Από το ινδικό ρύζι μέχρι το αυστραλιανό σιτάρι, η κλιματική αλλαγή πλήττει τις σοδειές, εντείνοντας τις ελλείψεις τροφίμων και εκτοξεύοντας στα ύψη τις ήδη τσουχτερές -λόγω του πολέμου στην Ουκρανία- τιμές. Υπάρχει όμως τρόπος για να παρακάμψει κανείς την κρίση, λένε οι αναλυτές.

Όταν η Ινδία σταμάτησε τις εξαγωγές λευκού ρυζιού, εκτός από το μπασμάτι, στο τέλος Ιουλίου για να ελέγξει τις αυξανόμενες τιμές στο εσωτερικό και να διασφαλίσει την τοπική διαθεσιμότητα, η χώρα είχε έτοιμη... δικαιολογία. Η απαγόρευση, από τον μεγαλύτερο εξαγωγέα ρυζιού στον κόσμο, επρόκειτο να προκαλέσει κύματα πανικού στις παγκόσμιες αγορές, καθώς δεκάδες χώρες, ειδικά στην Ασία και την υποσαχάρια Αφρική, εξαρτώνται από το ινδικό ρύζι. Το Δελχί ωστόσο είπε ότι αναγκάστηκε να λάβει την εν λόγω απόφαση εξαιτίας των «υψηλών τιμών διεθνώς λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας, του Ελ Νίνιο και των ακραίων κλιματικών συνθηκών σε άλλες χώρες παραγωγής ρυζιού». Η απαγόρευση εξαγωγών επηρεάζει το ένα τέταρτο των εξαγωγών ρυζιού της χώρας.

Αμέσως μετά την αποχώρηση της Ρωσίας από τη συμφωνία για τα σιτηρά στη Μαύρη Θάλασσα εν μέσω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, οι περιορισμοί στις εξαγωγές της Ινδίας απειλούν να πυροδοτήσουν ευρύτερη επισιτιστική κρίση. Ωστόσο, η απαγόρευση εγείρει βαθύτερα ερωτήματα. Τα ασυνήθιστα καιρικά μοτίβα, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι χαμηλές αποδόσεις λόγω παραγόντων που σχετίζονται με το κλίμα συγκρούονται με αυξανόμενη συχνότητα, οδηγώντας σε μία σπειροειδή αύξηση των τιμών, αυξάνοντας τον κίνδυνο λιμού.

Η Αργεντινή, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σόγιας στον πλανήτη και κορυφαίος παραγωγός καλαμποκιού, υποφέρει από τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 60 ετών, που οδήγησε σε απότομες περικοπές στις σοδειές. Η Ινδονησία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φοινικέλαιου στον κόσμο, απαγόρευσε για λίγο τις εξαγωγές της πέρυσι εν μέσω ανόδου των τιμών, πυροδοτώντας έναν παγκόσμιο αγώνα για βρώσιμα έλαια, ειδικά μετά τις αναταράξεις στις προμήθειες της Ουκρανίας σε ηλιέλαιο λόγω του πολέμου.

Η Βραζιλία, ένας σημαντικός παραγωγός λαδιού σόγιας, έχει επίσης υποφέρει από ξηρασίες τα τελευταία χρόνια, ενώ το 2021 έφερε τη χαμηλότερη απόδοση στον Καναδά σε λάδι canola τα τελευταία 14 χρόνια.

Είναι, λοιπόν, μια διαρκής επισιτιστική κρίση η νέα κανονικότητα; Και τι μπορεί να κάνει ο πλανήτης γι' αυτό; Η σύντομη απάντηση: μια συρροή ακραίων καιρικών συνθηκών, περιορισμών εξαγωγών και γεωπολιτικών ρωγμών θα μπορούσε να θέσει την επισιτιστική ασφάλεια του πλανήτη σε διαρκή κίνδυνο. Ωστόσο, οι ειδικοί λένε ότι υπάρχει λύση. Το να επιτραπεί το ελεύθερο εμπόριο και η χρήση καλύτερων ποικιλιών καλλιεργειών που μπορούν να αντέξουν καλύτερα στην κλιματική αλλαγή μπορεί να μετριάσει τις μελλοντικές κρίσεις.

