Η έννοια ως δοµική πολιτική στρατηγική έχει παρελθόν. Αρχικά τη διατύπωσε ως κεντρική πολιτική η Κεντροδεξιά επί εποχής Κώστα Καραµανλή, όταν αυτός ήταν αρχικά πρόεδρος του κόµµατος και στη συνέχεια για µια πενταετία (2004-2009) πρωθυπουργός. Ο κ. Καραµανλής, ένας έντιµος και µε ισχυρές πεποιθήσεις πολιτικός, δεν κατόρθωσε να εξελίξει το κράτος πέραν από τις προδιαγραφές του προηγούµενου πρωθυπουργού, του προερχόµενου από την Κεντροαριστερά, Κώστα Σηµίτη, που είχε κυβερνήσει µάλιστα οκτώ χρόνια (1996-2004) τη χώρα επιχειρώντας έναν εις βάθος εκσυγχρονισµό στο µοντέλο της γερµανικής διοίκησης και της ενσωµάτωσης σε µια οµόσπονδη Ευρώπη, που ως γνωστόν δεν προέκυψε ποτέ. Απέτυχαν και οι δύο, ενώ ακολούθησε η διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία Γιώργου Παπανδρέου, επί των ηµερών του οποίου τελικά η Ελλάδα κατέρρευσε και χρεοκόπησε δηµοσιονοµικά πληρώνοντας όλες τις εκτροπές και τον κοµµατικό λαϊκισµό, από τη δεκαετία του 1980 ακόµη. Εξερχόµενοι από τα µνηµόνια εποπτείας και «χειραγώγησης» των στρατηγικών αποφάσεων της ελληνικής διοίκησης στο τέλος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αν µιλούσε κάποιος για επανίδρυση του κράτους θα ακουγόταν περισσότερο ως ανέκδοτο παρά ως προσδοκία και σύνθηµα. Και αυτό γιατί; Η επανίδρυση του κράτους συνδέεται µε την επανεκκίνηση της κοινωνίας. Η πραγµατικότητα της διάθρωσης του κράτους δεν είναι ορφανή από τον συντονισµό και τα αιτήµατα -τα «πρέπει» και τα «ίσως»- της κοινωνικής συγκρότησης. Η Ελλάδα δεν βγήκε µεταµνηµονιακά από έναν πόλεµο, όπου η ανοικοδόµηση µιας χώρας σχετίζεται µε την πλήρη καταστροφή των υποδοµών και των πηγών εισοδήµατος. Για τον λόγο αυτό οι εθισµένοι Έλληνες στο εύκολο κέρδος, τον κοµµατικό πατερναλισµό, τη φαντασίωση µιας δοτής ευηµερίας, δεν ήταν δυνατόν να δώσουν εχέγγυα σε µια τέτοια απαιτητική στρατηγική σε βάθος χρόνου, που προαπαιτεί τη σταθερή συναίνεση επί του σκοπού, της µορφής και της αναγκαιότητας ενός συγκεκριµένου επόµενου κράτους. Επίσης, για να γίνει λόγος περί επανίδρυσης του κράτους, θα πρέπει να ορισθεί το κόστος του νέου κράτους, άρα να διευρυνθούν τα περιθώρια ανάπτυξης της οικονοµίας, να αυξηθεί το ΑΕΠ και να προδιαγραφεί η θεωρία για τον χαρακτήρα της προοπτικής της χώρας. Όλα αυτά δεν είναι καθόλου απλό να προκύψουν. Και πολύ περισσότερο η επανίδρυση του κράτους ως µια τελική κατάσταση. Είναι τερµατικός σταθµός και όχι µεσαίος σταθµός στη διαδροµή. Για να µην αποτελεί απλώς µεγαλοστοµία ή πολιτικό σύνθηµα, χρειάζονται δυο και τρεις τετραετίες διακυβέρνησης, για να ξεκινήσει και να σταθεροποιηθούν οι βάσεις του, και άλλες τόσες για να εξελιχθεί και έτι περαιτέρω χρόνο για να εµπεδωθεί. Άρα δεν µιλάµε για το έργο µιας διακυβέρνησης ή δύο, αλλά για ένα εθνικό και κοινωνικό όραµα συλλογικό µακράς πνοής που προαπαιτεί πολιτειακού χαρακτήρα συναίνεση.

Ο υπουργός Άµυνας, κ. ∆ένδιας, επανέφερε στη σηµαντική οµιλία του στο 15ο Συνέδριο της Νέας ∆ηµοκρατίας το όραµα της επανίδρυσης του κράτους. Αυτή όµως έχει ξεκινήσει και ο µόνος ρεαλιστικός τρόπος για να εξελιχθεί είναι αυτός που συµβαίνει επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο πιο λειτουργικός και βαθµηδόν δοµικός. ∆εν είναι µια εξαγγελία η επανίδρυση του κράτους, αλλά µια επίµονη και πολιτικά τραχιά, σηµαντική µεταρρυθµιστική προσπάθεια. Με λιγότερους φόρους και καλύτερους µισθούς, επενδύσεις, επιστροφή στις έννοιες της αξιολόγησης και της αποκοµµατικοποίησης της δηµόσιας διοίκησης, κατάργησης του «ρουσφετιού» και µείωσης της διαφθοράς όπως επιτυγχάνεται αρχικά µε την ψηφιοποίηση των διαδικασιών του κράτους, µε το κτηµατολόγιο και πολλές άλλες νοµοθετικές πρωτοβουλίες που ψηφίζονται και προστίθενται σε άλλες. Η επανίδρυση του κράτους δεν θα συµβεί σε κάποια στιγµή στο µέλλον. Έχει ξεκινήσει µε ταχείς ρυθµούς την τελευταία πενταετία υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη.