Στον δρόµο για την κάλπη της 21ης Μαΐου, αναλύοντας τα δηµοσκοπικά δεδοµένα, η δηµόσια συζήτηση περιστρέφεται πολλές φορές αποκλειστικά γύρω από τα αποτελέσµατα της πρόθεσης ψήφου, χωρίς να εστιάζει στις επιµέρους διασταυρώσεις και συσχετίσεις, που µπορεί να είναι αποκαλυπτικές για τις διαθέσεις της εκλογικής συµπεριφοράς των ψηφοφόρων.

Αυτό θα επιχειρήσουµε να κάνουµε, παρουσιάζοντας κάποια επιµέρους στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από τη δευτερογενή ανάλυση των δεδοµένων της έρευνας της GPO που δηµοσιεύθηκε στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ». Είναι τα λεγόµενα «ποιοτικά στοιχεία», όπως λανθασµένα αναφέρονται σε πολλές περιπτώσεις, αφού από µια ποσοτική έρευνα δεν µπορούν να προκύπτουν ποιοτικά δεδοµένα. Η ορθή διατύπωση είναι ποσοτικά στοιχεία που έχουν προκύψει από συσχετίσεις, µε βάση δηµογραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των ερωτώµενων.

Διχασμένο το εκλογικό σώμα

Σε αυτά, λοιπόν, τα στοιχεία παρατηρούµε ότι στο κεντρικό δίληµµα της επερχόµενης εκλογικής αναµέτρησης, αν δηλαδή τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η χώρα µπορεί να τα διαχειριστεί καλύτερα µια αυτοδύναµη ή µια κυβέρνηση συνεργασίας, το εκλογικό σώµα εµφανίζεται διχασµένο, µε το 48,8% να προκρίνει τις αυτοδύναµες κυβερνήσεις και το 46,9% να προτιµά τις κυβερνήσεις συνεργασίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις των συµµετεχόντων στην έρευνα µε βάση την κοµµατική τους επιλογή το 2019. Βλέπουµε, λοιπόν, το 80,4% όσων είχαν ψηφίσει Ν.∆. να υποστηρίζει το κυβερνητικό αφήγηµα υπέρ της αυτοδυναµίας, ενώ, στον αντίποδα, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούν σε ποσοστό 77,7% τη βασική πολιτική επιλογή του κόµµατός τους. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, υπάρχουν τµήµατα ψηφοφόρων της Ν.∆. που τάσσονται υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας (17,5%) και ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που προτιµούν µια αυτοδύναµη κυβέρνηση (18,3%). Στην περίπτωση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ επικρατεί διχοτόµηση της κοµµατικής βάσης, µε τις κυβερνήσεις συνεργασίας να προηγούνται οριακά, µε ποσοστό 50,6% έναντι 46,8% που επιλέγουν τα αυτοδύναµα κυβερνητικά σχήµατα.

Βασικός κορμός

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ για το ποιο από τα δύο πρώτα κόµµατα θα προτιµούσαν να αποτελεί τον βασικό κορµό στο ενδεχόµενο µιας κυβέρνησης συνεργασίας, µε το 51,9% να επιλέγει τη Ν.∆. και το 31,2% τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει ωστόσο να σηµειώσουµε ότι οι απαντήσεις στη συγκεκριµένη ερώτηση δεν µπορούν αυτόµατα να µεταφραστούν ως επιθυµία συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ µε το ένα ή µε το άλλο κόµµα.


Για την πρωτιά

Το ίδιο ισχύει και για τις τοποθετήσεις της ερώτησης για το «ποιο κόµµα θα θέλατε να είναι πρώτο», µε τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να δηλώνουν τη Ν.∆. σε ποσοστό 39,2%, τον ΣΥΡΙΖΑ µε 23,4% και την απάντηση «άλλο», που σε µεγάλο βαθµό περιλαµβάνει το ίδιο τους το κόµµα, να συγκεντρώνει το 34,8%. Επαναλαµβάνουµε ότι δεν µπορούµε αυθαίρετα να ερµηνεύσουµε τις παραπάνω επιλογές, δεν µπορούµε ωστόσο να παραβλέψουµε την καταγεγραµµένη τριχοτόµηση της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που δυσχεραίνει σε µεγάλο βαθµό τη στρατηγική κατεύθυνση του κ. Ανδρουλάκη.

Έστω και οριακά

Αυτό που µπορούµε να ισχυριστούµε είναι ότι, µε βάση τα διαχρονικά δηµοσκοπικά δεδοµένα, τα οποία επιβεβαιώνονται και στην παρούσα µέτρηση, έστω και οριακά, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ κλίνουν περισσότερο προς τη Ν.∆., παρά τις αποκαλύψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων και παρά την τραυµατική για το κόµµα τους εκλογική αποτίµηση της συγκυβέρνησης της περιόδου 2012-15. Για ένα σηµαντικό τµήµα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τον τακτικό αντίπαλο, τις ψήφους του οποίου επιθυµούν να επαναπατρίσουν, ώστε το κόµµα τους να περάσει κατ’ αρχάς στην αξιωµατική αντιπολίτευση και στη συνέχεια να καταστεί βασικός διεκδικητής της εξουσίας από τη Ν.∆., η οποία παραµένει ο διαχρονικά και σταθερά ιδεολογικός αντίπαλος.

Τέλος, η παράσταση νίκης παραµένει ξεκάθαρα υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, µε το 24,2% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να δίνει στην κυβερνητική παράταξη τον πρώτο λόγο για την επερχόµενη εκλογική αναµέτρηση.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 22 Απριλίου 2023.