζει με προορισμό το Παρίσι, όπου του χρόνου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Αντιγόνη προανήγγειλε τη συμμετοχή της στα 20 χλμ. βάδην και όχι στα 35 χλμ.

Του Κώστα Μπελιά
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή