Ηταν µόλις το 2008 όταν δηµοσιεύθηκε το πρώτο επίσηµο και ολοκληρωµένο έγγραφο που περιέγραφε λεπτοµερώς την ιδέα και τον τρόπο εφαρµογής και λειτουργίας των κρυπτονοµισµάτων. Ο συντάκτης του εγγράφου, που υπέγραφε µε το ψευδώνυµο Satoshi Nakamoto, παραµένει µέχρι και σήµερα άγνωστος. Ενα χρόνο µετά, το 2009, έγινε η πρώτη χρήση κρυπτονοµίσµατος, του γνωστού σε όλους µας bitcoin, για να ακολουθήσουν µια σειρά άλλων, όπως το litecoin, το ripple, το ethereum κ.ά.

Τα κρυπτονοµίσµατα είναι ψηφιακές µάρκες. Είναι δηλαδή ένας τύπος ψηφιακού νοµίσµατος, που επιτρέπει στους ανθρώπους να πραγµατοποιούν πληρωµές απ’ ευθείας µεταξύ τους, µέσω ενός διαδικτυακού συστήµατος. ∆εν έχουν µια συγκεκριµένη αξία. Αξίζουν αυτό που οι άνθρωποι είναι διατεθειµένοι να πληρώσουν γι’ αυτά στην αγορά. ∆ηµιουργήθηκαν ως ένα εναλλακτικό σύστηµα πληρωµών χωρίς κεντρικό έλεγχο, που θα µπορούσε να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά νοµίσµατα.

Ο φόβος των κυβερνώντων

Η δηµοφιλία και η ραγδαία εξάπλωσή τους σήµανε συναγερµό στο παγκόσµιο τραπεζικό σύστηµα και στις κυβερνήσεις, καθώς κατάλαβαν ότι θα µπορούσαν να χάσουν τον έλεγχο της οικονοµίας, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται... Μετά τον αρχικό πανικό, πολλά στελέχη µεγάλων τραπεζών, αντιλαµβανόµενα τη σπουδαιότητα της τεχνολογίας πίσω από τα κρυπτονοµίσµατα, άρχισαν να επενδύουν όλο και περισσότερο στη χρήση αυτών των τεχνολογιών, δηµιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη µετάβαση σε µια νέα γενιά ηλεκτρονικών πληρωµών, µε βάση τα ψηφιακά µετρητά, που θα ελέγχεται όµως από ένα κεντρικό τραπεζικό σύστηµα. Ετσι δηµιουργήθηκε το Central Bank Digital Currency (Ψηφιακό Νόµισµα Κεντρικής Τράπεζας - CBDC), ως ένα αντιστάθµισµα στα κρυπτονοµίσµατα. Είναι ένα ψηφιακό νόµισµα που παρέχεται από την κυβέρνηση και είναι στην άµεση ευθύνη µιας κεντρικής τράπεζας.

Στις ΗΠΑ ένα CBDC θα ήταν µια ψηφιακή µορφή του δολαρίου και αντίστοιχα στην Ευρώπη µια ψηφιακή µορφή του ευρώ. Η βασική τους διαφορά είναι ότι το ψηφιακό νόµισµα CBDC παρέχεται από την κυβέρνηση, ενώ τα κρυπτονοµίσµατα παρέχονται από την αγορά. Ενα ψηφιακό νόµισµα CBDC δηµιουργεί ένα είδος ψηφιακής πρόσδεσης του πολίτη µε µια κεντρική τράπεζα, καθώς όλες οι συναλλαγές καταγράφονται και ελέγχονται πλήρως. Στον αντίποδα, ένα κρυπτονόµισµα είναι ένας τρόπος ψηφιακής αποθήκευσης και ανταλλαγής αξίας που δύσκολα µπορεί να ελεγχθεί, καθώς η χρήση του δεν εξαρτάται από καµιά κυβέρνηση, κεντρική τράπεζα ή άλλο κρατικό φορέα. Οι δηµιουργοί του CBDC υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη µιας κεντρικής αρχής παρέχει σταθερότητα και επιτρέπει στις νοµισµατικές πολιτικές να αντιµετωπίζουν τις οικονοµικές προκλήσεις, σε αντίθεση µε τα αποκεντρωµένα κρυπτονοµίσµατα, που είναι γνωστά για τη µεγάλη µεταβλητότητά τους και άρα για το υψηλό επενδυτικό ρίσκο τους. ∆εν λείπουν βέβαια και οι επικριτές του, που πίσω από αυτό βλέπουν ένα σύστηµα «µεγάλου αδελφού», το οποίο απειλεί την ιδιωτικότητα των οικονοµικών συναλλαγών και των προσωπικών δεδοµένων.

Ποιοι το εφαρµόζουν και ποιοι το σκέφτονται

Συνολικά 130 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 98% του παγκόσµιου ΑΕΠ, διερευνούν την είσοδό τους στο CBDC. Η Κίνα και οι Μπαχάµες είναι από τις πρώτες χώρες που το εισήγαγαν στην οικονοµία τους. Η Αυστραλία, η Ταϊλάνδη, η Νότια Κορέα, όπως και η Ρωσία βρίσκονται σε φάση δοκιµής. Η Σουηδία είναι πρωτοπόρος και εφαρµόζει ήδη ένα πιλοτικό πρόγραµµα, ενώ και η Αγγλία εργάζεται για την ψηφιακή λίρα. Οι ΗΠΑ έχουν µείνει πίσω ως προς την πρόοδο για το ψηφιακό δολάριο, σε ό,τι αφορά τη λιανική χρήση του. Από τον περασµένο Νοέµβριο, η Ευρωπαϊκή Ενωση πέρασε από τη φάση της διερεύνησης στη φάση της υλοποίησης του ψηφιακού ευρώ, η οποία αναµένεται να διαρκέσει για δύο χρόνια. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, δίνοντας το στίγµα της µετάβασης στη νέα εποχή, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να προετοιµάσουµε το νόµισµά µας για το µέλλον. Οραµατιζόµαστε ένα ψηφιακό ευρώ ως µια ψηφιακή µορφή µετρητών, που θα µπορεί να χρησιµοποιηθεί για όλες τις ψηφιακές πληρωµές, χωρίς χρέωση και που θα πληροί τα υψηλότερα πρότυπα απορρήτου και θα συνυπάρχει µαζί µε τα µετρητά, τα οποία θα είναι πάντα διαθέσιµα».

Το µέλλον και οι εξελίξεις

Τόσο τα κρυπτονοµίσµατα όσο και τα ψηφιακά νοµίσµατα κεντρικής τράπεζας έχουν έναν κοινό πυρήνα, καθώς και τα δύο έρχονται να δώσουν λύση στις σύγχρονες ανάγκες της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας µε τον τεράστιο όγκο συναλλαγών. ∆ιαφέρουν όµως εκ διαµέτρου στον τρόπο µε τον οποίο το υλοποιούν. Τα µεν κρυπτονοµίσµατα λειτουργούν αποκεντρωτικά, τα δε τραπεζικά ψηφιακά νοµίσµατα λειτουργούν συγκεντρωτικά. Το εάν κάποιο θα υπερισχύσει έναντι του άλλου, ή εάν θα συνυπάρξουν, είναι πολύ νωρίς να το πούµε. Η µελλοντική δυναµική του καθενός θα εξαρτηθεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις, την αντίληψη του κοινού και µια σειρά οικονοµικών παραγόντων που είναι αδύνατον να προβλεφθούν µε τα σηµερινά δεδοµένα. Προς το παρόν η µάχη είναι αµφίρροπη...

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής