Φαινόµενα άσκησης βίας καθηµερινά στους δρόµους, στα σχολεία, στα πανεπιστήµια, στα γήπεδα, άγρια εγκλήµατα µέσα σε σπίτια, συµµορίες ανηλίκων σκορπούν τον τρόµο στις γειτονιές. Εγκληµατικές οργανώσεις κλέβουν, απειλούν, εκβιάζουν και «λύνουν» τις µεταξύ τους «διαφορές» µε σφαίρες µέσα στους δρόµους. Και οι αθλιότητες που αποκαλύφθηκαν σε έναν ακόµα οίκο ευγηρίας, στα Χανιά τούτη τη φορά, µας προειδοποιούν ότι σύντοµα όχι µόνο θα φοβόµαστε να στείλουµε τα παιδιά στο σχολείο, να πάµε στο γήπεδο και να περπατάµε στους δρόµους, αλλά θα τροµάζουµε και µόνο µε τη σκέψη ότι θα γεράσουµε. Οι θεατές όλων αυτών των απαίσιων καταστάσεων, οι πολίτες που δεν εγκληµατούν, εκφράζουν τον αποτροπιασµό τους για τα φρικτά και απαίσια που τους περιβάλλουν, αγανακτούν, απορούν, συγκινούνται, θλίβονται και καταλήγουν να κάνουν ο καθένας τον σταυρό του που, τουλάχιστον, δεν τον χτύπησε ακόµη το κακό. Σε τι οδηγεί, όµως, αυτή η συναισθηµατική αντίδραση; Σε τίποτε, µήπως;

Σε τι να οδηγήσουν οι δυνατές φωνές των υποκριτών, που δήθεν «ταράζονται», πάντοτε κατόπιν εορτής, τι να τα κάνεις τα «αχ-βαχ», τις «ανατριχίλες» και τις αβαθείς «αναλύσεις» των διαχειριστών της «επικαιρότητας», όταν δεν συνοδεύονται από κάτι περισσότερο; Μήπως η επί µακρόν ζοφερή πραγµατικότητα στα πεδία της βίας και των εγκληµατιών µάς «καλεί» πλέον να τη συνηθίσουµε;

Κακά τα ψέµατα, αυτό το κακό διαρκώς δυναµώνει - όχι χωρίς λόγους βεβαίως. Και εγείρει πλέον µεγάλα ερωτήµατα στους κόλπους µιας εξαιρετικά ανήσυχης κοινωνίας, που αισθάνεται αλλά και διαπιστώνει κάτι πολύ άσχηµο και απογοητευτικό: Οτι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη λειτουργία των δοµών του θεσµικού - κρατικού οικοδοµήµατος, το οποίο εγγυάται, υποτίθεται, κάποια βασικά πράγµατα στους πολίτες µιας δηµοκρατικά συντεταγµένης κοινωνίας. Οι πολίτες βλέπουν να παραβιάζεται συχνά η αρχή της διάκρισης των εξουσιών µε ευθύνη πολιτικών κοµµάτων, οι πολίτες δεν εµπιστεύονται, όπως θα έπρεπε, τη ∆ικαιοσύνη, διαπιστώνουν ότι εδώ και δεκαετίες το κράτος ∆ικαίου υπολειτουργεί, ότι πολλοί είναι οι νόµοι που δεν εφαρµόζονται ή δίνουν «ευκαιρίες» στην παρανοµία και στο έγκληµα. ∆ηµιουργείται έτσι η αίσθηση ότι το «όλον» πολιτικό και διοικητικό σύστηµα λειτουργεί έτσι ώστε σε µεγάλο βαθµό η βία και το έγκληµα να ασκούνται τελικώς επειδή σε µεγάλο βαθµό, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απλώς… επιτρέπονται. ∆ιότι εκεί καταλήγουµε, όταν από πολυετή αδράνεια των πολιτικών Αρχών και των «αρµόδιων» υπηρεσιών το νοµικό σύστηµα της χώρας αδυνατεί να ελέγξει τους φασιστοειδείς τραµπούκους «αντιεξουσιαστές» που τα σπάνε στα πανεπιστήµια, «χαϊδεύει» τους µικρούς εγκληµατίες και επιτρέπει στους µεγάλους να καταδικάζονται σε πολυετή φυλάκιση, αλλά «µε αναστολή».

Πολλά είναι τα αναπάντητα ερωτήµατα. Τι εµποδίζει τόσα χρόνια την αποτελεσµατική διαχείριση προβληµάτων και καταστάσεων που τα όργανα της Πολιτείας καλά γνωρίζουν και οδυνηρά βιώνουν οι πολίτες; Ποιοι είναι οι «αρµόδιοι» που αδρανούν, ποιες είναι οι διαβόητες «άνωθεν» δυνάµεις που αποτρέπουν τους ελέγχους των κρατικών µηχανισµών και παρεµποδίζουν την εφαρµογή των νόµων; Πόσα χρόνια, για παράδειγµα, δεν είναι γνωστή στους πάντες η δράση του αλητοειδούς µαχαιροβγάλτη υποκόσµου που κινείται οργανωµένα στον χώρο του ποδοσφαίρου; Πώς είναι δυνατόν να διαπράττονται επί έτη ανεµπόδιστα και κατά συρροή φρικτά εγκλήµατα σε έναν οίκο ευγηρίας, σε µια πόλη της χώρας, και το κράτος να µην είναι σε θέση να ελέγξει τις συνθήκες λειτουργίας του;

Τι να υποθέσουν οι πολίτες για την κατάσταση των κεντρικών ελεγκτικών µηχανισµών της χώρας, τι να υποθέσουν για την ποιότητα και επάρκεια των πολιτικών προϊσταµένων τους; 

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 19 Φεβρουαρίου 2022