Πότε ήταν, άραγε, για τελευταία φορά υγιές το Εθνικό Σύστημα Υγείας; Πότε ήταν τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας σε ικανοποιητική κατάσταση, με όλα τα απαραίτητα μέσα στη διάθεσή τους, κτιριακές υποδομές, γιατρούς, νοσηλευτές, τεχνικό εξοπλισμό, κλίνες και επαρκή χρηματοδότηση; Πότε, άραγε, χάθηκε εκείνος ο νοσοκομειακός παράδεισος; Μήπως υπήρξε μόνο στη φαντασία ενός τρελού;

Το ερώτημα αυτό μπορεί εντίμως να τεθεί επειδή το έτος 2020 ο εφιάλτης του κορονοϊού έχει οδηγήσει πολλούς πολιτικούς μας στην αγωνιώδη αναζήτηση ενός ρωμαλέου συστήματος Υγείας, με δημόσια νοσοκομεία, άριστα εξοπλισμένα, ικανά να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πολέμου κατά της πανδημίας.

Δίνουν και παίρνουν οι πολιτικές συζητήσεις για το τι γίνεται σήμερα στα νοσοκομεία, για το τι πρέπει να γίνει και τι έπρεπε να έχει γίνει από την άνοιξη έως σήμερα, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσει το κράτος τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία στους πληττόμενους και τους απειλούμενους από τον θανατηφόρο ιό πολίτες.

Αναμφισβήτητα, επείγουσα είναι σήμερα η ανάγκη για την παροχή πρόσθετων μέσων στα νοσοκομεία, που πιέζονται αφόρητα πλέον από τη δύναμη του κορονοϊού. Και είναι γι’ αυτό καλοδεχούμενη κάθε παραγωγική παρατήρηση, κάθε πρόσθετη ενέργεια, αλλά και κάθε έντονη κριτική, που θα μπορούσε να βελτιώσει με διορθωτικές κινήσεις το υγειονομικό οπλοστάσιο της χώρας. Απαντες αναγνωρίζουν, άλλωστε, σήμερα ότι σε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας η καλή υγεία των δημόσιων νοσοκομείων είναι η conditio sine qua non για να έχει αυτό αξιόπιστη υπόσταση. Ομως, βασανιστικό μάς είναι το ερώτημα: Πότε ανακάλυψαν οι πολιτικοί του τόπου μας τις τεράστιες ελλείψεις των δημόσιων νοσοκομείων μας σε προσωπικό και μέσα;

Πότε τις ανακάλυψαν οι πολιτικοί υποκριτές όλων των κομματικών χρωμάτων, που σήμερα άλλοι μεν αναγνωρίζουν καθυστερημένα τον μείζονα κοινωνικό ρόλο των νοσοκομείων, άλλοι δε «απαιτούν» την άμεση ενίσχυσή τους; Πότε ανακάλυψαν τα λειτουργικά κενά τους, πότε πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά τους ντροπιαστικά χαμηλούς μισθούς των γιατρών τους και του προσωπικού τους; Πριν τον κορονοϊό δεν ήξεραν τι γίνεται;

Δεν ήξεραν ότι επί δεκαετίες διαμαρτύρονταν με δυνατές φωνές, μη ακουόμενοι, οι διοικήσεις, οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι επαγγελματικοί εκπρόσωποί τους, πως είναι τραγικές οι ελλείψεις υποδομών και προσωπικού στα νοσοκομεία τους; Πόσες φορές όλα αυτά δεν αναδείχθηκαν τα περασμένα χρόνια με λεπτομερή στοιχεία από δημοσιογραφικές έρευνες, από αποκαλυπτικά ρεπορτάζ; Δεν γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές της πολιτικής μας ζωής ότι από το 1984 όλες οι κυβερνήσεις υποχρηματοδοτούν την Υγεία και την Πρόνοια;

Τώρα, όλα ήρθαν ξαφνικά στο φως. Επρεπε, δυστυχώς, να μας επισκεφθεί ο θανατηφόρος ιός, για να επαναφέρει στη δημόσια σκηνή το μέγα πρόβλημα και να αναγκάσει όλους τους πολιτικούς σήμερα να αναφέρονται, τρομαγμένοι, στην απόλυτη ανάγκη για ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα Υγείας, με επάρκεια γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού. Εστω κι έτσι, έπειτα από τόση αργοπορία, ας λύσουν επιτέλους το πρόβλημα οι καλοί μας πολιτικοί. Είναι ντροπή να μένει άλυτο τόσα και τόσα χρόνια. Πόσο παλιό είναι το πρόβλημα; Ενας στενός φίλος μού θύμισε προ ημερών μια δική του, μικρή ιστορία: «Σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας, σε ειδική πτέρυγα, όπου νοσηλεύονται μόνο βαριά ασθενείς, αναζητώ κάποια στιγμή επειγόντως νοσοκόμα, γιατί ξαφνικά κάτι δεν πάει καλά στον μηχανισμό υποστήριξης της γυναίκας μου. Είναι νύχτα προχωρημένη, στον όροφο δεν υπάρχει κανείς. Ψάχνω, φωνάζω. Ησυχία παντού. Κάποια στιγμή, από κάπου εμφανίζεται τρέχοντας η προϊσταμένη, που, αναστατωμένη, διορθώνει το μηχάνημα. “Νοσοκόμα δεν υπάρχει;” τη ρωτάω. “Οχι, είμαι μόνη μου στον όροφο”, απαντάει αυτή. Απορώ εγώ. “Εχουμε τεράστιες ελλείψεις προσωπικού στο νοσοκομείο, κύριε, δεν γίνονται προσλήψεις. Σε όλα συμβαίνει το ίδιο”, μου απαντά».

Τέλος ιστορίας. Πότε συμβαίνει αυτό; Τον Οκτώβριο του έτους 1986.