Οκτώ χρόνια τώρα, η μια κυβέρνηση μετά την άλλη ορκίζεται στο όνομα μιας ανάπτυξης που ποτέ δεν έρχεται. Τουλάχιστον έχουν όλοι πια κατανοήσει πως η έξοδος από την ύφεση δεν σημαίνει έξοδο από την κρίση, αλλά έξοδος από την κρίση χωρίς επιστροφή στην ανάπτυξη δεν υπάρχει.

Δεν θα έρθει επειδή την καλούμε, ούτε επειδή τη χρειαζόμαστε. Μια εκδοχή θα ήταν η μαζική δημόσια επένδυση. Επειδή, όμως, πόρους για κάτι τέτοιο η Ελλάδα δεν έχει, θα έπρεπε η χρηματοδότηση να έρθει από το εξωτερικό. Αντί για «New Deal», δηλαδή, ένα νέο «Σχέδιο Μάρσαλ». Εχει συζητηθεί και θα ήταν ευχής έργον. Αλλά παρόμοια προθυμία δεν φαίνεται - για την ώρα και για το ορατό μέλλον.

Μια άλλη εκδοχή θα ήταν ένας συνδυασμός ευρωπαϊκών κονδυλίων (που υπάρχουν) με μια εφικτή συμφωνία για την αύξηση και την επίσπευση της καταβολής τους, μαζί με ιδιωτικές επενδύσεις, εγχώριες και, κυρίως, ξένες. Προϋποθέτει αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, που κι αυτή θα χρειαστεί καιρό για να ξανακερδηθεί. Πάντως, είναι δυνατό να δούμε τέτοιες επενδύσεις σε εύλογο βάθος χρόνου.

Μένουν οι άνθρωποι που συνεχίζουν να δουλεύουν στην Ελλάδα της κρίσης. Και που η σημασία της δουλειάς τους, και με οικονομικούς όρους, μπορεί να αναδειχθεί και να λάμψει ακόμη και στα πρώτα βήματα της ανάκαμψης. Παραδείγματα υπάρχουν και είναι παρηγοριά στην γκρίζα καθημερινότητα.

Πριν από λίγες ημέρες, έγινε στους Δελφούς ένα μεγάλο οικονομικό συνέδριο - με ελληνική έμφαση και διεθνή συμμετοχή. Ηταν η δεύτερη χρονιά του Delphi Economic Forum. Κατά γενική ομολογία, με ποιοτικό και ποσοτικό άλμα σε σχέση με την πρώτη. «Δεν είναι και Νταβός», θα έλεγε κάποιος δύσπιστος, αν, μάλιστα, μετρούσε στα δάχτυλα του ενός χεριού τα κυβερνητικά στελέχη που δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν και συμμετείχαν. Αλλά το Νταβός ξεκίνησε από έναν και μόνον άνθρωπο, το 1971, που κάλεσε περίπου 400 μάνατζερ από όλο τον κόσμο και τους εξήγησε πώς θα μπορούσαν όλοι να είναι μέτοχοι στην ιδέα του. Τρία χρόνια αργότερα ήταν ήδη παγκόσμιο γεγονός και σήμερα κάθε εταιρεία πληρώνει 650.000 το χρόνο για να είναι μέλος σε έναν ιδιωτικό οργανισμό. Το Νταβός, που σήμερα ξέρει η υφήλιος, ήταν ένα χωριό άγνωστο και στους Ελβετούς. Ας σκεφθεί μόνο κανείς ποια είναι η αντίστοιχη εμβέλεια των Δελφών ή άλλων ελληνικών προορισμών, όπως η Κως ή η Σάμος, για ανάλογες πρωτοβουλίες.

Το 2010, τότε που η «σταρτάπ» δεν ήταν λέξη του συρμού, ένας Ελληνας επιχειρηματίας αναζητούσε 40.000 ευρώ για να προχωρήσει στην ανάπτυξη της ιδέας του για μια εφαρμογή στα κινητά που θα άλλαζε τον τρόπο που παίρνουμε ταξί. Απλά και καθόλου μεγαλεπήβολα πράγματα, χωρίς φανφάρες και χωρίς ανοιχτές πόρτες. Σήμερα ο ίδιος ο Νίκος Δρανδάκης έχει γίνει γνωστός στο πανελλήνιο γιατί η εφαρμογή Taxibeat πουλήθηκε προς 43 εκατομμύρια ευρώ -το 10% των ετήσιων εξαγωγών ελληνικού ελαιολάδου, με το οποίο ασχολείται ο μισός πληθυσμός της χώρας. Καλές είναι οι ιδέες για λάδι, κρασί και αγνά προϊόντα της ελληνικής γης στα ράφια του κόσμου, αλλά η χώρα χρειάζεται πολύ περισσότερο νέες εταιρείες, τεχνολογίες αιχμής και αξιοποίηση των επιστημόνων της.

Γύρω στο 1950 στο Εδιμβούργο ξεκίνησε ένα πολιτιστικό φεστιβάλ και παράλληλα ακόμα ένα που το αμφισβητούσε. Το δεύτερο έγινε παγκόσμιο πολιτιστικό γεγονός, ενοποιήθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν. Σήμερα, το Φεστιβάλ του Εδιμβούργου είναι το γνωστότερο εξαγώγιμο προϊόν της Σκωτίας μετά το ουίσκι. Με το φαληρικό συγκρότημα του Ιδρύματος Νιάρχου, με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με το δημόσιο πια Μέγαρο Μουσικής, η Αθήνα έχει κάθε δυνατότητα να παράγει πολιτιστικά αγαθά μείζονος εμβέλειας. Αρκεί να αντιμετωπίζει την επένδυση στον πολιτισμό ως επένδυση στην ανάπτυξη και όχι ως δυσάρεστη υποχρέωση που αφορά μόνο τις παρακμασμένες «ελίτ». Η ανάπτυξη μπορεί να έρθει από παντού - αλλά πρέπει να τη βλέπει κανείς παντού για να έρθει.