Την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή της νομοθεσίας για τους καταχραστές του Δημοσίου επισήμανε ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Νίκος Σαλάτας, με αφορμή την καταδίκη σε 10 χρόνια από το Εφετείο Λάρισας της καθαρίστριας που πλαστογράφησε το απολυτήριο του Δημοτικού για να προσληφθεί.

Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο τόσο οι δικαστές του πρώτου όσο και του δεύτερου βαθμού «ενήργησαν στα πλαίσια της νομιμότητας, ακολουθώντας μια ενδιάμεση ως προς την αυστηρότητα εφαρμογή του νόμου. Το ότι δεν ανταποκρίνεται το ύψος της ποινής με το αδίκημα αυτό έχει να κάνει με το νόμο».

Όπως εξήγησε ο ίδιος, μιλώντας στο «Θέμα 104,6», ο συγκεκριμένος νόμος «δεν κάνει διακρίσεις και τους βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι» επισημαίνοντας παράλληλα ότι με βάση τις διώξεις που ασκήθηκαν στην καθαρίστρια με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου η ποινή ήταν δις ισόβια.

«Τα τελευταία χρόνια η δικαιοσύνη έχει ταλαιπωρηθεί και ταλαιπωρήσει με τις υποθέσεις των πλαστών πτυχίων» παρατήρησε ο κ. Σαλάτας, σημειώνοντας ότι ο αριθμός τους φτάνει τις 2.000.

Πάντως, χαρακτήρισε ατυχή την παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στο σκέλος που αφορά την έρευνα για το αν συντρέχει λόγος να ελεγχθούν πειθαρχικά οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση. «Η προαναγγελία δίωξης κατά δικαστών μας λυπεί. Εμείς ασκούμε δικαιοσύνη ανθρώπινη που σημαίνει ότι κάνουμε και λάθη και αστοχίες» είπε ο κ. Σαλάτας.

Ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Το θέμα της εκλογίκευσης του «των δρακόντειων ποινών που προβλέπει ο ν. 1608/50 και ορθότερης διάκρισης των αδικημάτων φέρνει στο τραπέζι της συζήτησης με αφορμή της υπόθεση της 53χρόνης καθαρίστριας η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

Με ανακοίνωση της, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει λόγο για «αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής».

Συγκεκριμένα η Ένωση αναφέρει:

«Στη δημόσια συζήτηση που άνοιξε με αφορμή την ποινική καταδίκη εργαζόμενης στην καθαριότητα από Εφετείο Κακουργημάτων, σημειώνουμε αρχικά την εκπεφρασμένη θέση μας περί ανάγκης εκλογίκευσης των δρακόντειων ποινών που προβλέπει ο ν. 1608/50 και ορθότερης διάκρισης των αδικημάτων. Η χρήση ενός νόμου που ψηφίστηκε σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες ως εργαλείο αντιμετώπισης σύγχρονων ζητημάτων οδηγεί σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Η αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής.

Η σύγχυση που δημιουργείται από δύο διαφορετικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην νομολογία και οδηγούν σε διαφορετική ποινική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων μπορεί να αρθεί είτε με νομοθετική παρέμβαση είτε με λύση του νομικού ζητήματος από σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου. Οι κατηγορίες περί αναλγησίας δικαστικών λειτουργών που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη ή άλλες όμοιες αποφάσεις είναι τουλάχιστον άδικες και συγκαλύπτουν την πραγματική αιτία του προβλήματος. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί εκδίδουν πάντα τις αποφάσεις τους μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.»