Θυµάστε εκείνη την ιστορία που µας µάθαιναν στο σχολείο και αφορούσε τον εξοστρακισµό από την πόλη των Αθηνών όσων επιφανών οι πολίτες θεωρούσαν επικίνδυνους; Θυµάστε τον αγράµµατο Αθηναίο που ζήτησε από τον ίδιο τον Αριστείδη να τον βοηθήσει να γράψει επάνω στο όστρακο του εξοστρακισµού το όνοµα «Αριστείδης»; Κι όταν ο τελευταίος, χωρίς να αποκαλύψει ποιος είναι, τον ρώτησε «γιατί θέλεις να διώξεις τον Αριστείδη από την πόλη;» ο Αθηναίος συµπολίτης τού απάντησε το γραφικό, αλλά τόσο ελληνικό «γιατί βαρέθηκα να ακούω ότι είναι δίκαιος».

Αργότερα ο µύθος ήθελε τον Ελληνα προσευχόµενο ή απλώς ευχόµενο «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονά του», έτσι, από φθόνο και χωρίς άλλο λόγο. Τώρα άκουσα πως η µετεξέλιξη της «ευχής» είναι «να ψοφήσει ο γείτονας, για να του πάρουµε την κατσίκα»…

Αυτά τα ωραία συµβαίνουν από αρχαιότητας µέχρι τις ηµέρες µας.

Παρακολουθούσα αυτές τις ηµέρες µε αφορµή την 25η Μαρτίου την εξαιρετική εκποµπή του Χρίστου Βασιλόπουλου «Μηχανή του χρόνου». Παρουσίασε σειρά ντοκιµαντέρ µε τους Ελληνες πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821 και την πορεία της ζωής τους µετά. Ο Κολοκοτρώνης φυλακή, ο Νικηταράς φυλακή και µετά ζητιάνος, ο Καραϊσκάκης φυλακή και εν συνεχεία δολοφονηµένος µέσα σε αυτήν, η Μπουµπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους µε κακό τέλος, απαξίωσης, φτώχειας και λοιδορίας.

Τελικά, είµαστε µια χώρα στην οποίαν ουδείς έµεινε ατιµώρητος για την προσφορά του. Η φιλοκατηγορία, η ζήλια, η υποτίµηση του άλλου, τα κρυφά χαµόγελα πίσω από τα µουστάκια όσων διαθέτουν και το πονηρό βλέµµα των υπολοίπων εστιάζουν σε ένα από τα πλέον δηµοφιλή χαρακτηριστικά της φυλής µας. Εύκολα κατηγορούµε τον αντίπαλο χωρίς να έχουµε στοιχεία. Μόνο και µόνο γιατί αυτό εξυπηρετεί τον σκοπό µας ή συνηθέστερα τις σκοπιµότητές µας. Αυτές τις ηµέρες ξαναβγήκε για πολλοστή φορά τους τελευταίους 26 (! ναι, είκοσι έξι) µήνες η υπόθεση της Νοβάρτις. Αυτονόητο πως κάθε υπόθεση θα πρέπει να ελέγχεται από τη ∆ικαιοσύνη και κάθε αρµόδιο θεσµό της Πολιτείας, τουτέστιν εξεταστικές ή προανακριτικές επιτροπές της Βουλής, όταν πρόκειται για θέµατα που αφορούν πολιτικά πρόσωπα. Οµως πριν καλά-καλά βγει το πόρισµα, µε το οποίο -προσέξτε- δεν καταδικάζεται κάποιος πολιτικός, αλλά ζητείται η περαιτέρω διερεύνηση από τη Βουλή, ακριβώς γιατί έτσι προβλέπεται από το Σύνταγµα και τους νόµους, άρχισαν τα όργανα της αντιπαράθεσης.

∆ιαβάζω σε φιλοκυβερνητικές εφηµερίδες ή ακούω στα φιλοκυβερνητικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα διαρκή κηρύγµατα εναντίον αυτών που «έφαγαν τα λεφτά του λαού», που «µάζεψαν χρήµατα στα µαύρα ταµεία των κοµµάτων τους», που «εγκληµάτησαν στις πλάτες του λαού». Ολα αυτά τα ποµπώδη τα έχουµε ξανακούσει. Τα έχουµε ξαναζήσει σε πολλές περιπτώσεις και επί πολλά χρόνια, καθώς η εύκολη κατηγορία και η ταχύτητα υιοθέτησης των κάθε λογής κατηγοριών υπερβαίνει αυτήν του φωτός. Εξ ου και µάλλον τελικώς πέπλο σκότους παρά λάµψη αλήθειας διαπερνά τις υποθέσεις που ως φωτοβολίδες ρίχνονται στον ούτως ή άλλως νεφελώδη ουρανό της πολιτικής µας ζωής.

Πλησιάζουν εκλογές, αλλά πριν από 26 µήνες ο πρωθυπουργός πρώτος µίλησε για «µαύρα χρήµατα της Νοβάρτις, που πήγαν στα ταµεία των δύο κοµµάτων που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία σαράντα χρόνια». Ο επικεφαλής έβγαλε πόρισµα, δίκασε και καταδίκασε πριν καν η ∆ικαιοσύνη αρχίσει την έρευνά της. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν σήµερα οι «γνωστοί ιθαγενείς, της “Αυριανής” οι τρωγλοδύτες», που τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος, να επιχαίρουν και να ζητούν την κεφαλή των αντιπάλων καρφωµένη σε καλάµια στα τείχη της πόλεως, για να παραδειγµατίζονται όλοι. Το τεκµήριο της αθωότητας είναι απλώς µια λέξη ξεχασµένη από Συντάγµατα, νόµους και άλλες διαφωτιστικές «ανοησίες», που η ερεβώδης Αριστερά µας δεν θέλει να θυµάται. Και αίφνης, µέσα στην αθλιότητα των ηµερών, ένας πατέρας µε µακριά µαλλιά και γένια, ένδειξη µεγάλου πένθους στην πατρίδα του την Κρήτη, ο πατέρας του άτυχου φοιτητή Γιακουµάκη, ο οποίος λοιδορήθηκε από συµφοιτητές του στα Γιάννενα και οδηγήθηκε στον θάνατο εξ αυτών των αθλιοτήτων, προσερχόµενος στο δικαστήριο, δήλωσε µε σεµνότητα που σπανίζει: «Εγώ δεν ήρθα να καταδικάσω. Θέλω την αλήθεια από το δικαστήριο». Αυτός που έχασε το παιδί του δεν έχει καταδικάσει κανέναν, αλλά περιµένει στωικά τη ∆ικαιοσύνη να πράξει το έργο της. Πόσο σπουδαίο µάθηµα για τους αλαλάζοντες «δολοφόνους ψυχών και υπολήψεων», που καταδίκασαν τους αντιπάλους τους πριν καν αυτοί καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουµένου.