Oι ολιγομελείς συμμορίες των αυτοαποκαλούμενων «αναρχικών», που εκφράζουν «πολιτική άποψη» βάζοντας βόμβες εδώ κι εκεί στην Αθήνα, πέρα από επικίνδυνες, είναι αμαθείς και ανιστόρητες. Αλλιώς δεν θα παρίσταναν το 2018 τους κληρονόμους του αδίστακτου Νετσάγιεφ, τον οποίον είχε σιχαθεί και αποκηρύξει έως και ο πατέρας του Αναρχισμού, σύγχρονός του, Μιχαήλ Μπακούνιν, τον 19ο αιώνα. Φορείς ενός επαναστατικού ναρκισσισμού που τρέφει τον αυτοθαυμασμό τους, οι ντόπιοι «αναρχικοί» δεν βάζουν βόμβες για να πλήξουν τη Δημοκρατία, αλλά επιδίδονται σ’ έναν επικίνδυνο «χαβαλέ», χρησιμοποιώντας τις βόμβες τους σαν πυροτεχνήματα που επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους.

Και η αλήθεια είναι ότι πετυχαίνουν τον σκοπό τους. Διότι αξιοποιούν δύο πράγματα: Πρώτον, αξιοποιούν το ότι από την ελληνική πολιτική σκηνή διοχετεύονται καθημερινά προς την κοινωνία σύγχυση, εντάσεις, μίση και πάθη διχαστικά. Δεύτερον, αξιοποιούν το ότι οι πολιτικοί φορείς αυτού του διχασμού σπεύδουν πρώτοι αυτοί να βροντοφωνάξουν το πόσο απόλυτα αποδοκιμάζουν τους ελεεινούς βομβιστές, τους οποίους θεωρούν ικανούς να πλήξουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας.

Πετυχαίνουν, έτσι, οι κρυπτόμενοι δειλοί «επαναστάτες» της φακής την καλύτερη δυνατή διαφήμισή τους, αφού σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος ασχολείται με την αφεντιά τους και τους κατατάσσει στους μεγάλους αντιπάλους της Δημοκρατίας…

Απ’ την πλευρά τους, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν τη δική τους ευκαιρία: Οι ελεεινοί βομβιστές τούς δίνουν τη δυνατότητα να εμφανιστούν ενώπιον των Ελλήνων, έστω και μία-δύο ώρες, ενωμένοι και ανυποχώρητοι υπερασπιστές της Δημοκρατίας. Κι ας την πληγώνουν, καθημερινά σχεδόν, με τις συμπεριφορές τους, απελπίζοντας, καθώς ο καιρός περνά, ολοένα και περισσότερους πολίτες. Σύμπνοια πολιτική, λοιπόν, και ενότητα. Αλλά μόνο στα πολύ εύκολα, δηλαδή στα απολύτως αυτονόητα. Διότι, εννοείται πως μια εγκληματική ενέργεια, όπως η τοποθέτηση βόμβας στο κτίριο των ΣΚΑΪ και «Καθημερινής», δεν είναι δυνατόν παρά να καταδικασθεί με απόλυτο τρόπο, χωρίς κανένα «αλλά», από τον δημοκρατικό πολιτικό κόσμο. Αυτονόητη, λοιπόν, και χωρίς κόστος, αυτή η «καταδίκη», που αποτελεί, άλλωστε, και υποχρέωση και καθήκον κάθε πολιτικού, γι’ αυτό και είναι τόσο πλούσιες σε λόγια δημοκρατικής πίστης και ευαισθησίας οι σχετικές ανακοινώσεις.

Τι γίνεται, όμως, από εκεί και πέρα; Εκεί όπου τα πράγματα είναι στ’ αλήθεια δύσκολα και απαιτούν θάρρος πολιτικό, αποφάσεις, δράση και όχι πομπώδεις περί Δημοκρατίας δηλώσεις; Για να εξαλειφθούν τα μίση και ο φανατισμός, που έχουν δηλητηριάσει την κοινωνία (προς μεγάλη χαρά των τρισάθλιων βομβιστών), αυτό είναι υπόθεση όλων, ανεξαιρέτως των δημοκρατικών δυνάμεων, που έως σήμερα συμπεριφέρονται ανάρμοστα προς τους Ελληνες πολίτες. Αλλά το κτύπημα στην εκκολαπτόμενη νέα τρομοκρατία είναι υπόθεση αποκλειστικής ευθύνης της κυβέρνησης, η οποία έως τώρα έχει επιδείξει απαράδεκτη ανοχή και ανεπάρκεια ενώπιον του προβλήματος.

Η διοικητική αδράνεια που προκαλούν οι νωθροί και ιδεολογικά εμμονικοί πολιτικοί προϊστάμενοι του ελληνικού κράτους, σε ορισμένους τομείς, έχουν φέρει σύγχυση και εμπόδια στις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τη δημόσια ασφάλεια. Κι αυτό έχει ενθαρρύνει ποικίλες ομάδες νέων με ροπή προς την εγκληματικότητα (ορισμένες με «μυστήριους» αρχηγούς), οι οποίες φαντασιώνονται τους επαναστάτες των πόλεων, τους νέους «Τουπαμάρος» μαχητές, τους ορκισμένους εχθρούς του κράτους.

Η δράση αυτών των συμμοριών προκαλεί ζημιές και ανασφάλεια στους πολίτες, οι οποίοι, εδώ και πολύ καιρό, δεν αισθάνονται κοντά τους την παρουσία των μηχανισμών «Προστασίας του Πολίτη», στους δρόμους, στις γειτονιές, στα σπίτια τους. Και αυτή η κατάσταση πραγμάτων όντως τραυματίζει τη Δημοκρατία. Η απιστία των καθημερινά απειλούμενων πολιτών απέναντι στο κράτος είναι ό,τι χειρότερο για τη διατήρηση ασφαλούς «περιβάλλοντος» στη Δημοκρατία μας. Αν, λοιπόν, στ’ αλήθεια τόσο πολύ τάραξε τους δημοκράτες πολιτικούς μας η βόμβα στο δημοσιογραφικό κτίριο του Νέου Φαλήρου, ας ΚΑΝΟΥΝ κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα.