Αυτά που έμειναν από την χθεσινή κόντρα της Νέας Δημοκρατίας και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με την κυβερνητική πλειοψηφία - με αφορμή την τροπολογία που ανοίγει το δρόμο για την επανεξέταση από τα ελληνικά δικαστήρια των τουρκικών σωματείων – είναι μερικοί σκληροί χαρακτηρισμοί και η κήρυξη του τέλους της λεγόμενης «διπλής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας». Ωστόσο από τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή μας προκύπτουν μια σειρά από ζητήματα σχετικά και με την ουσία της, αποσυρθείσας πια, τροπολογίας και με τη νέα στρατηγική επιλογή των δυο κομμάτων.

Το ζήτημα των τουρκικών σωματείων δεν είναι νέο. Ξεκινάει το 1983, με τις προσφυγές εναντίον της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης που οδήγησαν στην απόφαση διάλυσης του σωματείου. Μετά από κοντά 20 χρόνια στα εθνικά δικαστήρια, η  Ένωση προσφεύγει στο ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας και όχι απλώς κερδίζει την υπόθεση αλλά οι Ευρωπαίοι δικαστές δέχονται το σύνολο των νομικών επιχειρημάτων του. Έκτοτε το ΕΔΔΑ έχει καταδικάσει την Ελλάδα για δυο ακόμη τουρκικά σωματεία και τον Δεκέμβριο του 2014 αποφάσισε να ξαναδικάσει την Ελλάδα γιατί περιφρόνησε τις τρεις, συνολικά, συσχετισμένες καταδικαστικές αποφάσεις του. Το θέμα δεν είναι καθόλου απλό κι όποιος το παρουσιάζει έτσι είτε ψεύδεται είτε αυταπατάται. Έχει πτυχές νομικές, διπλωματικές, πολιτικές, εθνικές, κάποιες πιο προφανείς και κάποιες οριακά «σκοτεινές». Υπάρχει όμως ένα σημείο που δεν χωράει αμφιβολίες: η Ελλάδα έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο την Ευρωπαική Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει υπογράψει τη δέσμευση της να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ κι είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο αυτές τις μέρες θα συζητήσει και πάλι το θέμα αυτό (αυτή ήταν άλλωστε κι η αφορμή της κατάθεσης αυτής της τροπολογίας). Είναι γεγονός επίσης ότι το ΕΔΔΑ δεν έχει αναγνωρίσει τα επιχειρήματα των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων και δεν θεωρούν πως το να προωθήσεις την ιδέα ότι υπάρχει εθνική μειονότητα συνιστά από μόνο του απειλή για την δημοκρατική κοινωνία. Κι επειδή η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να αγνοεί συστηματικά το ευρωπαικό δικαστήριο, αυτή είναι μια υπόθεση που θα την ξαναβρούμε μπροστά μας.

Η Νέα Δημοκρατία δεν μπήκε στην ουσία της διάταξης χθες. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη είπε ότι συμφωνεί με τη διάταξη. Ωστόσο και τα δυο κόμματα ανακοίνωσαν πως δεν ανέχονται πια την βολή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια «διπλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία» και δεν θα παρέχουν την ψήφο τους σε νομοσχέδια στα οποία αντιδρά ο κυβερνητικός εταίρος. Θεωρώ πως η απόφαση δεν είναι οριστική και από τις δυο μεριές για όλα τα νομοθετήματα που θα ακολουθήσουν, πάντως από την πλευρά της ΝΔ μοιάζουν αποφασισμένοι να τηρηθεί απαρεγκλίτως.

