Κάπου ανάμεσα στις δηλώσεις αλληλεγγύης και στήριξης των ελληνογαλλικών μπίζνες, στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, στην Καθημερινή κρύφτηκε κι η πονηρή λεξούλα «άμυνα», ένα θέμα που πολιτικά, εσωτερικά, απασχόλησε τον Μακρόν από τις πρώτες μέρες της προεδρίας του ενώ, σε ευρωπαικό επίπεδο, συζητείται εδώ και χρόνια αν κι ορισμένες πολύ πρόσφατες εξελίξεις το έβαλαν πολύ ψηλά στην κοινοτική ατζέντα.

Όπως υπενθύμισε ο Γάλλος πρόεδρος, η Ελλάδα είναι «πελάτισσα» των γαλλικών αμυντικών βιομηχανιών κι ο Μακρόν έχει κάθε λόγο να θέλει η σχέση αυτή να συνεχιστεί - εξάλλου η χώρα μας, μπορεί να έχει σταματήσει τις μεγάλες παραγγελίες λόγω κρίσης αλλά συνεχίζει να εξοπλίζεται κατά τις ανάγκες της και τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ κι έχει εκδηλώσει, μεταξύ άλλων, το ενδιαφέρον της να αναβαθμίσει τον στόλο της πολεμικής αεροπορίας της. Ωστόσο η πρώτη ανάγνωση της αναφοράς Μακρόν στην ανάγκη η Ελλάδα να επιλέξει εξοπλισμούς από την ευρωπαική αγορά, οτί δηλαδή μας λέει να πάρουμε γαλλικά όπλα, δεν είναι επαρκής. Το παρασκήνιο της σχετικής συζήτησης είναι αρκετά πιο σύνθετο κι ενδιαφέρον.

Στις 28 Μαίου, σε μια ομιλία της στο Μόναχο, η πάντοτε προσεκτική καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, πέταξε μια μικρή «βόμβα» αναφερόμενη στην σύνοδο G7 στην Ταορμίνα, από την οποία είχε μόλις επιστρέψει. Ήταν η πρώτη σύνοδος με το Ντόναλντ Τράμπ στην αμερικανική προεδρία κι είχε, βεβαίως, προηγηθεί η απόφαση του Brexit. «Η εποχή που μπορούσαμε πλήρως να βασιστούμε πάνω στους άλλους έχει παρέλθει, αυτό συμπέρανα το προηγούμενο τριήμερο» είπε και πρόσθεσε «οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας». Η φράση της σχολιάστηκε κι αναλύθηκε, περισσότερο για την έντονη διατύπωση κι όχι για την ουσία της διαπίστωσης. Πέρα από την γενική ανασφάλεια που προκάλεσε η εκλογή Τραμπ, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχασε χρόνο κατηγορώντας την Ευρώπη οτι δεν συνεισφέρει αρκετά στο ΝΑΤΟ ενώ, ειδικά για τη Γερμανία, επεφύλαξε την...εύγλωττη κατηγορία οτί είναι «πολύ κακιά». Η αντίδραση της Μέρκελ οδήγησε μερικούς αναλυτές σε έναν ιστορικό παραλληλισμό και μια ανάλογη αντίδραση ενός Χριστιανοδημοκράτη. Το 1956, στο μέσο της κρίσης του Σουέζ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Γκι Μολέ ενημερώνεται τηλεφωνικά απο τον Βρετανό ομόλογο του, Άντονι Ίντεν, για την ακύρωση, μετά από αμερικανική πίεση, επιχείρησης στο Σουέζ. Ο Μολέ ενημέρωσε τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος φέρεται να αντέδρασε λέγοντας του «ας είναι η ενωμένη Ευρώπη η εκδίκηση μας».

Μια κοινή ευρωπαική άμυνα θα είναι, προφανώς, ένα σοβαρό βήμα για την ευρωπαική ολοκλήρωση κι η αποχώρηση της μονίμως αρνητικής Βρετανίας πιθανόν να τη διευκολύνει. Η επικεφαλής της ευρωπαικής διπλωματίας, Φεντερίκα Μογκερίνι, κάνει συνεχώς αισιόδοξες δηλώσεις και ζητά επιμόνως τολμηρότερες αποφάσεις, όπως, για παράδειγμα, την έγκριση των προτάσεων της Κομισιόν για δυνάμεις ταχείας επέμβασης και αυτόνομες ευρωπαικές επιχειρήσεις, κυρίως αντιτρομοκρατικές, για ευρωπαικές ναυτικές αποστολές και για συνεργασία στους τομείς του κυβερνοεγκλήματος και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Οι υποστηρικτές της ενοποίησης όμως τονίζουν και μια ακόμη διάσταση, αυτή της ενίσχυσης της ευρωπαικής οικονομίας μιας και θεωρούν οτί θα καθιστούσε, ιδανικά, τις ευρωπαικές αμυντικές βιομηχανίες ανταγωνιστικότερες σε σχέση με τους αμερικανικούς κολοσσούς. Η ιδιαιτερότητα άλλωστε των αμυντικών βιομηχανιών είναι οτί, ενώ είναι ιδιωτικές, δεν λειτουργούν με τους απλούς όρους μιας οποιασδήποτε εταιρίας που παράγει τεχνολογία και προιόντα μαζικής αγοράς. Οι αμερικανικές βιομηχανίες λοιπόν έχουν το απλό προτέρημα οτί πουλάνε σε μια μεγαλύτερη, γεωγραφικά, πληθυσμιακά κλπ, αγορά και εκεί δημιουργούν τεχνολογία η οποία όπως εν μέρει χρηματοδοτείται από την αμερικανική οικονομία, έτσι, στη συνέχεια, επιστρέφει σε αυτή ως κέρδος κι ως ανταγωνιστικό προιόν και προσόν. Στην κατεύθυνση αυτή άλλωστε κινείται ήδη η Κομισιόν. Η επίτροπος βιομηχανίας, Ελζμπιέτα Μπιενκόφσκα, ανακοίνωσε τον Ιούνιο την ενίσχυση του πρώτου κοινοτικού προγράμματος έρευνας τεχνολογίας άμυνας με 500 εκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2019-2020, με την δυνατότητα αυτό να φτάσει το 1,5 δις ως το 2021. Για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα θα απαιτείται κατάθεση πρότασης από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη και τρεις εταιρείες και έγκριση της από το ευρωκοινοβούλιο.

Σε αυτό το περιβάλλον και υπό αυτές τις εξελίξεις μίλησε για «πλήρη ένταξη της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ευρώπης της Άμυνας» ο Μακρόν και αυτό είναι ένα από τα πεδία στα οποία θα επιδιώξουν συμμαχίες η Γαλλία κι η Γερμανία, που φαίνεται πως κινούνται από κοινού προς ώρας και επι της αρχής. Ωστόσο, σε μια ένωση χωρών με διαφορετικά συμφέροντα το πρότζεκτ της κοινής άμυνας μοιάζει υπερβολικά αισιόδοξο. Ακόμη όμως κι αν αυτό οδηγήσει την ΕΕ σε μια κατάσταση δύο ή πολλαπλών ταχυτήτων, ο Μακρόν με τις δηλώσεις του μας λέει οτί η Ελλάδα, μια μικρή χώρα που αντιμετωπίζει χρόνιες προκλήσεις στο θέμα της ασφάλειας (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για τις αμυντικές δαπάνες της), έχει κάθε λόγο να προετοιμάζεται για το με ποιους θα πρέπει να πάει, ποιους θα πρέπει να αφήσει και τι θα της κοστίσει.