Tα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα συνθέτουν ένα σώμα υποθέσεων που πιέζει ασφυκτικά τη χώρα μας. Το οξυμμένο Μεταναστευτικό - Προσφυγικό ζήτημα, παράλληλα με τις έκνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με όρους στρατιωτικής ισχύος, αλλά και η διαφαινόμενη νέα αστάθεια στα Δυτικά Βαλκάνια ξεπερνούν τις συμβατικές δυνατότητες μιας μονοκομματικής κυβέρνησης στη δική μας χώρα. Τα μεγάλα προβλήματα της Ελλάδας, που επιτείνονται και από την πολιτική ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα έπρεπε να έχουν ήδη συσπειρώσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας, με στόχο τη συνεργασία τους για την κοινή αντιμετώπισή τους. Διπλωματία και άμυνα θα έπρεπε να είναι υπόθεση μιας συμφωνημένης εθνικής πολιτικής, με στρατηγικό υπόβαθρο.

Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει. Και όχι μόνο οι αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβερνώντων και αντιπολίτευσης καλά κρατούν σε καθημερινή βάση, αλλά επιπλέον η τρέχουσα μικροσκοπική «πολιτική» πιέζει επίμονα τη σκέψη των πολιτών για ενασχόλησή τους με ζητήματα ασήμαντου έως και ανύπαρκτου πολιτικού βάρους, με περαστικά ψευδογεγονότα, άσχετα με αυτά που στα αλήθεια απειλούν την Ελλάδα (αποκορύφωμα η ανάδειξη της ταινίας «Τζόκερ» σε πρώτης τάξεως επιλεγμένο «πολιτικό» ζήτημα προς κοινωνική κατανάλωση).

Ολα αυτά συμβαίνουν με το γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας σκοτεινό, με τα οικονομικά πάντα στο «κόκκινο», με την Ελλάδα να ζει ακόμη με δανεικά και με τον φόβο μιας νέας κρίσεως. Είναι φανερό ότι σε τέτοιο εθνικό σκηνικό η Ελλάδα κινδυνεύει όσο ποτέ άλλοτε μεταπολεμικά με εθνικές απώλειες μεγέθους. Εθνικιστική, ισλαμική, με «τρελαμένη» ή όχι ηγεσία, η Τουρκία εμφανίζει δυναμισμό, έχει επιθυμίες και αυτοπεποίθηση. Απέναντί της, η ελληνική πολιτική τάξη εξουσίας απευθύνεται στους Ελληνες πολίτες κατά τρόπο που αποκλείει την περίπτωση να αποκτήσει η κοινωνία τους αυτοπεποίθηση, δυναμισμό, παραγωγικές επιθυμίες, υψηλό ηθικό για συλλογική υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.

Υποτίθεται πάντοτε ότι οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας βάζουν στόχους, με τη θέληση να πετύχουν κάποια πράγματα για την καλύτερη υπεράσπιση της χώρας. Αλλά, δυστυχώς, ο παράγων «ιστορικός χρόνος» είναι στοιχείο που δεν λαμβάνουν υπόψη στους υπολογισμούς τους. Ομως, όπως σημείωνε στο έργο του «Αυλικός» («L’homme de cour») ο Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (1601-1658), «κάθε πράξη, κάθε λόγος πρέπει να έρχεται στην ώρα του. Δεν αρκεί να θέλεις κάτι. Πρέπει και να μπορείς να το φτάσεις, γιατί ούτε η εποχή ούτε ο καιρός περιμένουν κανέναν». Οι ηγεσίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων της Ελλάδας δείχνουν με τη συμπεριφορά τους ότι πορεύονται στο εσωτερικό της χώρας «πολιτικά» πεπεισμένες ότι η τέχνη της διακυβέρνησης ασκείται με δεδομένο τον κοινωνικό μετασχηματισμό που έχει προκαλέσει η εγκαθίδρυση της θεαματικής κυριαρχίας. Πολιτικό θέαμα, λοιπόν, διαφήμιση «αστέρων», «επικοινωνία» και επιτυχίες προκαταβολικά κερδισμένες. Διεθνής η συνταγή. Ο μεγάλος στόχος των κυβερνώντων: να διατηρείται για το κοινό η εντύπωση ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε έναν κόσμο που οι ίδιοι έχουν εξαφανίσει. Με τον καιρό, όμως, στην παγίδα πέφτουν και οι ίδιοι οι κατασκευαστές αυτής της φαντασίωσης, με τελικό αποτέλεσμα αδράνεια, ζαλάδες και παραισθήσεις, ατομικές και συλλογικές. Στη δική μας χώρα, αυτό έχει συμβεί, και μάλιστα στη χειρότερη ιστορική στιγμή της τελευταίας 30ετίας. Η Ελλάδα δέχεται εξ ανατολών μια πίεση που μπορεί σύντομα να καταστεί αφόρητη. Σήμερα, για ακόμα μία φορά μετά το 2010, οι κυβερνώντες προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα στον ελεγχόμενο από τους δανειστές δημόσιο προϋπολογισμό. Αναγκαία, βεβαίως, αυτή η μελαγχολική «ρουτίνα», αλλά λείπει παντελώς η πολιτική πνοή, λείπει ο πνευματικός λόγος που θα έφερνε στην κοινωνία αυτο-πεποίθηση, δυναμισμό και παραγωγικές επιθυμίες. Εδώ, η Τουρκία του πολιτικά άξεστου Ερντογάν κερδίζει καθαρά το παιχνίδι απέναντι στην Ελλάδα. Από τους δικούς μας, λαλίστατους πολιτικούς λείπει η σκέψη. «Τα λόγια μου πετάνε, οι σκέψεις μου μένουν χαμηλά. Λέξεις χωρίς σκέψεις δεν φτάνουν ποτέ στον ουρανό» («Αμλετ»).