Σε ηλικία πεντέμισι χρόνων πέρασε τα σύνορα από την Αλβανία για την Ελλάδα με ταξί. Πριν από αυτό είχε βιώσει μια από τις δυσκολότερες στιγμές στη ζωή του, τον τραγικό θάνατο του τετράχρονου ξαδέλφου του, περιστατικό που συνέβη μπροστά στα μάτια του.

Ο Νίκος Γκέλια μίλησε στην «ON time» για τη διαδρομή του μέχρι σήμερα, κατά τη διάρκεια της οποίας βίωσε δύσκολες καταστάσεις, αλλά πάντα με τη διάθεση να μην το βάλει κάτω και να διεκδικεί τα καλύτερα για τη ζωή του.

Ανήκεις στους ηθοποιούς που πρωταγωνιστούν στην τηλεοπτική σειρά «Το Ναυάγιο».

Ναι, φέτος κάνουμε μια πολύ ωραία και δύσκολη δουλειά, που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα, όπου βάζουμε την ψυχούλα μας. Ξεκινήσαμε με πολύ δύσκολες συνθήκες, καθώς είναι κάτι πολύ απαιτητικό από θέμα κειμένου. Την πρώτη φορά που είχα πάρει το κείμενο στα χέρια μου, δεν ήμουν σίγουρος αν μπορούμε να τα καταφέρουμε και ρωτούσα όλη την ομάδα.

Γιατί είχες αυτές τις απορίες; Τι σε τρόμαζε;

Το κείμενο μέσα είχε ένα ναυάγιο, ανθρώπους που πνίγονται, ένα καράβι που βουλιάζει - θέλει ειδικά εφέ και γυρίσματα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τεχνογνωσία για να κάνεις κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να βγει «μάπα» και να «τρώγαμε ντομάτες», αυτό ήταν το άγχος μου.

Στο τεχνικό μέρος τι σε δυσκόλεψε;

Είναι κάτι που δεν μου έχει ξανατύχει, δεν υπάρχει προϊστορία. Το δύσκολο κομμάτι είναι να παίζεις σε επικλινές έδαφος, γιατί από ένα σημείο του ναυαγίου κι έπειτα, το στούντιό μας ήταν όλο σε 45 μοίρες. Το πάτωμα δεν ήταν ευθεία και με νερά τα οποία τρέχανε, με ρούχα και παπούτσια εποχής, με αποτέλεσμα να γλιστράς ανά πάσα ώρα και στιγμή. Είχαμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα, με κόντρα κύμα, αέρα, κούραση, νύχτα, δέκα ώρες… οπότε ήταν πολλοί οι φόβοι ώστε να πεις: «Πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα το κάνω; Θα αντέξω; Μήπως πάθω κρυοπαγήματα;». Διότι, δέκα ώρες μέσα στη θάλασσα, με τα ρούχα… είχαμε υποθερμίες και δυσκολία, όπως στη σκηνή του θρήνου που είχα στο νυχτερινό κομμάτι, δέκα ώρες στα βράχια, βρεγμένος, κι αυτό να ποτίζει, γιατί ήταν μάλλινα ρούχα του 1966. Με το που άκουγα το «cut», έφτανα στο σημείο να φεύγω για να βγάλω όλα τα ρούχα μου, για να νιώθω τη θερμοκρασία μόνο του σώματός μου και την υγρασία σε αυτό. Η παραγωγή ήταν εκεί με τέντες, με πετσέτες, με σόμπες…

Πολλές φορές το τραγικό μπορεί να έχει και μια κωμικότητα, να γίνει από αστείο έως και γελοίο. Το φοβήθηκες αυτό;

Ναι, πάρα πολύ, αφού έλεγα στο γύρισμα, που τουρτούριζα κυριολεκτικά: «Έτσι και μου πει κάποιος ότι κρυώνω υπερβολικά στις κάμερες και το σαγόνι μου κουνιέται επίτηδες, θα τον βρίσω». Ταλαιπωρία.

Όλο αυτό που περνάς «πληρώνεται»; Τα χρήματα ανταποκρίνονται;

Να πω την αλήθεια ναι, είμαι πολύ ικανοποιημένος με τα λεφτά μου και με τη συμφωνία την οποία έκανα, δεν έχω κανένα παράπονο. Δεν είχαν μεγάλη απόκλιση τα χρήματα που μου έδωσαν από αυτά που ζήτησα.

Καταφέρνεις να κοστολογείς το ταλέντο σου;

Είμαι πάρα πολύ κακός σε αυτό, είμαι άθλιος, εννοώ, δεν ξέρω πώς να το κάνω. Παλαιότερα είχα πιαστεί κότσος πολλές φορές, δεν το συζητώ.

Παλαιότερα, όμως, δεν είχες την αναγνωσιμότητα που έχεις τώρα, έτσι δεν είναι;

Αυτό ισχύει, η αναγνωρισιμότητα δεν υπήρχε. Βγήκα από μια πολύ ισχυρή ταινία το 2014. Στο σινεμά είχα τη δυνατότητα να ζητήσω κάτι παραπάνω ή να παλέψω για μένα. Στους υπόλοιπους τομείς δεν είχα αυτό το θάρρος. Επίσης δεν ήξερα τι μπάτζετ «παίζουν»…

Η επιτυχία δεν εξαργυρώνεται πάντα, συμφωνείς;

Αυτό είναι σίγουρο και δεδομένο, το έχω ζήσει. Έχω βρεθεί στις Κάννες δεύτερη φορά με την ταινία «Ντόντο» του Πάνου Κούτρα, η πρώτη ήταν η «Ξενία» το 2014. Τελειώνοντας την προβολή, βρισκόμαστε σε ένα τραπέζι με σκηνοθέτες, παραγωγούς ανά τον κόσμο. Από την Ελλάδα ήμασταν δύο, εγώ και μια παραγωγός, φίλη, που με συστήνει σε κάποιους σκηνοθέτες, οι οποίοι μου είπαν: «Είσαι ηθοποιός Καννών. Έχεις δύο ταινίες σε διαγωνιστικά τμήματα στις Κάννες, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε, είσαι πάρα πολύ ακριβός ηθοποιός». Είπα: «Τι εννοείς; Έλα λίγο στην Ελλάδα να δεις τι γίνεται». Αυτό στην Ελλάδα δεν κοστολογείται έτσι, δεν εξαργυρώνεται.

Υπό αυτή τη συνθήκη σε φοβίζει το αύριο;

Εννοείται, δεν το συζητώ, είναι κάτι το οποίο έχω πάντα στο μυαλό μου. Τώρα είμαι τυχερός κι έχω μια δουλειά, του χρόνου δεν θα έχω. Το πρώτο και βασικό είναι η επιβίωση, γιατί έχω λογαριασμούς, σπίτι, παιδί. Δεν μπορώ να πω στο παιδί μου: «Δεν γίνεται να σου πάρω γάλα, γιατί ο μπαμπάς δεν έχει δουλειά». Κάτι θα βρω να κάνω, αλλά αυτό δεν θα με φοβίσει στη ζωή μου, γιατί θα παλέψω, ακόμη και να μη με πάρουν ηθοποιό σε μια δουλειά του χρόνου, θα βρω μια άλλη δουλειά, γιατί πρέπει να ζήσω το παιδί μου, έτσι κι αλλιώς.

Άρα, ο βιοπορισμός έρχεται πρώτος από όλα.

Σίγουρα, το άλλο κομμάτι είναι ότι θα ήθελα πολύ να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα και να ζω μόνο από την υποκριτική, αυτό θα ήταν ευχής έργο. Πάει καλά όμως, αυτό βλέπω…

Πιστεύεις στον Θεό;

Σε ένα δικό μου Θεό, μπορεί… είμαι βαπτισμένος χριστιανός.

Ποιος είναι ο δικός σου Θεός;

Δεν του δίνω ένα πρόσωπο, μια εικόνα ή ένα όνομα, είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία, που δεν αφορά κανέναν έξω από αυτό.

Ποιον επικαλείσαι στα δύσκολα;

Αυτό που κάνω δεν είναι προσωπικό, δεν λέω: «Αχ, Παναγία μου» ή «Αχ, Θεέ μου», το αφήνω λίγο στον αέρα, λέω: «Σε παρακαλώ». Είναι μια τάση ή μια δύναμη, σαν ψευδαίσθηση βοήθειας από κάπου.

Οι φόβοι μας γίνονται μεγαλύτεροι όταν φέρνουμε παιδιά στον κόσμο.

Αυτό είναι αλήθεια. Όταν δεν είχα παιδί, δεν φοβόμουν τόσο, τώρα έχω αυτό το άγχος.

Έκανες θρησκευτικό γάμο όμως…

Δεν μου άρεσε που έκανα θρησκευτικό γάμο και σ’ το λέω με σιγουριά, αυτό στη ζωή μου δεν το ξανακάνω.

Εννοείς ότι δεν θα ξαναπαντρευόσουν;

Όχι, ούτε καν, μία φορά το κάνεις το λάθος… (γέλια). Ήταν μια διαδικασία που δεν ήμουν μέσα σε αυτό.

Το έκανες επειδή ήσουν ερωτευμένος;

Ναι, από έρωτα το έκανα, γιατί η γυναίκα μου μου είχε πει: «Θέλω να σου ζητήσω δύο πράγματα», και το ένα από τα δύο ήταν ο θρησκευτικός γάμος.

Ποιο ήταν το δεύτερο;

Μετά μου είπε να γίνει η βάπτιση της μικρής. Ακόμα και στη βάπτιση ήμουν αρνητικός, δεν ήταν ανάγκη, είναι ταλαιπωρία αυτό το πράγμα, ας γινόταν ονοματοδοσία. Εγώ τής έδωσα το λόγο μου, καθώς η γυναίκα μου είναι θρησκευόμενη. Είναι η «παντόφλα» μετά, αλλά και οι υποχωρήσεις που κάνεις με τον άλλο, έτσι λειτουργεί μια σχέση. Κάνεις ένα βήμα εσύ, μετά ο άλλος. Με τη γυναίκα μου ήμασταν μαζί «παράνομα» ένα χρόνο περίπου, κι εννοώ την περίοδο που ήταν λίγο… αλλού, κι εγώ επίσης, ήταν λίγο περίεργο, ήμασταν σε ελεύθερη σχέση, χαλαρά, μη γνωρίζοντας πού θα πάει όλο αυτό, αλλά είχε πλάκα. Μετά «έκατσε», το έφερε η κουβέντα, ότι θέλουμε να κάνουμε παιδί, ήταν πρακτικό το θέμα. Έπειτα κάναμε μια κανονική σχέση και με την πάροδο του χρόνου αποφασίσαμε ότι θέλουμε να κάνουμε οικογένεια, να γίνει γάμος. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να γίνει για την αναγνώριση του παιδιού, εγώ ήμουν Αλβανός, δεν είχα ελληνική ταυτότητα, γιατί υπάρχει άλλη διαδικασία μετά για την αναγνώριση. Οπότε αποτέλεσε ένα κίνητρο για μένα αυτό το διαδικαστικό κομμάτι, θα βόλευε πολύ, κι έτσι έγινε. Τώρα με τη γυναίκα μου είμαστε γύρω στα οκτώ χρόνια μαζί. Είναι πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας, δουλεύει σε μελετητικό γραφείο ανακαίνισης και αποκατάστασης.

Εσύ ήθελες «σώνει και καλά» να γίνεις Έλληνας;

Βόλεψε πάρα πολύ, δεν μπορείς να καταλάβεις πόση γραφειοκρατία έχω γλιτώσει στη ζωή μου. Αυτό είναι κάτι που πολλά παιδιά της γενιάς μου το παλεύουν.

Οι Αλβανοί φίλοι σου τι σου λένε, αντιδρούν γι’ αυτό, που «αποποιήθηκες» την καταγωγή σου;

Όχι, ούτε καν, το αντίθετο, αυτά είναι βλακείες, είναι δυνατόν, μεταξύ μας; Ειδικά, όποιος είναι Αλβανός δεύτερης γενιάς, κι έπειτα, έχει αντιληφθεί ότι έχει πολλά προβλήματα στη ζωή του, γραφειοκρατικά.

Σου «χτύπαγε» άσχημα το «Αλβανός»;

Ούτε καν, ίσα ίσα, με έχει βοηθήσει. Αλβανικά ξέρω, δεν τα μιλάω σαν μητρική γλώσσα, αλλά σαν ξένη γλώσσα, γιατί θέλει σκέψη στο συντακτικό, τα καταλαβαίνω άπταιστα.

Το πεντάχρονο παιδάκι που πέρασε τα σύνορα με τόσο κόπο σού έρχεται στο μυαλό ως εικόνα, συγκριτικά με την αναγνωρισιμότητα που έχεις σήμερα;

Όχι, περισσότερο σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν, αντί για την Ελλάδα, είχα πάει στην Αυστραλία, γιατί αυτή ήταν η αρχική ιδέα των γονιών μου. Απλώς το έριξε στο κλάμα η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, κι έθεσε βέτο λέγοντας: «Πού θα πάτε στην Αυστραλία, είναι μακριά και δεν πρόκειται να σας ξαναδώ». Έτσι άλλαξαν ρότα οι γονείς μου και ήρθαν στην Ελλάδα, που ήταν πιο κοντά. Δεν σκέφτομαι το πού ήμουν και το πού έφτασα, γιατί ακόμα παλεύω με πολλά πράγματα γι’ αυτό.

