Έχουμε δύο περιστατικά εδώ και έξω. Και τα δύο συγκλονιστικά δεδομένου ότι χάθηκαν ανθρώπινες ζωές. Και στα δύο, εκτός από τα αθώα θύματα, είχαμε πρωταγωνιστές αστυνομικούς. Το εγχώριο συμβάν αφορά βεβαίως το πρόσφατο περιστατικό της δολοφονίας της 28χρονης από τον σύντροφό της έξω από το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων, όπου είχε καταφύγει για να ζητήσει βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν της δόθηκε, και έτσι η κατάληξη ήταν μοιραία για την κοπέλα. Το άλλο περιστατικό συνέβη χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο μας, στο Σίδνεϊ, όπου κάποιος μανιακός μαχαίρωσε μέχρι θανάτου 6 άτομα και τραυμάτισε ένα μωρό, μέχρι που παρενέβη μία αστυνομικός και έτσι δεν υπήρξαν άλλα θύματα. Πώς παρενέβη; Επιχείρησε να τη μαχαιρώσει και αυτήν κι εκείνη τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.

Εκτός από τη σύγκριση των δύο περιστατικών, όπου στο ένα καταγράφεται μία ασύγγνωστη αδράνεια και στο άλλο μία αποφασιστική αστυνομική παρέμβαση, προκύπτει και ένα άλλο στοιχείο προς προβληματισμό. Στην περίπτωση της αστυνομικού στο Σίδνεϊ, που σκότωσε τον δολοφόνο, αυτή πήρε τα εύσημα από τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας. Το ερώτημα είναι: αν σε μία ανάλογη περίπτωση πυροβολούσε Έλληνας αστυνομικός, λ.χ. στην περίπτωση των Αγίων Αναργύρων, μήπως θα περνούσε από Ένορκη Διοικητική Εξέταση και στη συνέχεια τιμωρείτο;

Αυτή η εικασία βεβαίως δεν ακυρώνει τα όσα απαράδεκτα συνέβησαν στο ελληνικό αστυνομικό τμήμα, πλην όμως αποτελούν βάσει της μέχρι σήμερα εμπειρίας μία ελληνική πραγματικότητα. Ασφαλώς και υπάρχουν περιπτώσεις που η Ελληνική Αστυνομία εμφανίζει κάποιες αδυναμίες στο να φέρει σε πέρας το έργο που της έχει ανατεθεί. Όμως υπάρχει αιτία γι’ αυτό. Η πρώτη αιτία είναι η ελλιπής εκπαίδευση την οποίαν λαμβάνουν σε σχέση με την εκπαίδευση των στελεχών άλλων αστυνομιών. Μία δεύτερη αιτία είναι η μη επιλογή των καταλληλότερων για τον συγκεκριμένο ρόλο του αστυνομικού, με αποτέλεσμα να εισέρχονται στην Αστυνομία και άτομα τα οποία δεν κοσμούν το σώμα. Υπηρετούν μέχρι και υπόδικοι, όπως αποκαλύφτηκε.

Μία τρίτη αιτία υπήρξε, στο παρελθόν τουλάχιστον, η κομματικοποίηση και των Σωμάτων Ασφαλείας, με αποτέλεσμα, να εκδιώκονται ή να μένουν στάσιμοι οι ικανοί και να προωθούνται οι «ημέτεροι» ανεξαρτήτως ικανότητος. Τέταρτον, δεν πρέπει να περνάει απαρατήρητο ότι σε βάρος των αστυνομικών έχει καλλιεργηθεί μία αρνητική ψυχολογία, η οποία δρα ανασταλτικά στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Όταν λ.χ. γνωρίζει ο αστυνομικός ότι αν κακομεταχειρισθεί ή χρησιμοποιήσει το όπλο του σε βάρος ενός κακοποιού θα υποστεί κυρώσεις και ενδεχομένως και να διαπομπευθεί -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σημειώνονται και καταχρήσεις εξουσίας-, τότε είναι φυσικό το αστυνομικό όργανο να δείχνει απροθυμία στην εκτέλεση των καθηκόντων του, αφού ξέρει ότι «μπορεί να βρει και τον μπελά του».

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή