Τα οικονομικά προβλήματα «πνίγουν» την κυβέρνηση, η Τουρκία «επανέρχεται» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, έως και έξω απ την Κρήτη, αλλά άλλοι έχουν άλλα «μαλλιά για να ξαίνουν». Πάντα εσωστρεφείς, προσπαθώντας, λοιπόν, να προσθέσουν εκλογικές δυνάμεις στην προοπτική της -όποτε- επόμενης μάχης στις κάλπες, το κυβερνών κόμμα, η αξιωματική και η ελάσσων αντιπολίτευση ξοδεύουν σε αυτό την «πολιτική» ενέργειά τους. Ο πρώτος διεκδικούμενος κοινωνικός χώρος είναι αυτός του «Κέντρου», όπως συνηθίζουν να τον ονομάζουν τα ελληνικά κόμματα. Είναι το ρεύμα που εκτιμάται πως κινείται κυρίως μεταξύ των μεγάλων κομμάτων και μοιράζει νίκες και ήττες ή δίνει «φιλί ζωής» σε μικρά κόμματα. Σήμερα, όμως, το «Κέντρο» δεν έχει σχέση με τον βενιζελικής παράδοσης δημοκρατικό, αντιανακτορικό χώρο, ο οποίος οδηγήθηκε σε αποσύνθεση των στοιχείων του από τις εκλογές του 1977 και στη συνέχεια. Ούτε έχει σχέση με τους σοσιαλίζοντες «κεντρώους» που έδιναν δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ, ούτε και με τους «μετριοπαθείς» της Ν.Δ., οι οποίοι διαχωρίζονταν ως «κεντρώοι» από τους συναδέλφους τους μιας άκαμπτης «Δεξιάς», ούτε με τους εμφανιζόμενους ως «σοσιαλδημοκράτες» της μεταπαπανδρεϊκής περιόδου ή σήμερα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς.

Το έτος 2020, στους κόλπους του εκλογικού σώματος το αποκαλούμενο «Κέντρο» αποτελείται κατά κύριο λόγο από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που όλοι τους πιστεύουν στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, υπήρξαν επί έτη ικανοποιημένοι καταναλωτές, αργότερα κακοποιήθηκαν από τα «μνημόνια» και μετακινούνται πλέον προς το ένα ή το άλλο κόμμα, όταν είναι δυσαρεστημένοι και αισθάνονται αδικημένοι από τη θέση τους μέσα στην κοινωνία. Δεν δεσμεύονται, πλέον, από διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά «δόγματα», που παλαιότερα, επί δεκαετίες, «δίδασκαν» στο κοινό η «Δεξιά» και η «Αριστερά». Έτσι, οι περίφημοι «μεσαίοι» του εικαζόμενου «Κέντρου» μπορούν να επιλέγουν τώρα κεντροδεξιά, κεντροαριστερά αστικά κόμμα-τα, αλλά και την Αριστερά, ανάλογα με την καλύτερη ή τη χειρότερη θέση τους στην κοινωνία σε μια συγκεκριμένη συγκυρία.

Σε όλη την Ευρώπη, οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της «παγκοσμιοποίησης» αφαίρεσαν ζωτικότητα από τους σοσιαλδημοκράτες, που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τις αυξανόμενες αναπτυξιακές και κοινωνικές ανισότητες που παρήγαγε το νέο οικονομικό σύστημα. Σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι στάσιμοι και παραμένουν αιχμάλωτοι της «γερμανικής» Ε.Ε., ακόμα κι αν μετέχουν σε κυβερνητικά σχήματα. Τώρα είναι έντονοι οι προβληματισμοί για την «επόμενη ημέρα» των σοσιαλδημοκρατών στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι πιστοί στις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας δεν διαθέτουν πολιτική στρατηγική «απέναντι» στην οικονομική και κοινωνική σάρωση της «ευρωπαγκοσμιοποίησης».

Στην ελληνική περίπτωση, όμως, υπάρχει μια σοβαρή «ιδιαιτερότητα», όπως και σε όλα τα άλλα: «Σοσιαλδημοκρατία» δεν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Υπήρξε μόνο στα λόγια, ως αντιγραφή αυτού του πολιτικού όρου σε επίπεδο πολιτικών επιθυμιών και εκλογικών στόχων, χωρίς να υφίσταται στη χώρα μας η παραγωγική βάση και η διαδικασία, που στη βιομηχανική Ευρώπη παρήγαγαν και επί μακρόν τροφοδότησαν με κοινωνικές δυνάμεις το πολιτικό πρόσωπο της Σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα, έτος 2020, στην ελληνική πολιτική σκηνή ακούγονται πολλά και διάφορα για τη «Σοσιαλδημοκρατία». Τη διεκδικούν ο αγωνιών ΣΥΡΙΖΑ και το παπανδρεϊκών χρωμάτων και αρωμάτων Κίνημα Αλλαγής - ο πρώτος, μάλιστα, θεωρεί ότι έχει ήδη κάνει «κατάληψη» του εντόπιου «σοσιαλδημοκρατικού» χώρου. Εννοείται, αλλά και είναι εμφανές, ότι αυτά επιχειρούνται χωρίς αναζήτηση πολιτικής, αλλά μόνο με στόχο την κατά το δυνατόν διεύρυνση του αριθμού των ψήφων τους στην προοπτική της επόμενης εκλογικής μάχης και με τη σκέψη ότι, έτσι, με τα περί σοσιαλδημοκρατών», μπορεί να κερδηθούν και ψήφοι δυσαρεστημένων, αύριο, «γαλάζιων κεντρώων». Κάποιοι απελπισμένοι «κεντροαριστεροί» ρήτορες στην Αθήνα οραματίζονται τώρα την ανάσταση της Σοσιαλδημοκρατίας γενικώς στην Ευρώπη, λόγω των νέων «δεδομένων» που προέκυψαν από τη επέλαση του κοροναϊού. Πρόκειται για εκείνους που εξακολουθούν να φαντάζονται ότι οι ίδιοι και τα κόμματα που αυτοί συμπαθούν έχουν κάποια σχέση με τη «Σοσιαλδημοκρατία». Διόλου περίεργο. Στις παρακμάζουσες πολιτικές κοινωνίες προτιμάται, ως γνωστόν, η παθητική μίμηση ξένων ιδεών και πολιτισμικών κατακτήσεων.