Τι έχεις να θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;

Χωρίζω τα παιδικά μου χρόνια στο πριν από τη μετανάστευση και μετά. Είχε ανεμελιά, ήμουν παιδί τότε. Είχε έναν πόνο εγκατάλειψης, αλλά με πολύ ωραίες εικόνες.

Εγκατάλειψης για ποιο λόγο;

Οι γονείς μου έφυγαν και με άφησαν μόνο μου ένα χρόνο στην Αλβανία. Ήταν η περίοδος που πήγαινα στην πρώτη δημοτικού, ένα μεταβατικό στάδιο για τα παιδιά από το νηπιαγωγείο. Ήταν η εποχή που οι γονείς μου έφυγαν για να πάνε στην Ελλάδα. Έμεινα ένα χρόνο στο σπίτι της θείας μου, οπότε πήγα μόνος μου στην πρώτη δημοτικού. Αυτό μου «κλότσησε».

Δεν έχεις αδέλφια;

Έχω ένα μικρότερο αδελφό δεκατρία χρόνια, αυτή τη στιγμή είναι δεκαεννέα χρόνων, γεννήθηκε το 2004. Στην αρχή ήταν πολύ πατρική η σχέση μας με τον αδελφό μου, γιατί είχα το ρόλο του πατέρα στην οικογένεια. Αυτό προσπαθώ να το αλλάξω και σιγά σιγά τα καταφέρνω. Οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ ως μετανάστες. Ο πατέρας μου σε οικοδομές, σε ξυλουργείο, κι αυτό ήταν δύσκολο. Η μάνα μου είτε καθάριζε φροντιστήρια, είτε δούλευε σε καφενείο, στην κουζίνα. Έτσι, το κομμάτι της διαπαιδαγώγησης του αδελφού μου, το μεγάλωμα, αλλά κι από την αρχή, το να αλλάξω πάνες, να τον ταΐσω, να ξυπνήσω το βράδυ, γιατί οι γονείς μου ήταν πολύ κουρασμένοι, όλα τα έκανα εγώ. Οπότε, όταν έκανα εγώ παιδί, τα ήξερα όλα.

Έκανες… πρακτική στον αδελφό σου;

Ήξερα πώς να κάνω μπάνιο ένα μωρό, να αλλάζω πάνες, να προσέχω πότε πρέπει να ενεργηθεί, τα πάντα. Δεν με φώναζε: «μπαμπά», με έλεγε: «Νικόλα», αλλά άμα έλεγα κάτι εγώ, γινόταν, ήταν πιο ισχυρή η σχέση μου μαζί του. Τώρα που τελείωσε το λύκειο, αυτό προσπαθώ να το αλλάξω. Όταν ήθελα να πιάσω δουλειά, τον πήρα στο μπαρ όπου δούλευα εγώ, για να μάθει. Δεν έχω ξαναμιλήσει για τον αδελφό μου, είναι η πρώτη φορά.

Έχεις αλλάξει πολλές δουλειές;

Πολλές, δούλεψα πρώτη φορά δεκατεσσάρων χρόνων, μοίραζα φυλλάδια, κι έζησα μια τρομερή εκμετάλλευση από αυτό. Τότε ήταν άλλες εποχές, δεν υπήρχε έλεγχος ισχυρός και τα παιδιά δούλευαν. Δούλεψα πολύ σε μπαρ, αλλά και σερβιτόρος. Έχω δουλέψει στην οικοδομή βοηθώντας τον πατέρα μου, οτιδήποτε αφορά τη νύχτα, έχω δουλέψει σε μπουζούκια, κι ήμουν πολύ ευγενικός, έδειχνα και μεγαλύτερος, οπότε με έπαιρναν στη δουλειά. Τους έλεγα ότι ήμουν μεγαλύτερος σε ηλικία, εννοείται. Είχα πιάσει δουλειά σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων, ενώ έπρεπε να είμαι δεκαοκτώ - εκεί το τζόγαρα λίγο, ενώ στα μπαρ δεν με ρωτούσαν. Έχω κάνει μπαγαποντιές μεγάλες, και σε ελέγχους. Φοβάμαι να μιλήσω για τα όνειρά μου, γιατί αν τα πω, νομίζω ότι δεν θα γίνουν, αλλά πάνε καλά.

Απολαμβάνεις την αναγνωρισιμότητα;

Ναι, πολύ. Καμιά φορά με πιάνει εξαπίνης όλο αυτό, γιατί δεν το έχω συνηθίσει και δεν είμαι καλός στο να δέχομαι ωραία λόγια. Τον καλό λόγο δεν ξέρω πώς να τον διαχειρίζομαι, γιατί δεν τον έχω ακούσει συχνά στη ζωή μου, ενώ τον κακό τον ξέρω, γιατί είναι κάτι με το οποίο έχω μεγαλώσει. Λόγω του ρατσισμού έχω ακούσει πολλά, όμως ξέρω πώς να τα αντιμετωπίζω, είναι γνώριμα πράγματα. Κάνω χιούμορ με αυτά, ξέρω να τα διαχειρίζομαι. Δεν τσακώνομαι εύκολα. Έχω τσακωθεί με Αλβανό, ο οποίος μου έχει πει: «Φύγε από εδώ, ρε Αλβανέ», και οι πατεράδες μας έπιναν καφέ στο μπαλκόνι και μιλούσαν αλβανικά.

Παραδέχεσαι τα λάθη σου;

Προσπαθώ να παραδεχτώ τα λάθη μου, πρέπει να κάνω ανασκόπηση ζωής για να δω ποιο είναι το μεγαλύτερο. Είμαι έρμαιο των παθών μου. Όταν βγήκε η πρώτη ταινία, το «Ξενία», το 2014, είχα πρόταση από το BBC για σειρά, αλλά έπρεπε να πάω στην Αγγλία, κι εγώ είχα κλείσει θέατρο στην Ελλάδα, την πρώτη μου θεατρική παράσταση ως επαγγελματίας ηθοποιός, και είχα ξεκινήσει πρόβες. Είχα δώσει το λόγο μου και τους είπα ότι αποδεσμεύομαι από την παράσταση την Κυριακή των Βαΐων, όταν τελειώνουν τα θέατρα. Εκείνοι με ήθελαν εκεί από τον Μάρτιο, οπότε δεν πήγα. Βρήκαν τον αριθμό τηλεφώνου μου από την εταιρεία παραγωγής, βρήκαν το σκηνοθέτη, τον Κούτρα, κι έπειτα με πήρε μια γυναίκα από το BBC που μιλούσε ελληνικά, σε περίπτωση που δεν ήξερα αγγλικά. Ήμουν είκοσι δύο χρόνων τότε και δούλευα με ποσοστά στο θέατρο, αλλά είχα δώσει το λόγο μου. Είναι όμως κάτι για το οποίο μετανιώνω.

Ποιο ήταν το πιο τραγικό κομμάτι της ζωής για σένα;

Το ένα είναι ένα παιδικό τραύμα, ο θάνατος του ξαδέλφου μου στην Αλβανία, κάτι που συνέβη μπροστά στα μάτια μου, όταν ήμουν πεντέμισι χρονών. Ήμασταν στην αυλή του σπιτιού του, του παππού μου, όλα τα ξαδέλφια μαζεμένα, όπου υπήρχε μια τεράστια σιδερένια πόρτα. Τότε δεν είχαμε πολλά παιχνίδια να κάνουμε, ένα παιχνίδι που είχαμε βρει ήταν να πιανόμαστε όλοι από αυτή τη σιδερένια πόρτα, κι ο μεγαλύτερος ξάδελφος να σπρώχνει την πόρτα αυτή μέχρι το τέλος, σαν να κάνει ένα τρενάκι για κάποια δευτερόλεπτα. Σπρώξε-σπρώξε, σπάνε τα καρούλια της παλιάς σιδερένιας πόρτας, που ήταν δυόμισι μέτρα, η πόρτα έπεσε, κι όλοι μας αρχίσαμε να τρέχουμε. Το πιο μικρό ξαδελφάκι δεν είχε τον ίδιο διασκελισμό με μας και τον πλάκωσε η πόρτα. Τότε πήγαινα στο νηπιαγωγείο, ενώ ο μικρός μου ξάδελφος ήταν τεσσάρων χρόνων, είχαμε ένα χρόνο διαφορά.

Τι συνέβη;

Τον πλάκωσε η πόρτα, η οποία έσκασε στα πόδια μου, γιατί ήμασταν οι τελευταίοι που φύγαμε. Είδα το κεφάλι του πιεσμένο από τη σιδερένια πόρτα, είχε ανοίξει το κρανίο του… Η αμέσως επόμενη εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι του θείου μου να κρατάει το σώμα του ξαδέλφου μου, του παιδιού του, δηλαδή, που ήταν τελείως πλακουτσωμένο - ήταν μια ευθεία το σώμα του… Είδα τη μητέρα μου δίπλα του, να κρατάει ό,τι είχε απομείνει από το κεφάλι, το οποίο ήταν κομμάτια κρανίου, με ό,τι είχε απομείνει από το μυαλό… το κρατούσε στα χέρια της… κι έτρεχαν με το θείο μου… Το κεφάλι είχε κοπεί από το σώμα, δεν υπήρχε… δεν ήταν ολόκληρο. Κρατούσαν κομμάτια στα χέρια τους και οι δύο, κι έτρεχαν να πάνε στο νοσοκομείο για να «φτιάξουν» το παιδί. Απίστευτο… Αυτό μου έχει μείνει ως εικόνα, που είναι πάρα πολύ ισχυρό. Όμως, υπάρχει και κάτι άλλο…

Τι άλλο σου έχει συμβεί;

Όταν γεννήθηκε το παιδί μου, είχαμε τεράστια χαρά, γυρίσαμε στο σπίτι και δύο μέρες μετά τη γέννα η γυναίκα μου είχε μια επιπλοκή και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Εγώ έπρεπε να είμαι μόνος μου στο σπίτι με το μωρό. Πριν σαραντίσει το παιδί, δεν έπρεπε να το δει κανένας - μας είχε πει ο γιατρός ότι καλό ήταν να μην έρθει το μωρό σε επαφή με κανέναν, για να μην κολλήσει κάτι, διότι, αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να πάει απευθείας στο νοσοκομείο, γιατί τότε ήταν πέντε ημερών. Αυτό είναι κάτι που με στοιχειώνει απόλυτα… Η γυναίκα μου ήταν μόνη της στο νοσοκομείο. Μετά την καισαρική είχε κάνει μια επιπλοκή, είχε ανεβάσει τρομερό πυρετό, επειδή είχε κολλήσει ένα μικρόβιο. Λεχώνα, μόνη της… Ήμουν μία εβδομάδα μόνος μου με το νεογέννητο, να του λείπει η μάνα του, κι εγώ να έχω αναλάβει όλο το κομμάτι. Κλειδωμένος μέσα στο σπίτι μία εβδομάδα, το παιδί να τρώει ανά τρεις ώρες, χωρίς τη μυρωδιά της μαμάς του, όπου έβαζα ρούχα της γυναίκας μου πάνω μου για να νιώθει τη μυρωδιά της, για να το ταΐζω με μπιμπερό. Είχα τεράστια αγωνία και άγχος να μη με πάρει ο ύπνος, γιατί το παιδί έπρεπε να τρώει κάθε τρεις ώρες, κι είχα στο μυαλό μου, αν εγώ δεν ξυπνήσω, το παιδί μου θα πεθάνει. Δεν μπορούσα να ζητήσω βοήθεια από κάπου, γιατί δεν μπορούσε να έρθει κάποιος άλλος να με βοηθήσει και να το μοιράσουμε αυτό. Είχα τεράστια δυσκολία… Έπεσε ο ομφάλιος λώρος του παιδιού και η γυναίκα μου δεν ήταν εκεί να το δει. Κοιμόμουν με μισάωρα… Καθόμουν στην καρέκλα ή στο κρεβάτι με ξυπνητήρι, για να μην κοιμηθώ και δεν μπορώ να σηκωθώ. Εκεί συνειδητοποίησα πως δεν φοβάμαι τίποτα τελικά, γιατί τα κατάφερα. Τους τρεις πρώτους μήνες είχα πει ότι δεν θα δουλέψω για να είμαι εκεί για το παιδί, για να βοηθήσω τη γυναίκα μου. Το βραδινό κομμάτι το είχα αναλάβει εγώ και τα πρωινά εκείνη. Μετά είχα το άγχος ότι έπρεπε να βρω δουλειά, έτσι έπιασα δουλειά σε μπαρ, κάτι έπρεπε να κάνω. Μία εβδομάδα αργότερα με κάλεσαν σε ένα θέατρο για αντικατάσταση.

Σκέφτεσαι τον ερχομό δεύτερου παιδιού;

Όχι, κι αυτό είναι δεδομένο, μελετημένο, τέλος. Κλειδώσαμε.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime