Το πρώτο αυτό αφορά το ίδιο το γεγονός του πολιτικού χώρου που καλείται να εκπροσωπεί. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν ο χώρος που στην Κατοχή εκπροσωπήθηκε από το ΕΑΜ διασπάστηκε ανάμεσα στην ΕΔΑ και το Κέντρο, αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Δημοκρατική Παράταξη», με διάφορες παραλλαγές και μορφές υπήρξε, με πλην ελάχιστων «ατυχημάτων» όπως οι εκλογές του 1958 που έφεραν την ΕΔΑ αξιωματική αντιπολίτευση, ο ένας από τους δύο μεγάλους πόλους της πολιτικής σκηνής. Η πιο μεγάλη τεκτονική αλλαγή που έφερε η περίοδος των μνημονίων στο κομματικό σύστημα ήταν η ραγδαία αποσάθρωση του χώρου αυτού, μέσα από την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.

Πλέον ο χώρος της Κεντροαριστεράς στην εκλογική γεωγραφία, δηλαδή η πιο «προοδευτική» εκδοχή του δικομματισμού καταλαμβάνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, με σχηματισμούς όπως η Δημοκρατική Συμπαράταξη ή το Ποτάμι να διεκδικούν απλώς το ρόλο του συμπληρωματικού τρίτου πόλου. Για έναν χώρο που είχε συνηθίσει να κυβερνά για μεγάλο διάστημα της πρόσφατης ιστορίας, αυτό ήταν μια κατακλυσμιαία αλλαγή. Αυτό ενισχυόταν και από το γεγονός ότι αυτός ο χώρος είχε και ηγεμονική παρουσία στα ΜΜΕ, στη διοίκηση, στα πανεπιστήμια. Ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς τα στελέχη της πάλαι ποτέ Κεντροαριστεράς να συμπεριφέρονται ως εκπρόσωποι πολύ μεγαλύτερων πραγμάτων από ό,τι πραγματικά είναι. Μια ματιά στην υπεροψία π.χ. της κ. Διαμαντοπούλου είναι αρκετά ενδεικτική ως προς αυτό.

Η υποχώρηση αυτή δεν ήταν απλώς και μόνο το συγκυριακό πολιτικό κόστος των μνημονίων. Το κυριότερο είναι ότι έχασε τη σχέση που είχε οικοδομήσει για δεκαετίες με τα κατώτερα τα πληβειακά στρώματα της κοινωνίας και είδε τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και όταν έκανε την πολιτική κωλοτούμπα του 2015 να γίνεται το κύριο κόμμα των «μη εχόντων».

Την ίδια ώρα υπάρχουν πραγματικά διλήμματα ως προς την ουσία της πολιτικής. Οι λεκτικές ακροβασίες στις οποίες επιδίδονται από τώρα οι υποψήφιοι, από τον Γ. Καμίνη που διεκδικεί να είναι και αριστερός και φιλελεύθερος, μέχρι τον Στ. Θεοδωράκη που θυμήθηκε τον… ανένδοτο, μέχρι τον διαρκή μηρυκασμό της λέξης «προοδευτικός», είναι ενδεικτικές. Κάποτε η προοδευτικότητα ενός πολιτικού ή ρεύματος μπορούσε να οριστεί με σχετική ευκολία: αναδιανομή εισοδήματος, πρόκριση του δημόσιου έναντι του αγοραίου, διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.

Ήδη από την εποχή του αλήστου μνήμης «εκσυγχρονισμού», όταν το ΠΑΣΟΚ, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αποδέχτηκε τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, αυτός ο ορισμός της «προοδευτικότητας» δεν υποστηριζόταν από τις πολιτικές που εφαρμόζονταν. Με τα μνημόνια αυτό εντάθηκε στο βαθμό που η Κεντροαριστερά αποδέχτηκε πλήρως τη διάλυση και των τελευταίων ιχνών κοινωνικών δικαιωμάτων που υπήρχαν, πληρώνοντας και το ανάλογο τίμημα.

Όταν η Κεντροαριστερά αποδέχεται πλήρως τη λογική της ΤΙΝΑ και όλο τον πυρήνα ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, επόμενο είναι να χάσει τη δυνατότητα να απευθύνεται στα κοινωνικά στρώματα που ιστορικά τη στήριξαν. Το είδαμε και στην περίπτωση της Γαλλίας με την εκλογική κατάρρευση του Σοσιαλιστικού Κόμματος που άνοιξε το δρόμο για την εκλογή Μακρόν. Η εντυπωσιακή απαξία με την οποία αντιμετωπίζει σήμερα μεγάλο μέρος της κοινωνίας φιγούρες όπως ο Γιώργος Παπανδρέου ή ο Ευάγγελος Βενιζέλος αυτή τη βαθιά διάρρηξη σχέσεων εκπροσώπησης αντανακλά.

Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε το εξής παράδοξο: στον οργανωμένο συνδικαλισμό ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, αυτό που λέμε κεντροαριστερά και ΠΑΣΟΚ διατηρεί ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία. Κάποτε αυτό εντασσόταν σε ένα ολόκληρο σύστημα εκπροσώπησης και διεκδίκησης της εξουσίας. Σήμερα, σε μικρό βαθμό αυτό μεταφράζεται σε δυνάμει πολιτική και εκλογική ενίσχυση της κεντροαριστεράς, ενώ αντίθετα σήμερα πολύ πιο πιθανό είναι οι ψηφοφόροι των παρατάξεων της κεντροαριστεράς μετά να ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές.

Μα μήπως η λύση είναι η απεύθυνση σε άλλα κοινωνικά στρώματα που έχουν άλλο δυναμισμό; Ο Σταύρος Θεοδωράκης, το Ποτάμι, άλλες πρωτοβουλίες, αυτό προσπάθησαν να κάνουν: να μιλήσουν σε μια νέα γενιά, που αναζητά την επιχειρηματικότητα, την επιτυχία στην αγορά, την καινοτομία, την «κοινωνία της γνώσης». Μόνο που αυτά τα κομμάτια, ειδικά μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, δεν έχουν λόγο να μην είναι με τον πολιτικό φορέα που κατεξοχήν εκπροσωπεί μια νεοφιλελεύθερη πολιτική, ενώ ένα μέρος τους, ακριβώς επειδή βιώνουν την τρομακτική απαξίωση της νέα γενιάς που έφεραν τα μνημόνια, εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον εαυτό του στον ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, το μεγαλύτερο υπαρξιακό δίλημμα της κεντροαριστεράς είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε τα μνημόνια και διεκδικεί απλώς την πιο ήπια εφαρμογή τους, χωρίς να καταρρέει ή να διαλύεται, είναι η μεγαλύτερη πίεση που δέχεται η κεντροαριστερά. Εάν ο ρόλος της ήταν ιστορικά η προοδευτική διαχείριση του υπάρχοντος, τότε πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται και της παίρνει τη δουλειά. Κι ούτε βέβαια αρκεί να πει «ναι αλλά εμείς τουλάχιστον έχουμε μεγαλύτερη εμπειρία σε αυτό». Όχι γιατί δεν την έχει – ο ερασιτεχνισμός του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την άσκηση εξουσίας σε κάποιες στιγμές σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή του ΠΑΣΟΚ –, αλλά γιατί το τίμημα αυτής της εμπειρίας ήταν διαφθορά και ο εκμαυλισμός. Και αυτό δεν το ξεχνούν οι ψηφοφόροι.

Σίγουρα, στον ορίζοντα των διεργασιών της Κεντροαριστεράς είναι και το ερώτημα των μελλοντικών συμμαχιών σε έναν κυβερνητικό πόλο: με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, κανείς υποψήφιος δεν θα το θέσει έτσι ούτε και θα πάρει θέση, εφόσον για οποιονδήποτε πολιτικό χώρο θα ήταν αυτοκτονικό να πει εκ των προτέρων ότι διεκδικεί ρόλο «δεκανικιού» άλλου κόμματος. Όμως, το ερώτημα δεν είναι τακτικό. Αφορά την αναμέτρηση με τα ερωτήματα του τι είναι προοδευτική πολιτική, εάν μπορεί να οριστεί, ποια κοινωνικά στρώματα εκπροσωπεί και ποια πρόταση διακυβέρνησης έχει. Και αυτό δεν θα το λύσουν ούτε οι κειμενογράφοι ούτε οι έξυπνες ατάκες.