Τα δυο κόμματα έχουν ένα σοβαρό επιχείρημα για την στρατηγική τους, κυρίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη, η κοινοβουλευτική ομάδα της οποίας έχει ψηφίσει με τον ΣΥΡΙΖΑ όλα τα νομοσχέδια που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που έκανε την πιο μεγαλειώδη πολιτική μεταμόρφωση της μεταπολίτευσης, από κόμμα των κινημάτων και των Αγανακτισμένων σε μνημονιακό κόμμα με επενδυτική ατζέντα, διατηρεί μέρος της ατζέντας του ψηφίζοντας με τη βοήθεια της ΔηΣυ την κατοχύρωση δικαιωμάτων, ωστόσο συνεχίζει να υπερασπίζεται με πάθος τη συνειδητή επιλογή του να συγκυβερνά με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Και δεν σταματά εκεί. Συνεχίζει να αποκαλεί το κόμμα αυτό κεντροδεξιό ξεπλένοντας, με τρόπο τουλάχιστον ντροπιαστικό, δηλώσεις στελεχών του και εκδρομές σε ακριτικά νησιά παρουσία βουλευτών της ΧΑ. Και να κατηγορεί συνεχώς τη ΔηΣυ ότι συμπλέει με τη ΝΔ, την οποία αποκαλεί ακροδεξιά, και να της κάνει αυστηρές συστάσεις, προσφάτως, για την μελλοντική πορεία της και τις συνεργασίες που θα επιλέξει στο μελλον. Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό, από τη μεριά της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, να θέλει να στείλει ένα σαφές μήνυμα στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ για την επιλογή του εταίρου του.

Από την πλευρά της ΝΔ το πράγμα είναι ελαφρώς διαφορετικό, κυρίως επειδή υπάρχει η έντονη υποψία πως τη συγκεκριμένη τροπολογία θα την καταψήφιζε και για την ουσία της. Το μήνυμα όμως αφορά και πάλι την συγκυβέρνηση. Η απόφαση αυτή είναι μια απάντηση στο πως περιέγραψε τις θέσεις της ΝΔ και των ΑΝΕΛ στο πολιτικό φάσμα ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ. Αν η ΝΔ είναι ακροδεξιά και οι ΑΝΕΛ κεντροδεξιά τότε δεν έχει κανένα πολιτικό λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ να επιθυμεί διαμόρφωση πλειοψηφίας σε νομοθέτημα που είναι «θέμα αρχών» με τη ΝΔ και μιας και έχει τόσο καλή σχέση με τον «κεντρώο» εταίρο του θα μπορούν ασφαλώς να τα βρουν σε τόσο καίρια ζητήματα. Επιπλέον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει κανένα λόγο να βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να ρεφάρει στην ατζέντα του αναπληρώνοντας τις χαμένες, από την πλειοψηφία, ψήφους του κόμματος του κ. Καμμένου που σχεδόν καθημερινά βρίζει την πρώην πολιτική στέγη του και τα στελέχη της. Η ΚΟ της ΝΔ μπορεί να μην έχει υπερψηφίσει στο σύνολο της δικαιωματικά νομοσχέδια, βουλευτές της όμως έχουν δώσει ψήφο στο σύμφωνο συμβίωσης και έχει υπερψηφίσει τροπολογίες και άρθρα νομοθετημάτων. Επίσης έχει υπερψηφίσει την επικύρωση από το ελληνικό κοινοβούλιο της κυνικότατης και καθόλου «δικαιωματικής» συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, στην οποία αντέδρασαν μόνο δυο βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ.

Κι επειδή είναι καλό να μην ξεχνάμε τη «γενναιοδωρία» με την οποία έχει υποδεχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε ψήφο που του έρχεται από την αντιπολίτευση, ας θυμηθούμε όλες τις φορές που ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, βουλευτές και στελέχη, έχουν «χτυπήσει» στα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι αφού όλοι μαζί ψηφίσαν το μνημόνιο ΙΙΙ, δεν νομιμοποιούνται να διαφωνούν σε μέτρα που η κυβέρνηση διαπραγματεύεται και συμφωνεί με την «επιτροπεία».

Είναι κατανοητή λοιπόν η θέση των κομμάτων. Είναι όμως και προβληματικό να γίνει, τελικά, αυτό κανόνας. Καταρχάς είναι ελαφρώς άκομψο να προκαταβάλλεται η ψήφος των βουλευτών μιας και στο κοινοβούλιο βρίσκονται ως μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας, αιρετά απευθείας από τον λαό, και όχι ως κομματικά στελέχη. Στην πράξη όλοι γνωρίζουμε την έννοια της κομματικής πειθαρχίας, αλλά έστω και για το τυπικό του πράγματος θα μπορούσε να μην είχε προδιαγραφεί η ψήφος όλης της ΚΟ σε άγνωστα μελλοντικά νομοσχέδια με μια απλή ανακοίνωση. Οι τύποι για τα αστικά κόμματα εμπεριέχουν ουσία και πάντοτε βρίσκονται τρόποι κι οι τύποι… τύποις να παρακάμπτονται. Κι αν αυτό μοιάζει με υπερβολική ευαισθησία – που είναι - υπάρχει και κάτι ακόμη. Τα κόμματα είναι φορείς αρχών οι οποίες δεν μπορεί να ετεροπροσδιορίζονται, ακόμη κι αν ο αντίπαλος πράττει το ίδιο ή αν προκαλεί συνεχώς άλλους να τον μιμηθούν. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πρωτίστως ζήτημα αρχών και είναι το είδος εκείνο των πολιτικών που επιβάλλεται μονάχα από τα πάνω προς τα κάτω. Μπορεί δηλαδή, για να αναφερθώ σε ένα επικείμενο νομοσχέδιο, για ένα κόμμα η ταυτότητα φύλου να μην είναι ένα θέμα που μεταφράζεται σε πολλές ψήφους, ωστόσο στις δυτικές δημοκρατίες είθισται τα κόμματα να λειτουργούν και λίγο παραδειγματικά.  Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως πως η ΝΔ θα πρέπει να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο αν δεν το πιστεύει. Σημαίνει όμως ότι θα κριθεί για την ψήφο της επί του ζητήματος και μόνο, στο πεδίο της νομοθέτησης, της Βουλής, πρακτικά δεν πρόκειται να διαχωριστεί η θέση από την ψήφο.

Τα παραπάνω βέβαια δεν είναι ασυλία για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κάθε άλλο μάλιστα. Γιατί και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ κάποτε συγκυβέρνησαν και μάλιστα τη μια είχαν μαζί τους και το ΛΑ.ΟΣ. αλλά τις αποφάσεις των κυβερνήσεων αυτών, τις καλές και τις κακές, τις πιστώθηκαν και τις χρεώθηκαν τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτές και μόνο. Ας λειτουργήσει λοιπόν αυτή η απόφαση ή «απειλή» ως αφορμή για να επικρατήσει και πάλι η φυσιολογική τάξη των πραγμάτων και η πλειοψηφία να είναι μια, μαζί και στα εύκολα, μαζί και στα δύσκολα, ακόμη κι αν μια μέρα δεν θες ούτε να βλέπεις τα μούτρα του άλλου, σαν τον γάμο δηλαδή. Αφού οι δυο εταίροι είναι τόσο καλά κι αγαπημένοι μαζί τότε ήρθε η ωρα να μοιραστούν όλες τις ευθύνες, όχι μόνο τα μνημόνια και τα ξεπουλήματα που κάποτε τους προκαλούσαν ομαδικά ξεσπάσματα οργής. Όπως χέρι-χέρι έκαναν το μεγάλο βήμα στην αγκαλιά της τρόικας, έτσι, μαζί, όπως κατάφεραν κι άλλα κόμματα να το πράξουν πριν από αυτούς, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν και τις υπόλοιπες ανηφοριές της κυβερνητικής τους θητείας, να αγκαλιάσουν τους Θρακιώτες που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, τους ανθρώπους που νιώθουν άλλο φύλο από αυτό που γράφει το πιστοποιητικό γεννήσεως. Αλέξη Τσίπρα, μπορείς, μπορείς να πεις στον Πάνο να πάρει την απόφαση πως τώρα είστε κυβέρνηση και θα τα πίνετε όλα τα πικρά ποτήρια μαζί. Εν ανάγκη θύμισε του τον Απόστολο Παύλο που μας δίδαξε ότι ο γάμος είναι μέγα μυστήριο κι η αγάπη δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δεν κοιτάει το συμφέρον της και πάντα υπομένει. Αν κι αυτό αποτύχει τότε υπάρχει πρόβλημα στο οποίο δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε.