Όλα τα στατιστικά  στοιχεία της οικονοµικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας σήµερα µαρτυρούν πλέον ότι τα «µηνύµατα» που στέλνουν στους πολίτες οι ρήτορες των κοµµάτων έχουν έναν ήχο που, µέσα από µια κυκλική τροχιά, κτυπάει σε ένα τείχος και επιστρέφει στους ίδιους ατόφιος. ∆ιότι αυτά τα «µηνύµατα» δεν υφίστανται καµία επεξεργασία από τους παραλήπτες τους, τους πολίτες, οι οποίοι βιώνουν µια πραγµατικότητα «άλλη» από αυτή που θέλουν να βλέπουν οι πολιτικοί ρήτορες του καιρού µας. ∆ύο ειδών είναι τα «µηνύµατα». Είναι αυτά της κυβερνώσας Αριστεράς και αυτά της αστικής αντιπολίτευσης.

Οµως, από κάθε στρατόπεδο εκπέµπεται ένας απελπιστικά οµοιόµορφος λόγος, που έχει τον ήχο της προπαγάνδας και όχι της πολιτικής. Οι ρήτορες της κυβέρνησης διαλαλούν καθηµερινά µε διατυπώσεις «κλισέ» ότι έχουν οδηγήσει την οικονοµία µπροστά στην πύλη της εξόδου από την επταετή κρίση. Και απέναντί τους, επίσης καθηµερινά, αρνούνται µε δυνατή φωνή και πρετ-α-πορτέ ρητορικά, επιθετικά σχήµατα την «επιτυχία» της κυβέρνησης, την οποία και «λούζουν» για τα όσα (δι)έπραξε το 2015. Και οι µεν και οι δε δεν γοητεύουν καµία παραγωγική οµάδα, καµία κοινωνική τάξη πέρα από τους στενούς «σκληρούς πυρήνες» των οπαδών τους.

Ουσιαστικά, οι ρήτορες και διαφηµιστές των κοµµάτων τους απευθύνονται σε µια µη υφιστάµενη πλέον κοινωνία. Από το 2010 η ελληνική κοινωνία, υποχρεωµένη σε έναν βίαιο µετασχηµατισµό, άλλαξε χαρακτηριστικά και σχήµα και ήρθαν τα πάνω, κάτω. Η σηµερινή κοινωνία, άσχηµα κτυπηµένη οικονοµικά και ψυχικά, ανασφαλής και µε πεσµένο ηθικό, ζει ένα υπαρξιακό δράµα µεγάλων διαστάσεων. Και ο επίµονα προπαγανδιστικός δηµόσιος λόγος των πολιτικών ηγεσιών πέφτει στο κενό.

Από τα ποιοτικά στοιχεία των δηµοσκοπήσεων αυτό επιβεβαιώνεται απόλυτα. Την κυβέρνηση εµπιστεύονται ολοένα και λιγότεροι πολίτες, η µεσαία αστική τάξη έχει υποστεί ισχυρά πλήγµατα, που αλλάζουν τη θέση της στον κοινωνικό ιστό, η εγχώρια πολιτική και τα κόµµατα έχουν χάσει σε µέγιστο βαθµό την αξιοπιστία τους, ιδιαίτερα στους κόλπους της νεολαίας, που µαστίζεται από την ανεργία και ονειρεύεται, η µισή σχεδόν, µια ζωή στο εξωτερικό. Και η µεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας δεν πιστεύει σήµερα ότι θα βελτιωθεί η κατάσταση της ελληνικής οικονοµίας σε ένα ορατό µέλλον. Πόση «πέραση» να έχει, λοιπόν, σήµερα το µοντέλο της πολιτικής «επικοινωνίας» ως εργαλείο προπαγάνδας; Καµία δηµιουργική πνοή δεν διαπερνά τον δηµόσιο λόγο των πολιτικών ηγεσιών.

Καµία από αυτές δεν θέλει να εγκαταλείψει το διαφηµιστικό µοντέλο λόγου που καθιερώθηκε στον χώρο των κοµµάτων κατά την πορεία της Μεταπολίτευσης, µε ένα οµοίωµα «πολιτικής» ως εµπορεύµατος προς ευρεία κατανάλωση. Το χειρότερο είναι ότι πρόσφατα προστέθηκε στον προπαγανδιστικό λόγο και µια πρωτοφανής λεκτική σκληρότητα, µε ανταλλαγή βαρέων έως και υβριστικών χαρακτηρισµών, που προκαλούν απέχθεια σε κάθε δηµοκρατικό πολίτη, αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι αρέσουν στα επιτελεία των κοµµάτων. Αυτά δείχνουν να πιστεύουν, το καθένα, ότι η δηµιουργία ενός «γκαζόν» οµοιόµορφων «απόψεων», διά της προπαγάνδας, θα εγκλωβίσει σταδιακά έναν σηµαντικό αριθµό ψηφοφόρων σε µια «επιθετική» συλλογική συνείδηση, που θα κατατροπώσει τους αντιπάλους στη µάχη της κάλπης, αύριο. Κανένας τους δεν φαίνεται να φοβάται ότι µπορεί ένα σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας να αρνηθεί να ενταχθεί στις «συλλογικότητες» που έχουν κατά νου οι εν λόγω ρήτορες. Οµως, στον δηµόσιο βίο οι εκπλήξεις πάντοτε παραµονεύουν στο τέλος των διαδροµών που χαράζουν ερήµην της κοινωνίας οι «ισχυροί» των καιρών.

Η σηµερινή ελληνική κοινωνία µετασχηµατίζεται ατάκτως µόνη της, µε αυτοσχεδιασµούς και τυφλές αναζητήσεις, αφού ηγέτις πολιτική τάξη µε αίσθηµα εθνικής αποστολής δεν υφίσταται στην πιο κρίσιµη µεταπολεµική-µετεµφυλιακή περίοδο της χώρας. Γι’ αυτό και οι εκπλήξεις παραµονεύουν.