Απολογούνται σήμερα ενώπιον του 4ου τακτικού ανακριτή Θεσσαλονίκης οι δύο άνδρες που κατηγορούνται για τη δολοφονία της 41χρονης Γεωργίας Μουράτη, η σορός της οποίας βρέθηκε την περασμένη Δευτέρα (8/1) σε δασική περιοχή κοντά στο Μονοπήγαδο, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, μία εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της.

Για το στυγερό έγκλημα συνελήφθησαν ο 39χρονος σύντροφός της και 34χρονος φίλος του, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της διακοπής κύησης και της ληστείας (όλες από κοινού και σε βαθμό κακουργήματος), όπως επίσης για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.


Έγκλημα στη Θεσσαλονίκη: «Δεν έχω καμία συμμετοχή», λέει ο σύντροφος της Γεωργίας

Προανακριτικά, ο πρώτος φέρεται να αρνείται τις κατηγορίες, ενοχοποιώντας τον φίλο του για τη δολοφονία της εγκύου συντρόφου του.

«Δεν έχω καμία συμμετοχή, δε γνώριζα τίποτα, ήμουν σπίτι και κοιμόμουν. Προφανώς τα έκανε όλα ο φίλος μου, αφού υπέδειξε το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα» φέρεται να είπε, εξεταζόμενους από αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.

Από την άλλη, ο συγκατηγορούμενός φίλο του - κατά πληροφορίες - αποδέχθηκε μόνο τη συμμετοχή του στη ληστεία, αρνούμενος οποιαδήποτε εμπλοκή στη δολοφονία.

Σημειώνεται ότι κάμερα ασφαλείας έχει «πιάσει» και τους δύο να κουβαλούν ένα μπαούλο, μέσα στο οποίο εικάζεται ότι βρισκόταν η σορός της άτυχης γυναίκας.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η σορός της άτυχης γυναίκας έφερε τραύμα στη δεξιά τραχηλική χώρα, διατομή όλων των αγγείων στη δεξιά πλευρά. Τα χτυπήματα ήταν τρία και έγιναν με κουζινομάχαιρο, προκαλώντας στη Γεωργία Μουράτη ακατάσχετη αιμορραγία, εκ της οποίας προήλθε ο θάνατός της.


Θεσσαλονίκη: Το χρονικό της δολοφονίας

Οι δύο κατηγορούμενοι ως δράστες, όπως ανακοίνωσε η ΕΛ.ΑΣ., αφού έστησαν ενέδρα, ακινητοποίησαν τη γυναίκα στο διαμέρισμά όπου διέμενε με τον 39χρονο. Την τραυμάτισαν θανάσιμα με αιχμηρό αντικείμενο στην τραχηλική χώρα, ενώ στη συνέχεια μετέφεραν το άψυχο σώμα της σε δύσβατη δασική περιοχή ανάμεσα στη Νέα Τρίγλια και στη Γαλάτιστα Χαλκιδικής, όπου την εγκατέλειψαν.

Το έγκλημα, σύμφωνα με την Αστυνομία, τελέστηκε την Πρωτοχρονιά. Οι δράστες φέρονται να μετέφεραν το πτώμα με το αυτοκίνητο του 34χρονου, ενώ, επιπλέον, αφαίρεσαν από την κατοχή της το ποσό των 80 ευρώ

Η σορός της γυναίκας, η οποία βρισκόταν στον τρίτο μήνα κύησης και ήταν μητέρα ενός ανήλικου παιδιού (13 ετών) από προηγούμενο γάμο, εντοπίστηκε χθες (8/1) το απόγευμα, κατόπιν υπόδειξης του σημείου εγκατάλειψης από τον 34χρονο. Το κίνητρο της δολοφονίας προς το παρόν δεν έχει γίνει γνωστό.

Μέχρι και διάρρηξη στο διαμέρισμα που έγινε το φονικό, έστησε ο σύντροφος της 41χρονης εγκύου από τη Θεσσαλονίκη που κατηγορείται για τη δολοφονία της, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τις έρευνες των έμπειρων αστυνομικών, όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν θέμα χρόνου να λύσουν την υπόθεση και να προχωρήσουν στη σύλληψή του.

Ο 39χρονος, μάλιστα, ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς του τμήματος Ασφαλείας, πως μετά τη διάρρηξη εντόπισε εντός του διαμερίσματος ένα μαύρο μπλουζάκι το οποίο φορούσε η Γεωργία το βράδυ πριν την εξαφάνισή της.

Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε στην κατάθεσή του, σύμφωνα με το protothema.gr, «μετά το πέρας της έρευνας που διενεργήθηκε στην οικία μου την 04-01-2024, «οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας σας, έκλεισαν όλα τα φώτα του σπιτιού και αφού ασφάλισαν το σπίτι κλειδώνοντας τρεις φορές την κλειδαριά της εξώπορτας, μου παρέδωσαν τα κλειδιά και αποχωρήσαμε όλοι. Την Πέμπτη και την Παρασκευή δεν πήγα καθόλου στο σπίτι και διέμεινα σε ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης. Το Σάββατο το απόγευμα επέστρεψα στο σπίτι για να αλλάξω ρούχα. Τότε διαπίστωσα ότι η εξώπορτα ήταν ξεκλείδωτη, το φως της ήταν αναμμένο, όπως αναμμένο ήταν και το φως του απορροφητήρα στην κουζίνα, γεγονός που μου έκανε τρομερή εντύπωση και δεν ήξερα τι να πιστέψω».

Στη συνέχεια ανέφερε στους αστυνομικούς ότι «αργότερα, όταν άνοιξα τη ντουλάπα που βρίσκεται στο χώρο του υπνοδωματίου, στο τέρμα δεξιό ντουλάπι, βρήκα πεταμένο το μαύρο μπλουζάκι που φορούσε η Γεωργία το βράδυ της 01-02/01/2024 και με το οποίο μάλιστα κοιμήθηκε, γιατί την πήρε ο ύπνος με τα ρούχα. Δεν γνωρίζω πώς μπορεί να συνέβησαν όλα αυτά και τι σημαίνουν, όμως χρέος μου είναι να σας ενημερώσω σχετικά και να σας παραδώσω το παραπάνω μπλουζάκι, το οποίο όπως σας είπα είναι μαύρο κοντομάνικο, με άσπρες λεπτομέρειες, έχει βαθύ ντεκολτέ και ένα ενσωματωμένο ζωνάκι».

Ο 39χρονος Άκης ενημέρωσε και τον δικηγόρο του για την υποτιθέμενη διάρρηξη, ενώ έκανε γνωστό στους αστυνομικούς ότι δεν διαθέτει κανένας άλλος κλειδιά από το διαμέρισμα, πέρα από τον ίδιο και την 41χρονη Γεωργία. Επιπλέον, για να ενισχύσει το σενάριό του, επικαλέστηκε την μαρτυρία γειτόνησας που, σύμφωνα με τον ίδιο, «αντιλήφθηκε πως το φως της εξώπορτας ήταν αναμμένο από τις απογευματοβραδινές ώρες της Πέμπτης (04-01-2024), αντιλήφθηκε μάλιστα κίνηση στο σπίτι, καθώς και το φως της εξώπορτας να είναι αναμμένο».

Μάλιστα, ο κατηγορούμενος είχε βγει σε τηλεοπτική εκπομπή και περιέγραφε πως διαπίστωσε ότι… άγνωστοι είχαν εισέλθει στο διαμέρισμα.

Τι έλεγε στην ΕΛ.ΑΣ. ο 39χρονος


Όλο το «θέατρο» που έπαιζε ο 39χρονος σύντροφος της Γεωργίας, από τα πρώτα λεπτά της δολοφονίας της και της υποτιθέμενης εξαφάνισή της, «ξεδιπλώνεται» μέσα από τις προανακριτικές του καταθέσεις.

Ο «Άκης» που, μαζί με τον συνεργό του κατηγορούνται για την ανθρωποκτονία της 41χρονης εγκύου και μητέρας ενός ανήλικου παιδιού, από την πρώτη στιγμή φαίνεται πως είχε σχεδιάσει προσεκτικά όλες του τις κινήσεις και προσπαθούσε να μπερδέψει τις Αρχές, τόσο με τις καταθέσεις του όσο και με τις συνεντεύξεις που έδινε σε τηλεοπτικές εκπομπές. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ίδιος στην κατάθεσή του, μετά την «εξαφάνιση» της γυναίκας, έψαχνε σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και ρωτούσε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε για να μάθει αν είναι… ζωντανή.

Στην ένορκη κατάθεση που έδωσε στους αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας Καλαμαριάς, μία ημέρα πριν σημάνει «συναγερμός» για την εξαφάνιση της γυναίκας και αφού είχε εμφανιστεί σε τηλεοπτική εκπομπή και ζητούσε να τρέξουν οι έρευνες για τον εντοπισμό της, ο 39χρονος ισχυριζόταν ότι είχαν μία υπέροχη σχέση χωρίς καβγάδες και ότι ξύπνησε την πρωτοχρονιά και η γυναίκα είχε φύγει αφήνοντάς του ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο.

Ξεκινώντας το αφήγημά του ο κατηγορούμενος είπε στους αστυνομικούς ότι με την Γεωργία γνωρίστηκαν μέσω μέσω διαδικτυακής εφαρμογής και ότι από τις 3 Φεβρουαρίου διατηρούσαν σχέση. Επίσης, ανέφερε ότι η 41χρονη διέμενε με την μητέρα της και τον αδελφό της στην Καλαμαριά, μαζί την την 13χρονη κόρη της και ότι ο ίδιος είναι πατέρας δύο παιδιών, τα οποία βλέπει σπάνια και τα απέκτησε μαζί με την πρώην σύζυγό του.

«Με την Γεωργία τα πηγαίνουμε πολύ καλά μεταξύ μας και δεν έχουμε εντάσεις ως ζευγάρι. Συναντιόμαστε καθημερινά, έστω και για λίγο, και όποτε μπορεί η Γεωργία κοιμάται σπίτι μου αλλά αυτό δεν γίνεται μόνιμα διότι θεωρεί πιο σωστό να διαμένει στο σπίτι με την κόρη της. Σπίτι μου κοιμάται περίπου μία με δύο φορές την εβδομάδα. Το καλοκαίρι του 2022 η Γεωργία έμεινε έγκυος, εγώ ήθελα να κρατήσει το έμβρυο αλλά επειδή δεν το ήθελε η ίδια σεβάστηκα την επιθυμία της και τελικά προέβη σε διακοπή κύησης του εμβρύου. Πριν έναν μήνα περίπου, αρχές Δεκεμβρίου του 2023, η Γεωργία έκανε τεστ εγκυμοσύνης και διαπιστώσαμε ότι είναι ξανά έγκυος. Το τεστ το έκανε σπίτι μου και είπαμε και οι δύο ότι επιθυμούμε να κρατήσουμε το έμβρυο. Μάλιστα είπαμε να προχωρήσει και επίσημα η Γεωργία τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του διαζυγίου με τον επί χρόνια εν διαστάσει σύζυγο της και να δημιουργήσουμε τη δική μας οικογένεια. Το ίδιο απόγευμα, αφού η Γεωργία είχε γυρίσει σπίτι και μετά από συζήτηση με την μητέρα της μου είπε ότι θέλει να προβεί σε διακοπή της κύησης και μου είπε παράλληλα ότι πρέπει να διακόψω τις σχέσεις μου με την οικογένεια της. Εγώ το σεβάστηκα αλλά σε ήπιους τόνους όταν βρισκόμασταν το συζητούσαμε», ανέφερε, ενώ ισχυρίστηκε πως η γυναίκα είχε αποφασίσει να διακόψει την κύηση.

«Η Γεωργία πάντα μου έλεγε ότι θέλει να κρατήσει το έμβρυό μας αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την οικογένεια της που ήταν ενάντια. Η Γεωργία, αφού το σκέφτηκε καλά, μου ζήτησε να βρούμε κάποιο γυναικολόγο για να προβεί στη διακοπή κύησης, καθώς δεν είχε σταθερά γυναικολόγο, και κατόπιν αναζήτησης στο ίντερνετ επιλέξαμε την γυναικολόγο (σ.σ. αναφέρει ονοματεπώνυμο). Με την γιατρό κλείσαμε ραντεβού την 09:00 ώρα της 03/01/2024 στην (σ.σ. αναφέρει κλινική και οδό, προκειμένου να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία διακοπής κύησης».


Η υποτιθέμενη εξαφάνιση την ημέρα της δολοφονίας


Στις επόμενες γραμμές καταθέτει για την ημέρα που υποτίθεται ότι η Γεωργία εξαφανίστηκε και επιχειρεί να παραπλανήσει τους αστυνομικούς που από την πρώτη στιγμή τον έκριναν ως «νούμερα ένα» ύποπτο καθώς υπήρχαν ενδείξεις για διάπραξη εγκλήματος.

Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι την 1 Ιανουαρίου περί ώρα 22.00 πήγε για να πάρει την Γεωργία από το επιχείρηση που εργαζόταν επί της οδού Κασσάνδου στη Θεσσαλονίκη και ότι γενικά συνήθιζαν να πηγαίνουν και να φεύγουν μαζί από τη δουλειά της, να επιστρέφουν με το λεωφορείο και να περνάνε χρόνο μαζί. Εκείνη την ημέρα όμως, σύμφωνα με όσα είπε, επειδή είχε αργήσει το λεωφορείο αποφάσισαν να επιστρέψουν με ταξί το οποίο τους άφησε στη διασταύρωση των οδών Εθν. Αντιστάσεως με Αριστείδου, λίγα μέτρα μακριά από το διαμέρισμα του 39χρονου.

«Εισήλθαμε με την Γεωργία στο σπίτι μου και μετά από λίγο κοιμηθήκαμε. Περί την 08:45 ώρα της 02/01/2023 ξύπνησα και η Γεωργία έλειπε, ενώ μου είχε στείλει και μήνυμα περί την 08:00 ώρα. Δεν αντιλήφθηκα πότε ακριβώς έφυγε η Γεωργία. Από όταν μπήκαμε στο σπίτι το βράδυ και μας πήρε ο ύπνος περί την 00:30 ώρα, δεν ξύπνησα σε κανένα διάστημα για να δω αν είναι δίπλα μου η Γεωργία ούτε ξαναβγήκα από το σπίτι για κάποιον λόγο», κατέθεσε στην ΕΛ.ΑΣ.

«Το πρωί διάβασα το μήνυμα της Γεωργίας και της απάντησα καθώς μου φάνηκε περίεργο λίγο. Συγκεκριμένα μου είπε ότι ξέρει ότι δεν δουλεύω πλέον στη δουλειά μου λόγω του ψέματος που τους είπα για χάρη της. Εγώ από αρχές Σεπτέμβρη ξεκίνησα να εργάζομαι στην κουζίνα καταστήματος (όνομα και οδός επιχείρησης). Την 30 ή 31/12/2023 η Γεωργία μου ζήτησε να μην πάω στη δουλειά γιατί είναι γιορτές και ήθελε να μείνουμε μαζί περισσότερο. Εγώ πήγα στη δουλειά μου αλλά επειδή μου έλειπε η Γεωργία και δεν ήθελα να την αφήσω μόνη τους είπα ότι πέθανε ο πατέρας μου και πρέπει να φύγω. Για αυτόν τον λόγο έφυγα περί την 08:00 ώρα για να βρω την Γεωργία. Δεν θυμάμαι εκείνη την ημέρα τι ώρα δούλευε η Γεωργία και πότε την συνάντησα. Την 01/01/2024 που πήγα να ξαναδουλέψω μου είπαν ότι δεν με θέλουν πλέον ως εργαζόμενο και έφυγα. Αυτό με κάποιον τρόπο το έμαθε η Γεωργία αλλά δεν ξέρω πως αφού εγώ δεν της το είπα. Επίσης μου ανέφερε στο μήνυμα της ότι πήρε χρήματα από το συρτάρι και αφού έλεγξα το συρτάρι στο κομοδίνο του υπνοδωματίου διαπίστωσα ότι πράγματι είχε πάρει το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ περίπου. Αυτά τα χρήματα ήταν κοινά και των δύο μας», είπε.

Μάλιστα, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι γνώριζε πως η οικογένεια της 41χρονης αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, προκειμένου να γίνει πιστευτό το σενάριό του. «Επειδή ξέρω ότι η Γεωργία και η οικογένεια της χρωστάνε λογαριασμούς φυσικού αερίου και ρεύματος, εγώ δούλευα πολλές φορές αντί να παίρνω ρεπό και διπλοβάρδιες επίσης προκειμένου να την βοηθήσω να ξεχρεώσει και να ερχόταν να μείνει σπίτι μου και να κάνουμε την οικογένεια μας», ανέφερε και συνέχισε την περιγραφή του για την εξαφάνιση. «Ακόμα διαπίστωσα ότι είχε πάρει μία κουβερτούλα λεπτή που χρησιμοποιείται σε καναπέ, ένα σεντόνι, καθώς επίσης τα πράγματα που είχε σπίτι μου και ήταν περίπου 3 κολάν, 2 μπλούζες, καλλυντικά, ένα ζευγάρι μποτάκια και ένα ημερολόγιο που της είχα κάνει δώρο».


Έκανε ότι την έψαχνε μέχρι και σε νοσοκομεία


Ο 39χρονος ανέφερε γλαφυρά στους αστυνομικούς όλες του τις προσπάθειες για να εντοπίσει τη Γεωργία όταν αντιλήφθηκε την εξαφάνισή της.

«Αφού της έστειλα τα μηνύματα 09:07 ώρα της 02/01/2024 βγήκα από το σπίτι και πήγα στο κατάστημα (σ.σ. αναφέρει επωνυμία) προκειμένου να πάρω τσιγάρα και καφέ, ενώ 09:21 ώρα επέστρεψα σπίτι μου. Την 09:50 ώρα κατέβηκα για 10 λεπτά περίπου και περπάτησα γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο, καθώς πάσχω από σκλήρυνση κατά πλάκας και μου κάνει καλό να περπατάω, ενώ 10:00 ώρα επέστρεψα σπίτι. Την 11:35 ώρα πήγα στην στάση του αστικού λεωφορείου που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Εθν. Αντιστάσεως με Αριστείδου και πήρα το λεωφορείο της γραμμής «3» και κατέβηκα στην πλατεία Αριστοτέλους στην στάση επί της οδού Τσιμισκή απέναντι από τα «Public». Ακολούθως πήγα και έκατσα στο μπουγατσατζίδικο που βρίσκεται επί της οδού Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη όπου εκεί συχνάζουμε με την Γεωργία και μιλάμε με τον ιδιοκτήτη. Εκεί πήγα καθώς δεν απαντούσε στο τηλέφωνο η Γεωργία και ήξερα ότι στις 14:00 εργάζεται στο ζαχαροπλαστείο. Αφού δεν εμφανίστηκε στο μπουγατσατζίδικο η Γεωργία περί την 13:50 αποχώρησα και πήγα στο ζαχαροπλαστείο προκειμένου όπου εργάζεται προκειμένου να την δω. Η Γεωργία δεν εμφανίστηκε και έκατσα να την περιμένω έξω από το ζαχαροπλαστείο μέχρι την 15:30».

Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να επισκεφτεί δημόσια νοσοκομεία για να ρωτήσει αν νοσηλεύεται, ακόμα και στην ιδιωτική κλινική όπου την παρακολουθούσε η γυναικολόγος για την εγκυμοσύνη της.

«Μετά πήγα ξανά στο μπουγατσατζίδικο να δω μήπως πέρασε από εκεί και αφού έλαβα αρνητική απάντηση περί την 16:00 ώρα επέστρεψα στο ζαχαροπλαστείο και στην γύρω περιοχή όπου έμεινα μέχρι τις 22:00 περιμένοντας μήπως εμφανιστεί η Γεωργία, ενώ παράλληλα μου είχαν πει οι συναδέλφισες της Γεωργίας ότι μόλις σχόλαγαν θα έρχονταν να την ψάξουμε μαζί. Αφού σχόλασαν οι συναδέλφισες και μου είπαν ότι τελικά δεν μπορούν να ψάξουν μαζί μου, εγώ κατευθύνθηκα στην οδό Αγίου Δημητρίου από όπου και πήρα ταξί και μετέβηκα στο νοσοκομείο «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» όπου ρώτησα εάν έχει διακομιστεί η Γεωργία, καθώς είχα αρχίσει να ανησυχώ πολύ. Ακολούθως πήρα έξω από ανωτέρω νοσοκομείο άλλο ταξί και μετέβηκα στο νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑ» όπου ζήτησα και με περίμενε το ταξί και μπήκα ομοίως να αναζητήσω την Γεωργία. Αφού έλαβα και εκεί αρνητική απάντηση με το ίδιο ταξί γύρισα σπίτι μου περί την 23:30 ώρα της 02/01/2024 και ξάπλωσα παραμένοντας σπίτι όλο το βράδυ».

Την επόμενη ημέρα, στις 3 Ιανουαρίου, ο 39χρονος κατέθεσε ότι στις 8 το πρωί μετέβη στην ιδιωτική κλινική προκειμένου να δει αν είχε εμφανιστεί η Γεωργία «για την προγραμματισμένη διακοπή κύησης».


Οι ερωτήσεις των αστυνομικών


Οι έμπειροι αστυνομικοί του τμήματος ασφαλείας από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκαν ότι δεν πρόκειται για μια «κλασική» περίπτωση εξαφάνισης και, μάλιστα, πρόσεξαν ότι ο 39χρονος εμφανίστηκε μπροστά τους έχοντας δυσκολία στη βάδιση αλλά και το σκίσιμο που είχε στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Απαντώντας στις σχετικές τους ερωτήσεις, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δυσκολεύεται να περπατήσει γιατί έχει σκλήρυνση κατά πλάκας την οποία την ανίχνευσε περίπου πριν δυόμισι χρόνια και για την αντιμετώπιση της λαμβάνει αγωγή και, μεταξύ άλλων και ηρεμιστικά.

Για το σκίσιμο στο δάχτυλό του ισχυρίστηκε ότι «το έσκισα σήμερα το πρωί καθώς πριν πάω στην (κλινική) έκανα εργασίες προσπαθώντας να μονώσω ένα καλώδιο που έχω εντός της ντουλάπας του υπνοδωματίου μου και το οποίο θέλω να αξιοποιήσω γιατί το σπίτι όπου διαμένω δεν έχει πολλές πρίζες». Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησαν αν έχει κατηγορηθεί για κάτι στο παρελθόν, ο 39χρονος απάντησε ότι έχει κατηγορηθεί μόνο από την αδελφή του που, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει ψυχολογικά προβλήματα και τον έχει στοχοποιήσει. «Μου έχει κάνει περίπου δέκα μηνύσεις για ενδοοικογενειακή βία αναφέροντας δήθεν ότι της επιτίθεμαι αλλά εγώ δεν της έχω επιτεθεί ποτέ, ούτε την έχω αγγίξει, ούτε της έχω προξενήσει την παραμικρή σωματική βλάβη. Επίσης, το 2011 περίπου, είχα κατηγορηθεί για διάρρηξη καταστήματος αλλά με κατηγόρησαν άδικα και εντέλει αθωώθηκα τελεσίδικα». Ολοκληρώνοντας την αρχική του κατάθεση, ο 39χρονος προσκόμισε τα μηνύματα που δήθεν του έστειλε η 41χρονη την ημέρα που εξαφανίστηκε.