Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια. Ημουν νεαρός δημοσιογράφος και φυσικά τον προσέγγισα με τον δέοντα σεβασμό. Δυναμικός, ψηλός, ευθυτενής, που επιβάλλεται κατ’ αρχάς με τη φυσική του παρουσία, και πάνω απ’ όλα πληθωρικός.

Τον θυμάμαι στο γραφείο του υπουργού Επικρατείας, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, να συζητάμε συχνά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση, ιδίως λόγω της ισχνής πλειοψηφίας στη Βουλή. Σε μια άλλη περίπτωση, πάλι στο ίδιο γραφείο, έγινα αυτήκοος μάρτυρας τηλεφωνικής επικοινωνίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Μιλούσαν για το Μέγαρο Μουσικής που θα άνοιγε σε λίγο τις πύλες του, ενοχλημένοι με τον Χρήστο Λαμπράκη, και είπαν πολλά τα οποία δεν ήταν και τόσο τιμητικά για τον ιδρυτή του Μεγάρου.

Αργότερα, όταν έγινα εκπρόσωπος Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη συνέχεια υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή, οι συζητήσεις μας ήταν εξίσου συχνές και ενδιαφέρουσες για μια σειρά πολλών θεμάτων. Ερχόταν δε συχνά στο Μέγαρο Μαξίμου και συνομιλούσε με τον Κώστα Καραμανλή, ή καθόμασταν οι τρεις μας συζητώντας πάντα τα των πολιτικών εξελίξεων, για τις οποίες ποτέ δεν έχασε το ενδιαφέρον του.

Οπως κάθε δημιουργός, και μάλιστα σπουδαίος δημιουργός, έχει σίγουρα ιδιομορφίες, οι οποίες γίνονται αποδεκτές ως σύμφυτες με τις μεγάλες προσωπικότητες. Τέτοιες μπορεί να είναι οι συναισθηματικού τύπου εξάρσεις που τον οδηγούσαν σε τοποθετήσεις καμιά φορά ακραίες. Ποιος θα περίμενε, για παράδειγμα, ότι ο Μίκης του Δεκέμβρη του ’44, των εξοριών, της αντιστασιακής δράσης στη χούντα, της επαναστατικής Αριστεράς, θα γινόταν υπουργός της Νέας Δημοκρατίας, αποδεικνύοντας έτσι το πόσο ελεύθερο πνεύμα είναι.

Οταν ο γιος μου τον ανακάλυψε μέσα από μια ογκώδη βιογραφία και την πρωτοποριακή μουσική του σύνθεση τόσο σε κλασικά όσο και σε λαϊκά έργα, τον πήρα από το χέρι και πήγαμε στο σπίτι του για να τον γνωρίσει. Μείναμε σχεδόν τρεις ώρες. Και οι τρεις γεμάτες ωραίες διηγήσεις, ανέκδοτες ιστορίες, κρίσεις για πρόσωπα και καταστάσεις. Φεύγοντας θυμάμαι πως είπα στον γιο μου, που τότε ήταν στην εφηβεία, ότι τον Μίκη δεν τον κρίνει κανείς όπως όλους τους κοινούς θνητούς. Είναι κάτι πάνω και πέρα από τα όρια των άλλων. Τον Μίκη τον κρίνει η Ιστορία η οποία δεν γράφεται από τους συγκαιρινούς μιας προσωπικότητας, αλλά από τις επόμενες γενιές. Παρακολουθώντας αυτές τις ημέρες τις επιθέσεις που δέχθηκε για τη συμμετοχή του στο συλλαλητήριο της Αθήνας για το ζήτημα των Σκοπίων, ενοχλήθηκα με αυτούς που τον κατηγόρησαν έτσι ελαφρά τη καρδία, ή τον ειρωνεύτηκαν βάζοντας κάπου σε παρένθεση την ηλικία του και υπαινισσόμενοι ότι η δράση του υπόκειται στους νόμους του γήρατος.

Δεν θα ασχοληθώ με εκείνους που νομίζουν ότι είναι πολιτικοί αντίπαλοι του Μίκη και του έκαναν κριτική από τα αριστερά. Αν βεβαίως υπάρχει αυτήν τη στιγμή κάποιος που μπορεί να κάνει κριτική, ειδικά από τα αριστερά, στον Μίκη. Θα αναφερθώ μόνο σε κάποιους αρθρογράφους οι οποίοι τον λοιδόρησαν. Τα γραπτά μένουν και θυμίζουν γκάφες παλαιότερων σπουδαίων δημοσιογράφων, όπως ο Χουρμούζιος -κάτι σαν επί γης θεός της δημοσιογραφίας στην εποχή του- ο οποίος είχε κρίνει απαξιωτικά την ποίηση τόσο του Εγγονόπουλου όσο και του Σεφέρη.
Ας σκεφθούν οι επικριτές του Μίκη ότι θα τους διαβάζουν, έστω κάποιοι λίγοι, μερικές δεκαετίες αργότερα και βέβαια δεν θα χαμογελούν με τις απόψεις του Θεοδωράκη, αλλά με τους αρθρογράφους. Οπως ακριβώς κανείς δεν κατηγορεί τον Τσώρτσιλ που άλλαξε τρεις φορές κόμματα, γιατί η προσωπικότητά του ξεπέρασε τα πάντα και σκέπασε κάθε αρνητική κριτική.