Προφανώς δύο αγαθά πρέπει να σταθμίζονται σε κάθε τέτοια περίπτωση: αυτό της προστασίας της ελευθεροτυπίας και αυτό της προστασίας της προσωπικότητας. Και αυτή η στάθμιση γίνεται τελικά από τις αρμόδιες δικαστικές Αρχές, καθώς, κατόπιν μηνύσεων και αγωγών από όσους θεωρούν ότι θίγονται, επιλαμβάνονται και εφαρμόζουν τα άρθρα 361-367 του Ποινικού Κώδικα και τα άρθρα 57-59 του Αστικού Κώδικα. Η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι πλούσια και οι σταθμίσεις σε επίπεδο τόσο νομοθετικό όσο και νομολογιακό, γενικά άρτιες.

Ομως ειδικό ερώτημα γεννάται για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Η αυτόφωρη διαδικασία είναι κατ’ αρχήν διαδικασία που προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Αρθρο 417 επ.) και εφαρμόζεται σε κάθε πλημμέλημα που η τέλεσή του καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω. Εφαρμοζομένων των διατάξεων αυτών στις περιπτώσεις δημοσιογράφων, με την απλή υποβολή εγκλήσεως, ακόμη και ψευδούς ή ακόμη και κινούμενης από υπερβολική ευθιξία ή δυσανεξία στην οξεία και δυσμενή κριτική, θα κινείται η διαδικασία του αυτοφώρου κατά των δημοσιογράφων, θα κρατούνται για μία ή και περισσότερες ημέρες, για να οδηγηθούν τελικά στο δικαστήριο. Αν οι δημοσιογράφοι επανέλθουν με επικριτικό κείμενό τους, θα μπορεί να συμβεί το ίδιο

Ποια είναι η άμυνα των πολιτών απέναντι στις εγκλήσεις που θεωρούν ότι τους αδικούν; Η υποβολή αντίθετης μηνύσεως για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, που και για αυτήν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία.

«Με μηνύεις ψευδώς ότι σε προσέβαλα; Θα σε μηνύσω και εγώ ότι με κατεμήνυσες ψευδώς και όλοι στο Αυτόφωρο, όλοι στην Αστυνομία, όλοι στο κρατητήριο». Υπάρχει εδώ ισότητα των δικονομικών όπλων. Αυτή η ισότητα δεν υπάρχει στην περίπτωση των πολιτικών προσώπων. Γιατί, ακόμη και αν καταμηνυθούν για ψευδή καταμήνυση ή για συκοφαντική δυσφήμηση, προστατεύονται, αν είναι υπουργοί, από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και, αν είναι βουλευτές, από τη βουλευτική ασυλία.

Η περίπτωση του συγκεκριμένου υπουργού αποδεικνύει ακριβώς τα παραπάνω: υποβάλλει μια μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και απόπειρα εκβιάσεως κατά των δύο δημοσιογράφων, όχι στον εισαγγελέα Πρωτοδικών, όπου υποβάλλονται οι μηνύσεις, όχι στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του, αλλά στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης (ΓΑΔΑ). Συλλαμβάνονται οι δημοσιογράφοι. Η εισαγγελέας δεν ασκεί δίωξη για την εκβίαση, δηλαδή κρίνει ότι δεν υπάρχουν ούτε καν απλές ενδείξεις ενοχής για να κινήσει τη δίωξη. Οι δημοσιογράφοι είναι ανυπεράσπιστοι, αφού, ακόμη και αν τον κατεμήνυαν για ψευδή καταμήνυση, ουδεμία κύρωση, ως προς την αυτόφωρη διαδικασία, θα υφίστατο ο συγκεκριμένος υπουργός, προστατευόμενος από την ασυλία του.

Αν τώρα οι δημοσιογράφοι την ίδια ή την επόμενη ημέρα έγραφαν ένα κείμενο που έλεγε ότι «Ο υπουργός είναι ψεύτης, συκοφάντης, ότι λειτουργεί αυταρχικά, ότι έχει συμπεριφορά χουντικού», ο υπουργός θα μπορούσε εκ νέου να τους καταμηνύσει και να ξανασυλληφθούν και αυτό αενάως, και μάλιστα από ποιους; Από εκείνους που κατ’ εξοχήν πρέπει να δέχονται την κριτική των δημοσιογράφων, δηλαδή τους πολιτικούς.

Μπορεί κάποιος να αντιλέξει ότι υπάρχουν βαρύτατες προσβολές των πολιτικών από λασπολογικά, «κίτρινα» και άθλια δημοσιεύματα. Σωστό. Αλλά υπάρχουν και ασφαλιστικά μέτρα στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, για να προστατευθούν, και η ποινική διαδικασία στα διά του Τύπου τελούμενα αδικήματα είναι σχετικά ταχεία. Η αυτόφωρη διαδικασία, όταν εφαρμόζεται κατά δημοσιογράφων, πλήττει την ελευθεροτυπία. Πολύ περισσότερο όταν οι μηνυτές είναι πολιτικά πρόσωπα. Η στάθμιση εδώ πρέπει να γείρει υπέρ της προστασίας της ελευθεροτυπίας και να καταργηθεί η εφαρμογή της αυτοφώρου διαδικασίας στα συγκεκριμένα αδικήματα.