Σε πολλές περιπτώσεις στον δηµόσιο διάλογο ακούµε να γίνεται λόγος για τη χαλαρή ψήφο των ευρωεκλογών, µε την αναφορά να έχει διπλή ανάγνωση, καθώς περιγράφει τόσο τη χαµηλότερη συµµετοχή των πολιτών όσο και τη διάθεση πειραµατισµού ή διαφορετικών κοµµατικών επιλογών που κάνουν οι εκλογείς σε σχέση µε την ψήφο των εθνικών.

Είναι βέβαιο ότι το διακύβευµα των ευρωεκλογών για τη µεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων εκλογέων είναι µικρότερης πολιτικής σηµασίας γεγονός, που πρώτα και πάνω απ’ όλα καταδεικνύει την απόσταση που χωρίζει τους ψηφοφόρους από τα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ε.Ε. και του Ευρωκοινοβουλίου και την αδυναµία της γερασµένης πλέον Ενωσης να εµπνεύσει και να ενσωµατώσει στην πολιτική της λειτουργία τους Ευρωπαίους πολίτες. Το φαινόµενο φυσικά δεν είναι ελληνικό, τουναντίον στη χώρα µας η συµµετοχή καταγράφεται πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσον όρο, ο οποίος στις τελευταίες ευρωεκλογές ήταν στο 50,6%, ενώ στην Ελλάδα στο 58,7%. Το συγκεκριµένο ποσοστό συµµετοχής απέχει σηµαντικά από αυτό των πρώτων ευρωεκλογών που έλαβαν χώρα το 1981 και στις οποίες συµµετείχε το 81,48% του εκλογικού σώµατος.

Οπως βλέπουµε και στον διαχρονικό πίνακα, η αποχή αυξάνεται από εκλογή σε εκλογή µε µία µικρή αύξηση της συµµετοχής να καταγράφεται το 2014 και το 2019, χρονιές ωστόσο που η κάλπη των ευρωεκλογών στήθηκε την ίδια ηµέρα µε αυτή των αυτοδιοικητικών (πίνακας 1). Για να έχουµε µία συγκριτική βάση της συµµετοχής στις εθνικές και τις ευρωεκλογές εξετάσαµε τις τέσσερις τελευταίες αναµετρήσεις από το 2004 έως και το 2019, που έγιναν σε µικρή χρονική απόσταση η µία από την άλλη. Βλέπουµε λοιπόν τα ποσοστά συµµετοχής των ευρωεκλογών του 2014 να είναι πολύ κοντά σε αυτά των εθνικών του Ιανουαρίου του 2015, ενώ στην αναµέτρηση του Μαΐου του 2019 η συµµετοχή της ευρωεκλογές ξεπέρασε αυτή των εθνικών του Ιουλίου.

Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που λειτούργησε και ανέβασε σηµαντικά τη συµµετοχή ήταν, όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, η ταυτόχρονη διεξαγωγή δηµοτικών και περιφερειακών εκλογών. Αντίθετα, όταν οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν αυτοτελώς, η συµµετοχή ήταν σαφέστατα µειωµένη κατά περίπου 18 ποσοστιαίες µονάδες το 2009 και κατά περίπου 13 µονάδες το 2004 (πίνακας 2). Με βάση την έως τώρα ιστορική εµπειρία θα ανέµενε κάποιος ότι στις επερχόµενες ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024 η εκλογική συµπεριφορά θα προσιδιάζει µε αυτή των εκλογών του 2004 και του 2009, µε την αποχή να καταγράφει νέο ρεκόρ.

Ωστόσο στην επικείµενη εκλογική αναµέτρηση υπεισέρχεται ο παράγοντας της β, η επίδραση της οποίας σε αυτή τη φάση είναι άγνωστη και αδύνατο να εκτιµηθεί. Το υπουργείο Εσωτερικών προσδοκά ότι µε τη διευκόλυνση που παρέχει ο νέος τρόπος ψηφοφορίας, η συµµετοχή θα αυξηθεί και οι πολίτες του εξωτερικού, αλλά και αυτοί του εσωτερικού που απείχαν από προηγούµενες αναµετρήσεις, θα κάνουν χρήση του δικαιώµατός τους και θα αυξήσουν το ενδιαφέρον. Αυτά βέβαια σε τεχνικό επίπεδο, γιατί όσον αφορά την πολιτική σηµασία των ευρωεκλογών η Ε.Ε. στο σύνολό της φαίνεται να βιώνει δυστυχώς µια παρατεταµένη περίοδο στασιµότητας. Ανέµπνευστες πολιτικές ηγεσίες, αδύναµα καθοδηγητικά όργανα και ένα Κοινοβούλιο άνευρο, µε διαδικασίες που στη µεγάλη τους πλειονότητα δεν συγκινούν τους Ευρωπαίους πολίτες ούτε µπορούν να συγχρονιστούν µε τις καθηµερινές τους ανάγκες.

Σε σχέση µε τα εσωτερικά πολιτικά µηνύµατα, αναµένεται να επαληθευθεί η πρότερη εµπειρία, που λέει ότι όταν οι ευρωεκλογές προηγούνται των εθνικών, όπως το 2009, το 2014 και το 2019, λειτουργούν ως προάγγελος του αποτελέσµατος των βουλευτικών, ενώ όταν έπονται επιβεβαιώνουν την πρόσφατη πολιτική ετυµηγορία των εθνικών, όπως συνέβη το 2004.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής