Το θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων μπήκε και πάλι στην προεκλογική ατζέντα, έστω από το παράθυρο μέσω του debate.

Όλα ξεκινούν από δύο φράσεις. Η μία του πρωθυπουργού που μιλώντας πολιτικά και όχι ως πολιτικός προϊστάμενος της μοναδικής Υπηρaεσίας Πληροφοριών της χώρας χαρακτήρισε την υπόθεση «σκάνδαλο» και η άλλη του επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ/ ΠΑΣΟΚ και φερόμενου ως θύματος τηλεφωνικής παρακολούθησης κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος άφησε υπόνοιες, χωρίς όμως να το διασαφηνίσει, περί ειδικών δικαστηρίων για την υπόθεση. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για μια σοβαρή συζήτηση για την ΕΥΠ, τη σημασία της λειτουργίας της ως Υπηρεσίας Πληροφοριών για τη χώρα και όχι ως δημόσιας υπηρεσίας για την έκδοση χαρτοσήμων.

Η υπόθεση των υποκλοπών χωρίζεται σε δύο σκέλη: Το ένα αφορά την ΕΥΠ και τις νομότυπες επιλογές για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου επίσημων προσώπων και το άλλο αφορά την ΕΥΠ ως εγγυητή της ασφαλείας των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων εκπροσώπων του κράτους και της πολιτείας. Ουσιαστικά ο λόγος για το κομμάτι των τηλεφωνικών υποκλοπών από το μη κρατικό, δημόσιο, ελεγχόμενο δίκτυο Predator.

Για να είναι χρήσιμη -αν και άκαιρη- μια τέτοια συζήτηση θα πρέπει να προστεθούν κάποιες παράμετροι. Μετά τη νύχτα των Ιμίων το μακρινό 1996 και την παραμονή του τότε αξιότατου διοικητή της ΕΥΠ, αξιωματικού του Ναυτικού, Βασιλακόπουλου, στον προθάλαμο της αίθουσας διαχείρισης κρίσης υπό τον πρωθυπουργό Σημίτη, παρά τις κρίσιμες πληροφορίες που είχε στο ντοσιέ του και πιο πρόσφατα την προηγούμενη δεκαετία, όταν η χώρα μπήκε υπό ξένη εντολή (λέγε με Ευρώπη) όχι μόνον σε σχέση με τα δημοσιονομικά ή οικονομικά-τραπεζικά αλλά επί του συνόλου της διαχείρισης της διακυβέρνησης και διάφοροι επώνυμοι Γερμανοί αξιωματούχοι είχαν «λευκή επιταγή» να παρεμβαίνουν παντού, οι πρωθυπουργοί δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον σύνδεσμο που θα έχουν με την ΕΥΠ.

Η Υπηρεσία Πληροφοριών εντάσσεται, ως προς την πολιτική ηγεσία της, άλλοτε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και άλλοτε στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Οι κύριοι Σαμαράς και Τσίπρας επέλεξαν την πρώτη περίπτωση, διορίζοντας ταυτόχρονα στην κορυφή της διοίκησης της ΕΥΠ πρόσωπα της εκτίμησής τους. Οι κύριοι Δαραβίλας, Ρουμπάτης. Ο κ. Μητσοτάκης ενέταξε την ΕΥΠ στο δικό του γραφείο, διορίζοντας στη διοίκηση τον κ. Κοντολέοντα και αναθέτοντας την άσκηση συντονιστικής εποπτείας στον εκτελούντα χρέη «προσωπάρχη» ή «εξ απορρήτων», σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό πρότυπο, τον κ. Δημητριάδη, με συνδρομή στα νομοθετικά από τον υπουργό Επικρατείας. κ. Γεραπετρίτη. Η δομική αυτή επιλογή Μητσοτάκη δεν σήμαινε φυσικά ότι ο πρωθυπουργός επόπτευε την καθημερινότητα των δράσεων στο εξωτερικό και το εσωτερικό της ΕΥΠ. Ούτε καν, για τους γνωρίζοντες, σήμαινε ότι ο κ. Μητσοτάκης στο πρακτικό επίπεδο είχε τακτική εβδομαδιαία για παράδειγμα ενημέρωση από τον διοικητή της ΕΥΠ.

Πάμε στην ουσία. Όταν προέκυψε το θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων από το δίκτυο Predator, η ΕΥΠ είχε ζήτημα ευθύνης. Παραιτήθηκαν ο άξιος διοικητής της σε σχέση με την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού και τη δράση ξενοκίνητων ΜΚΟ, αλλά και δικτύων τουρκικής κατασκοπείας όπως αυτό της Ρόδου και άλλων πολύ σημαντικών υποθέσεων εθνικής ασφαλείας, καθώς και ο κρίσιμος παράγων του «επιτελικού κράτους», κ. Δημητριάδης . Όχι, φυσικά, ο πρωθυπουργός της χώρας. Όσο για τον κ. Ανδρουλάκη, κάποια στιγμή θα φανούν οι λόγοι ασφαλείας, που φυσικά δεν θα αφορούν υπόθεση κατασκοπείας.

Ας κρατήσουμε κάτι για το μέλλον. Πρώτον, δεν μπορεί να επιτραπούν μνημόνια εποπτείας των υπηρεσιών ασφαλείας της Ελλάδας από τη Γερμανική (μυστική) Υπηρεσία Προστασίας του Πολιτεύματος. Δεύτερον, υποθέσεις λόμπινγκ στην ΕΕ, όπως αυτές της Καϊλή υπέρ του Κατάρ, δεν είναι ορφανές...

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 13/5