Η προσπάθεια της εθνικής οµάδας του ∆ηµήτρη Ιτούδη στο Παγκόσµιο Κύπελλο του 2023, που µπήκε από την περασµένη Τετάρτη στην τελική ευθεία του στις Φιλιππίνες, ήταν εξαρχής δύσκολη και αναχαιτίστηκε από τους Λιθουανούς πρωτίστως, στο παιχνίδι όπου επήλθε ο αποκλεισµός στη φάση των «16», και από τους Μαυροβούνιους δευτερευόντως, χωρίς ιδιαίτερο δράµα.

Η Εθνική έµεινε µακριά από µετάλλιο σε µεγάλη διοργάνωση από το 2009, όταν κατέκτησε το χάλκινο στο Ευρωµπάσκετ της Πολωνίας, ενώ σε Παγκόσµιο έχει ανέβει µόνο µία φορά στο βάθρο του νικητή. Ηταν το 2006, όταν οι διεθνείς του Παναγιώτη Γιαννάκη φόρεσαν ασήµι στο στήθος.

Η ηµεροµηνιακή αντίθεση, µάλιστα, ήταν έκδηλη: Την 1η Σεπτεµβρίου του 2023 η Εθνική ηττήθηκε µε 25 πόντους διαφορά, 92-67, από τη Λιθουανία στο µατς που θα έκρινε τη συνέχειά της στη διοργάνωση. Την 1η Σεπτεµβρίου του 2006, αντίθετα, νίκησε 101-95 τις ΗΠΑ στον ηµιτελικό της Σαϊτάµα, επιτυγχάνοντας τη νίκη που είναι το σηµείο αναφοράς για το ελληνικό µπάσκετ, ου µην και για όλα τα οµαδικά σπορ. Η Εθνική έκανε µόνο νίκες σε εκείνη τη διοργάνωση µέχρι τον τελικό. Μάλιστα, τα κατάφερε έχοντας χάσει στο τέταρτο παιχνίδι τον Νίκο Ζήση, έπειτα από αγκωνιά-ποινικό αδίκηµα του Βραζιλιάνου σέντερ Αντερσον Βαρεζάο.

Τα νοκ άουτ παιχνίδια πριν από τον ηµιτελικό µε τις ΗΠΑ, δηλαδή µε την Κίνα στη φάση των «16» και τη Γαλλία στον προηµιτελικό, είναι σαφώς υποτιµηµένα. Ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, σέντερ µε εντυπωσιακό ρεπερτόριο στο ποστ και κινήσεις στη ρακέτα που θα αντιλαµβανόταν κάποιος εντελώς διαφορετικά, αν προσµετρούσε την αγάπη του στο σκάκι, ισχυρίστηκε στο «S» ότι η σπουδαία πορεία εκείνου του συγκροτήµατος του Παναγιώτη Γιαννάκη, που ίσως αποτελεί το κορυφαίο σύνολο που φόρεσε τη γαλανόλευκη για µία διοργάνωση, ήταν αποτέλεσµα πολλών παραγόντων. «Ηµασταν µια γενιά, µια φουρνιά. ∆εν υπήρχαν κάποιοι βετεράνοι. Ο Μιχάλης Κακιούζης, που ήταν ο µεγαλύτερος, δεν ήταν καν 30 χρόνων», δήλωσε αρχικά ο πλέον 43χρονος βετεράνος, ο οποίος συνεχίζει την καριέρα του στην πυγµαχία, και µάλιστα προ τριµήνου προσκάλεσε στο ρινγκ τον Αντώνη Φώτση, µε τον οποίο «παίζαµε µπάσκετ µαζί από τα 15 µας». Επίσης, «ήταν πολύ καλή η ισορροπία, υπήρχε ένας ενιαίος πυρήνας, ο οποίος χτιζόταν από το 2004 και µετά, ενώ ήταν το ίδιο προπονητικό τιµ. Υπήρχε µεγάλος ανταγωνισµός µεταξύ µας στα πρωταθλήµατα, και µάλιστα σε διεθνές επίπεδο. Οι παίκτες µας έπαιζαν σε τοπ οµάδες». 

Συνειδητά

Ακόµα κι αυτό, όµως, δεν θα ήταν εφικτό αν δύο χρόνια πριν δεν είχε ληφθεί, εντελώς συνειδητά και µε την επίγνωση ότι µόνο αυτός ήταν ο σωστός τρόπος για να βγει το αντιπροσωπευτικό συγκρότηµα από το αδιέξοδο που διαφαινόταν ήδη από το 1999, ένα σηµαντικό ρίσκο. Ο Λάζαρος Παπαδόπουλος θυµήθηκε πως «ήταν η στρατηγική του Παναγιώτη του Γιαννάκη να σταµατήσει µεγάλους σταρ και να βάλει νέο αίµα στην οµάδα. Εκανε επένδυση στο µέλλον, στους Ολυµπιακούς του 2004, όταν σταµάτησαν πολύ µεγάλα παιδιά και πήρε τον Ζήση, τον Σπανούλη συνειδητά. Γι’ αυτό, κιόλας, δέχθηκε κριτική. Επέλεξε να εστιάσει στους µελλοντικούς πρωταγωνιστές, έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στον Παπαλουκά και τον ∆ιαµαντίδη, ενώ σταµάτησαν πολύ µεγάλα παιδιά, ο Αλβέρτης, ο Οικονόµου, ο Σιγάλας και ο Ρεντζιάς. ∆εν συνηθίζεται να γίνεται πριν από µια τόσο µεγάλη διοργάνωση».

Σε εκείνη τη διοργάνωση η Εθνική αποκλείστηκε στον προηµιτελικό, µε τη «χρυσή» Ολυµπιονίκη εκείνου του τουρνουά, την Αργεντινή, στη δική της µυθολογική στιγµή, να δείχνει χαρακτήρα από ατσάλι, αλλά η απόσβεση καθόλου δεν θα καθυστερούσε. Κατέκτησε το χρυσό στο Ευρωµπάσκετ το 2005 και έναν χρόνο αργότερα έφτασε στην κορυφή αγωνιστικά και τακτικά. «Είχαµε πολύ καλή ισορροπία, είχαµε σε όλες τις θέσεις, σε κάθε θέση είχαµε από δύοτρεις αλλαγές, είχαµε πολύ καλό balance µέσα στη ρακέτα και έξω από τη ρακέτα. Αν ήµασταν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι που έπρεπε να έχεις περισσότερη ισχύ στην ταχύτητα ή τη δύναµη, εµείς είχαµε ακριβώς το ποσοστό που έπρεπε σε όλα», σχολίασε ο Παπαδόπουλος και συνέχισε: «Οταν υπήρχε αδυναµία του αντιπάλου µέσα στη ρακέτα, περνούσαµε την µπάλα περισσότερο εκεί. Οταν φαινόταν αδυναµία στην περιφέρεια, ενεργούσαν οι δικοί µας περιφερειακοί. Μπορούσαµε να αλλάζουµε το πλάνο ανά πάσα ώρα και στιγµή».

Τρανταχτό παράδειγµα, ο ηµιτελικός µε τους Αµερικανούς: «Οι Αµερικανοί ήταν πολύ ευάλωτοι στη ζώνη, δεν ήξεραν να παίξουν αργό παιχνίδι, εκεί εστιάσαµε. Αλλά για εµάς, σε εκείνη την αναµέτρηση, ούτε η ζώνη δούλεψε πολύ ούτε το αργό παιχνίδι ήταν εφικτό. Βρήκαµε το balance να αλλάξουµε, πήγαµε στο γρήγορο παιχνίδι και αυτό έγινε µέσα στο παιχνίδι. Μπορεί να είπε ο προπονητής να παίξουµε ένα σύστηµα, αλλά οι ειδικές συνθήκες να διαµόρφωσαν τον τρόπο που παίζαµε. Ο ∆ιαµαντίδης, παραδείγµατος χάρη, µπορούσε να καταλάβει ποιος είχε τους λιγότερους πόντους και να του δώσει την µπάλα για να πάρει αυτοπεποίθηση. Στα περισσότερα παιχνίδια, πάνω σε µένα στηριζόταν το inside game, όµως στον ηµιτελικό µπήκε ο Σοφοκλής (σ.σ.: Σχορτσανίτης) και πήγε πάρα πολύ καλά. Ετσι, ο αντίπαλος ήταν δύσκολο να “διαβάσει” το παιχνίδι».

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 9/9