Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται παράδοξος ο ισχυρισμός ότι χρειάζεται άλλη μία προσφυγή στις κάλπες η Ελλάδα. Αν προκηρυχθούν, θα είναι οι πέμπτες εθνικές εκλογές σε διάστημα πέντε ετών, μετά τις δύο του 2012 και τις άλλες δύο του 2015. Θα είναι η έβδομη φορά που θα εκφράζεται η λαϊκή βούληση, αν προσθέσουμε εύλογα τις ευρωεκλογές του 2014, που προδιέγραψαν την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά (όπως, αληθοφανώς, ισχυρίστηκε ο κ. Βαρουφάκης), και τη μοιραία ιλαροτραγωδία του δημοψηφίσματος του 2015 που κατέληξε στο τρίτο μνημόνιο. Τις περισσότερες φορές, η κάλπη επέτεινε ή δημιούργησε ένα πολιτικό αδιέξοδο. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψει κανείς πως αυτήν τη φορά η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος θα είναι λυτρωτική και δεν θα ανακυκλώσει την κρίση, την πολιτική αμηχανία, ενδεχομένως οδηγώντας σε ακόμα μία υποτροπή της ελληνικής κρίσης; Υπάρχει κάποια εγγύηση ότι άλλη μία νωπή εντολή θα δώσει κάτι καλύτερο από τις προηγούμενες;

Η αλήθεια είναι πως εγγύηση τέτοια δεν υπάρχει. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι, εάν η κυβέρνηση, παρά πάσα επιθυμία της, υποχρεωθεί (όπως είναι πιθανό) να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως, χωρίς εκλογές, ακολουθώντας την τροχιά που έχει δρομολογηθεί και με τη διατήρηση της κυβερνητικής συμμαχίας, τα πράγματα δεν θα πάνε καλύτερα. Οι παροχές προς τους συνταξιούχους και η θλιβερή επιστολή Τσακαλώτου είναι ακόμα μία απόδειξη. Αυτοί που έχουν σημασία για τις αποφάσεις του 2017 θα έχουν νωπή την υπενθύμιση ότι η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα τηρεί τα συμφωνημένα μόνον εφόσον και στον βαθμό που δεν μπορεί να τα παραβεί. Μόλις δει ή νομίσει ότι είδε το παραμικρό παράθυρο ευκαιρίας, τρέχει να το αξιοποιήσει για μονομερείς πρωτοβουλίες. Είναι φανερό και τους το λέει με κάθε τρόπο. Δεν θέλει την πολιτική που κάνει και την κάνει μόνον επειδή είναι υποχρεωμένη. Αυτό για την ίδια και το συρρικνούμενο ακροατήριό της είναι ένα τελευταίο ιδεολογικό άλλοθι. Για τους υπολοίπους είναι μια απλή πραγματικότητα που μεταφράζεται με εξίσου απλό τρόπο: για να γίνει οτιδήποτε στην Ελλάδα, πρέπει να επιβάλλονται σκληροί όροι και να υπάρχει ακόμα σκληρότερη παρακολούθηση, ώστε να είναι διαρκώς υποχρεωμένοι στην Αθήνα να ακολουθούν συμφωνίες για την παραμικρή λεπτομέρεια. Κάτι που σημαίνει όλο και σκληρότερη επιτροπεία, απαίτηση για εκχώρηση κυριαρχίας σε όλο και μεγαλύτερο βάθος.

Ταυτόχρονα, οι επενδυτές, που ακόμα και ο κ. Τσίπρας αναγνωρίζει πια ότι χρειάζονται στη χώρα, θα βγάλουν κι αυτοί τα συμπεράσματά τους. Οσα υπόσχεται η κυβέρνηση, για το φορολογικό καθεστώς, για τη γραφειοκρατία, για τη διευκόλυνση της υλοποίησης των σχεδίων τους, είναι όλα υποκείμενα μιας πολιτικής συγκυρίας. Δεν τα υπόσχεται επειδή θέλει επενδύσεις και επενδυτές, αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Μόλις ο πολιτικός σχεδιασμός της το επιβάλει ή η συγκυρία το επιτρέψει, θα τα ανατρέψει όλα - χωρίς να διαβουλευθεί με κανέναν.
Αυτά είναι θέματα που δεν λύνονται κατ’ ανάγκην με τις εκλογές. Αλλά δεν λύνονται σε καμία περίπτωση χωρίς αυτές.