Αυξανόμενοι περιορισμοί στις εξαγωγές

Το ρύζι είναι η βασική τροφή για περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού και περισσότεροι από 500 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι καταναλώνονται κάθε χρόνο. Η Ινδία αντιπροσωπεύει το 40% των παγκόσμιων εξαγωγών ρυζιού, με άλλους βασικούς παίκτες να είναι η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, το Πακιστάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ποικιλία ρυζιού που απαγορεύτηκε από την Ινδία αποτελούσε περίπου το 10% της παγκόσμιας αγοράς τα τελευταία δύο χρόνια, λέει στο Al Jazeera η Σίρλεϊ Μουσταφά, αναλύτρια αγοράς ρυζιού στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO). «Αυτό το ρύζι προορίζεται για πολύ συγκεκριμένες περιοχές, όπως η Μαλαισία, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Νεπάλ και το Μπαγκλαντές», είπε. «Πρόσφατα, οι Αφρικανοί αγοραστές αναδείχθηκαν ως ηγέτες στην αγορά αυτού του τύπου ρυζιού, συμπεριλαμβανομένων του Καμερούν, της Μαδαγασκάρης και της Ακτής του Ελεφαντοστού».

Αλλά η Ινδία έχει επίσης εισαγάγει έναν εξαγωγικό φόρο 20% για το μισοβρασμένο ρύζι, επιβάλλοντας στην πραγματικότητα περιορισμούς σε όλο το ρύζι που δεν είναι μπασμάτι - το 80% των συνολικών εξαγωγών ρυζιού της χώρας.

Τέτοιοι περιορισμοί εξαγωγών αποσταθεροποιούν τις αγορές, λέει η Μουσταφά. Οδηγούν σε αύξηση των τιμών παγκοσμίως, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τις φτωχές χώρες που προσπαθούν να αγοράσουν περισσότερο ρύζι φοβούμενες συρρίκνωση της προσφοράς. Με την Ινδία να απαγορεύει εντελώς την εξαγωγή ρυζιού, οι παγκόσμιες τιμές έχουν εκτοξευθεί περαιτέρω, φτάνοντας τον Ιούλιο στα υψηλότερα επίπεδά τους από τον Σεπτέμβριο του 2011, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Ρυζιού All Rice του FAO.

 «Η τιμή για το λευκό ρύζι της Ταϊλάνδης, που θεωρείται ως η τιμή αναφοράς για το ρύζι, αυξήθηκε κατά περίπου 14% από την ανακοίνωση της Ινδίας», δήλωσε στο Al Jazeera ο Τζόζεφ Γκλάουμπερ, ανώτερος ερευνητής στο International Food Policy Research Institute.

Ωστόσο, η Ινδία δεν είναι η μόνη χώρα με μέτρα περιορισμού των εξαγωγών. Συνολικά, 20 χώρες έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές σε βασικά προϊόντα διατροφής, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επισιτιστική ασφάλεια, τον Ιούλιο του 2023. Το Αφγανιστάν έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές σιταριού, το Μπαγκλαντές ρυζιού και το Καμερούν φυτικών ελαίων και δημητριακών, ενώ χώρες όπως η Ρωσία και η Ουγκάντα έχουν επιβάλει εξαγωγικούς φόρους σε ορισμένα προϊόντα όπως το ηλιέλαιο, το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι και το ρύζι.

Αυτές οι πολιτικές περιορισμού του εμπορίου έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα μετά την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

 «Αυξάνεται η πείνα»

Οι τιμές των βασικών τροφίμων όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι και οι ελαιούχοι σπόροι έχουν αυξηθεί από τη στιγμή που η πανδημία COVID-19 το 2020 διέκοψε τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ύστερα από χρόνια σχετικά σταθερού κόστους, δήλωσε ο Ματίν Κάιμ, καθηγητής τροφίμων και γεωργικών οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης της Γερμανίας, στο Al Jazeera. Η πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία χειροτέρευσε τα πράγματα, με τις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων να βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών τον Μάρτιο του 2022, σύμφωνα με τον δείκτη του FAO. «Δεν είχαμε δει τέτοιες αυξήσεις από το 2007-08 και το 2011», είπε.

Πριν από τον πόλεμο η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσώπευαν το 34% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 27% του κριθαριού, το 17%  του καλαμποκιού και το 55% του ηλιελαίου. Ορισμένες περιοχές ειδικότερα είχαν μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές από αυτές τις δύο χώρες. Η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή έλαβαν το 50% των προμηθειών τους σε δημητριακά από τη Ρωσία και την Ουκρανία.

Ο στρατιωτικός αποκλεισμός της Μαύρης Θάλασσας από τη Ρωσία σχεδόν μπλόκαρε τις ουκρανικές εξαγωγές μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 2022, προτού τα Ηνωμένα Έθνη και η Τουρκία μεσολαβήσουν για μία σημαντική συμφωνία με το Κίεβο και τη Μόσχα για την επανέναρξη των εξαγωγών. Περισσότεροι από 32 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι καλαμποκιού, σιταριού και άλλων σιτηρών εξήχθησαν από την Ουκρανία από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τον Ιούλιο του 2023.

Όμως, στις 17 Ιουλίου, η Ρωσία αποφάσισε να μην ανανεώσει την πρωτοβουλία, πλήττοντας πιθανώς τις προγραμματισμένες εξαγωγές σιτηρών της Ουκρανίας κατά 45 εκατομμύρια τόνους κατά το ήμισυ. «Ανησυχώ ότι κάποια από την πρόοδο που σημειώνουμε (όσον αφορά την επισιτιστική ασφάλεια) τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει σταματήσει», λέει ο Κάιμ. «Τώρα βλέπουμε μάλλον αυξανόμενους αριθμούς πείνας και αυτό απειλεί να επηρεάσει τον στόχο βιώσιμης ανάπτυξης για τον τερματισμό της πείνας και κάθε μορφής υποσιτισμού έως το 2030».

Περίπου το 9,2% του παγκόσμιου πληθυσμού –μεταξύ 691 και 783 εκατομμύρια άνθρωποι– αντιμετώπισε πείνα το 2022, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το 7,9% το έτος πριν από την πανδημία του 2019, σύμφωνα με την έκθεση του FAO για την κατάσταση της επισιτιστικής ανασφάλειας και της διατροφής για το 2023.

Την επισιτιστική κρίση ενισχύει η κλιματική αλλαγή που εμφανίζεται με τη μορφή πυρκαγιών στον Καναδά και την Ευρώπη, ξηρασίας στη Νότια Αμερική και την Ανατολική Αφρική και πλημμυρών στην Κίνα.

Ζέστη, ξηρασία, υγρασία

Καθώς οι καταστροφικές πλημμύρες σάρωσαν μεγάλα τμήματα του Πακιστάν το 2022, τα νερά κατέκλυσαν γεωργικές εκτάσεις στο μέγεθος της Τσεχίας, καταστρέφοντας περισσότερο από το 80% των καλλιεργειών της χώρας και ωθώντας την σε επισιτιστική κρίση. Στο άλλο άκρο των ακραίων καιρικών φαινομένων που ο κόσμος αντιμετωπίζει όλο και συχνότερα είναι η Αργεντινή και η Ισπανία, οι οποίες αντιμετώπισαν άνευ προηγουμένου ξηρασίες το 2023.

Τώρα, η Αυστραλία φέρεται να προετοιμάζεται για μια δραματική μείωση 34% στην απόδοση σιταριού της φέτος, με τον τέταρτο μεγαλύτερο εξαγωγέα σιτηρών στον κόσμο να αναμένει άνυδρες συνθήκες Ελ Νίνιο. Η ζέστη επηρεάζει επίσης την απόδοση του καλαμποκιού στις ΗΠΑ, καθώς και την παραγωγή σιταριού στην Ευρώπη και τον Καναδά, σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων αγροτοβιομηχανίας Gro Intelligence, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη.

Η Κένυα, η Σομαλία, η Ουγκάντα, η Τανζανία, η Αϊτή, η Χιλή και η Βολιβία αναμένεται επίσης να δουν χαμηλότερες αποδόσεις των καλλιεργειών λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών φέτος. Βεβαίως η πτώση της παραγωγής σε ένα μέρος του κόσμου μπορεί, θεωρητικά, συχνά να αντισταθμιστεί από τις αποδόσεις σε άλλες χώρες.

 «Οι ακραίες καιρικές συνθήκες επηρεάζουν την παραγωγή καλλιεργειών, αλλά ο αντίκτυπος δεν είναι συμμετρικός σε ολόκληρο τον κόσμο ταυτόχρονα», δήλωσε στο Al Jazeera ο Μπαράτ Ραμασουάμι, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Ashoka του Νέου Δελχί. «Η παγκόσμια προσφορά τροφίμων δεν αλλάζει πολύ στο μέρος του κόσμου που δεν έχει επηρεαστεί. Ένα παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μπορεί να διαχειριστεί τέτοιες ελλείψεις, δεδομένου ότι υπάρχει αρκετή συνεργασία μεταξύ των χωρών και επιτρέπουμε στα τρόφιμα να κυκλοφορούν ελεύθερα».

Ενώ οι συνθήκες ξηρασίας οδήγησαν σε χαμηλότερες αποδόσεις σιταριού και αραβοσίτου στις ΗΠΑ και σε ορισμένες ασιατικές χώρες το 2021 και το 2022, για παράδειγμα, η Αυστραλία ανέφερε υψηλή παραγωγή σίτου εκείνα τα χρόνια. Η επιστήμη όμως είναι ξεκάθαρη: μακροπρόθεσμα, η άνοδος της θερμοκρασίας θα οδηγήσει σε μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών που καταναλώνονται περισσότερο, όπως το ρύζι, το σιτάρι, ο καλαμπόκι και η σόγια.

Τι πρέπει να γίνει

Και οι δύο αυτές προκλήσεις –οι έλεγχοι των εξαγωγών και η μείωση των καλλιεργειών– μπορούν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με τους αναλυτές. Αυτό που χρειάζεται είναι μια παγκόσμια στρατηγική. Τα παγκόσμια αποθέματα τροφίμων παρέμειναν σε παρόμοια επίπεδα τα τελευταία χρόνια και οι τελευταίες προβλέψεις του FAO, τον Ιούνιο του 2023, έδειξαν στην πραγματικότητα αύξηση της παραγωγής και των αποθεμάτων για βασικά γεωργικά προϊόντα.

 «Απαιτείται συντονισμένη δράση από τους εξαγωγείς για να καθησυχάσουν ιδιαίτερα τις φτωχές χώρες ότι δεν θα διακόψουμε αυθαίρετα τις προμήθειες και ότι τα συμφέροντά τους δεν θα θυσιαστούν», είπε ο Μπαράτ Ραμασουάμι. «Αυτό θα αποκαταστήσει την πίστη στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο είναι ευάλωτο σε πολιτικούς κινδύνους και αντιλήψεις».

Επιπλέον τα συστήματα παραγωγής καλλιεργειών πρέπει να βελτιωθούν και οι χώρες πρέπει να χρησιμοποιούν καλύτερους και πιο ανθεκτικούς σπόρους, εστιάζοντας σε καλλιέργειες που είναι πιο ανθεκτικές στις ακραίες καιρικές συνθήκες. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στην έρευνα και την τεχνολογία στη γεωργία. Με τα σωστά βήματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η διαφαινόμενη επισιτιστική κρίση μπορεί να αποφευχθεί, συμφωνούν οι αναλυτές.

Οι παραδοσιακές καλλιέργειες που αντέχουν στις κλιματικές αλλαγές και τις ακραίες θερμοκρασίες, επιστρέφουν σιγά σιγά. Το κεχρί, κάποτε βασικό προϊόν στην Αφρική και σε πολλά μέρη της Ασίας, έχει δει αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια. Ο ΟΗΕ έχει ορίσει το 2023 ως Διεθνές Έτος Κεχριών, με μια σειρά από προωθητικές ενέργειες που στοχεύουν στην ανάδειξη των θρεπτικών (είναι πλούσια σε πρωτεΐνες και μικροθρεπτικά συστατικά) και φιλικά προς το κλίμα χαρακτηριστικά αυτών των αρχαίων σιτηρών. Εν τω μεταξύ, οι επιστήμονες αναπτύσσουν ανθεκτικές στην ξηρασία ποικιλίες ρυζιού, σιταριού, καλαμποκιού και άλλων σημαντικών καλλιεργειών. Καμία από αυτές δεν θα αντικαταστήσει σύντομα τις ποικιλίες σιτηρών που χρησιμοποιούνται ευρέως σε όλο τον κόσμο, ωστόσο προσφέρουν μια πιθανή, μακροπρόθεσμη λύση. Είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο – και την αυξανόμενη πείνα.