Ο αποθανών Κωνσταντίνος δεν είναι ιδιώτης, αλλά βασιλιάς. Εκπτωτος, αλλά βασιλιάς. Γεννήθηκε βασιλιάς, δεν προέκυψε ούτε µε πραξικόπηµα ούτε µε εκτροπή ούτε µε εκλογές. Από πρίγκιπας και διάδοχος του νοµίµου στέµµατος της Ελλάδας στέφθηκε βασιλιάς των Ελλήνων µετά τον θάνατο του πατέρα του, Παύλου, στις 6 Μαρτίου 1964. Υστερα από µια οργανωµένη, αλλά ατυχή προσπάθεια ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, οκτώ µήνες µετά την επιβολή της δικτατορίας, ο πλέον θεσµικός αντιστασιακός στερήθηκε των προνοµίων του και χρέη αντιβασιλείας ανατέθηκαν σε έναν στρατηγό, εκλεκτό του δικτάτορα Παπαδόπουλου και της οµάδας των πραξικοπηµατιών, που είχαν καταστεί καθεστώς. Ο νόµιµος βασιλιάς των Ελλήνων βρέθηκε διωκόµενος και εξόριστος στην Ιταλία. Μετά την τελική κατάρρευση του δεύτερου κατά σειρά στρατιωτικού καθεστώτος, µε επικεφαλής τον ∆. Ιωαννίδη και Πρόεδρο ∆ηµοκρατίας τον στρατιωτικό διοικητή Αθηνών και Αττικής την περίοδο της εξέγερσης στη Νοµική και στο Πολυτεχνείο, τον αντιστράτηγο Φαίδωνα Γκιζίκη, έγινε η µετάβαση (µε καταλύτη την εθνική καταστροφή στην Κύπρο µε τους «Αττίλες» 1 και 2, τον πρώτο επί δικτατορίας και τον δεύτερο επί δηµοκρατίας) από το στρατιωτικό καθεστώς στο πολιτικό καθεστώς, µε πρωθυπουργό τον Κ. Καραµανλή.

Τον ∆εκέµβριο του 1974 διεξήχθη δηµοψήφισµα για το πολίτευµα της Ελλάδας. Εγκυρο, αλλά όχι έγκριτο, αφού δεν επετράπη στον βάσιµα αντιστασιακό βασιλιά της Ελλάδας να επιστρέψει στη χώρα και να συµµετάσχει σε αυτό, υπερασπιζόµενος τη Βασιλευόµενη ∆ηµοκρατία έναντι της Αβασίλευτης, που κυριάρχησε. Είχαν επιστρέψει οι πολιτικοί, άνοιγε ο δρόµος για τους κοµµουνιστές του «παραπετάσµατος», που βαρύνονταν µε ποινές περί εθνικής προδοσίας, να επιστρέψουν, αλλά όχι στον νόµιµο ανώτατο άρχοντα της χώρας. Ο στρατηγός Φ. Γκιζίκης, µετά τη διεξαγωγή και την κατακύρωση του δηµοψηφίσµατος αυτού, παραιτήθηκε αυτοβούλως µε καθεστώς ασυλίας από την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας, µε επιστολή του προς τον Καραµανλή. Είχε ολοκληρώσει µε επιτυχία την αποστολή της «µετάβασης». Από τη «στρατιωτική ∆ηµοκρατία» στην πολιτική ∆ηµοκρατία…

Τα χρόνια πέρασαν. Περίπου σαράντα χρόνια µετά ο Κωνσταντίνος πέθανε, πριν από λίγα 24ωρα. Η σταθεροποιηµένη Ελληνική ∆ηµοκρατία, αφού καµία ουσιώδης απειλή δεν υπήρξε απέναντί της στις δεκαετίες που πέρασαν, επιδεικνύει σήµερα ακόµη τον φοβικό της χαρακτήρα. Αντί το πολιτικό σύστηµα της χώρας να επιδείξει µια µεγαλοπρέπεια και µια «άνεση θεσµών » απέναντι στον έκπτωτο, πλην όµως καθ’ όλα νόµιµο βασιλιά της Ελλάδας, και να αποφασίσει µια τελετή ταφής µε όλους τους τύπους και τα πρωτόκολλα που αναλογούν σε έναν πρώην αρχηγό του κράτους µας, δηµοσία δαπάνη, επέλεξε µια ταφή απλού ιδιώτη. Θα είχε πολύ χιούµορ να δούµε τη µακρά λίστα των ιδιωτών που για διάφορους λόγους, πολύ συγκεκριµένους και ορθούς, επιλέχθηκε να ταφούν δηµοσία δαπάνη.

Επίσης, υπάρχει ένα πρόβληµα που αφορά τον Κωνσταντίνο. ∆εν διαθέτει ούτε αυτός ούτε τα µέλη της οικογένειάς του ελληνικό διαβατήριο. Ο λόγος, απλός. Ως βασιλική οικογένεια δεν έχουν ατοµικά στοιχεία µε επώνυµο. Ε, και λοιπόν; Αν ήταν Κωνσταντίνος των Ελλήνων, πού θα ήταν το πρόβληµα; Ο δηµοκράτης βασιλιάς, τον οποίο αγαπούσε ο λαός όταν ανέβαινε στον θρόνο, που έφερε το χρυσό µετάλλιο στην ιστιοπλοΐα, που πήρε τόσα ρίσκα επιχειρώντας απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς των συνταγµαταρχών, που αποδέχθηκε τις συνθήκες πτώσης του από τον θρόνο, για να µην προκαλέσει εµφυλίους, πολώσεις και εθνικές συγκρούσεις, που βοήθησε τα µέγιστα στην ένδοξη στιγµή των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004, που εξέφρασε έναν καθ’ όλα αξιοσέβαστο πολιτισµό µε την upper αστική και εθνικά «στέρεη» συµπεριφορά του;

Οι σηµερινοί, νεότερης γενιάς, πολιτικοί κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ακόµα και οι κοµµουνιστές της ελάσσονος αντιπολίτευσης, δεν φέρουν πολιτική ευθύνη ούτε έχουν προσωπική εµπλοκή στα όσα συνέβησαν τις δεκαετίες των 1960, 1970, 1980. Εχουν όµως την ευθύνη για το πώς θα ανασυγκροτήσουµε τη χώρα, το κράτος, τη µόρφωσή µας, τις δοµές και τους θεσµούς µας, την αστική µας ευθύνη στην ανασύνταξη για την Ελλάδα του 2030. Με τη φοβική, ανεύθυνη ∆ηµοκρατία της δεκαετίας του 1970; Στη βάση της κουλτούρας του... ταγαριού τού τότε; Τα «ταγάρια» στη συνέχεια ντύθηκαν µε πανάκριβα κοστούµια και ταγέρ, έχτισαν ανάκτορα, στα οποία στην ουσία δεν ήξεραν καν να περπατήσουν, κλέβοντας τον κρατικό προϋπολογισµό και τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις για την ανασυγκρότηση της χώρας.

Το πολιτικό σύστηµα της Μεταπολίτευσης οδήγησε τη χώρα, 35 χρόνια µετά την αφετηρία του, στη χρεοκοπία, στο «πλιάτσικο» των µνηµονίων, στην ισοπέδωση των δικαιωµάτων των πολιτών. Παιδιά χωρίς γλώσσα, χωρίς λάµψη, χωρίς κουλτούρα, χωρίς αυτοπεποίθηση γυρίζουν στους δρόµους της Ελλάδας, χωρίς ταυτότητα και χωρίς τάξη, ακούγοντας τραπ, έχοντας ως όνειρα να γίνουν µάγειρες, followers ή «άστεγοι», για να πάρουν την επιδότηση των 200 ή 300 ευρώ. Το «ταγάρι» των δεκαετιών του 1970 και του 1980 δεν µας πήγε µακριά. Ούτε η «ανεύθυνη» Αριστερά των πράσινων κοµισάριων, των συνδικαλιστών, των εγκάθετων και των καθοδηγητών. Ούτε, φυσικά, η «συµβιβασµένη» ∆εξιά µε τους αµοραλιστές. Η Ελλάδα βρίσκεται σε θεσµική, δοµική και συστηµική «διαφθορά». Η λύση του προβλήµατος δεν είναι ένα «προσωπικό στοίχηµα» για τον Κ. Μητσοτάκη ή τον Αλ. Τσίπρα. Το αύριο δεν µπορεί να αποκτήσει έµπνευση, λάµψη και κοσµοπολιτισµό µε τους επίτιµους πολιτικούς ή δικαστικούς που διορίζονται στην Ηρώδου Αττικού. Στο πρώην παλάτι, που «ξερνά» παρακµή και στασιµότητα. Η φοβική ∆ηµοκρατία, µε τη νοµιµοποίηση της τόσο ξεπερασµένης κουλτούρας του «ταγαριού», που τροµοκρατείται από τον νεκρό έκπτωτο βασιλιά, δεν εµπνέει αισιοδοξία και δεν δηµιουργεί κίνηση, πέρα από το σκιτσάκι στην εφηµερίδα του µακαρίτη Τεγόπουλου το 1974, µε το παιδάκι, τύπου Coppertone, που κατουρούσε το στέµµα. Ας ξεκινήσουµε από την αρχή. Από την πιο έντιµη φράση του παλαιού πολιτικού συστήµατος για όσα συνέβησαν. Το «unfair» του πατέρα του σηµερινού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 14 Ιανουαρίου 2023