Πρωτοφανή έξαρση παρουσιάζουν τα περιστατικά βίας ανάµεσα σε ανηλίκους, που τις περισσότερες φορές έχουν ως αποτέλεσµα τα θύµατα, πέρα από το ψυχολογικό σοκ, να κρίνεται αναγκαίο να νοσηλευτούν σε νοσοκοµείο προκειµένου να αντιµετωπιστούν τα τραύµατά τους. Τα τρία τελευταία χρόνια παρουσιαζόταν µια µικρή, αλλά σταθερά αυξανόµενη τάση βίας ανάµεσα σε ανηλίκους. Είτε για το ποιος θα επιβληθεί σε ποιον είτε για να κλέψουν είτε για οπαδικές διαφορές είτε για τα µάτια µιας κοπέλας είτε και για άλλους, ασήµαντους λόγους, προκειµένου να διαποµπεύσουν στα µάτια συµµαθητών ή φίλων το θύµα τους. Ωστόσο, η µετα-COVID περίοδος, σύµφωνα µε τους ειδικούς, έβγαλε στην επιφάνεια µια πρωτόγνωρη συµπεριφορά, κυρίως στα παιδιά που σήµερα πηγαίνουν στο Γυµνάσιο ή το Λύκειο.

Εκτόνωση αρνητικών συνανισθημάτων μετά την καραντίνα

«Περιµέναµε πως αυτά τα παιδιά που βίωσαν την καραντίνα σε σύντοµο χρόνο θα εκτόνωναν όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήµατα. Κυρίως τον θυµό. Τους φταίνε όλα, η κοινωνία, το σύστηµα, χωρίς να ξέρουν για ποιον λόγο. Ολος αυτός ο εγκλεισµός τούς άλλαξε τον τρόπο ζωής. Εκεί που ήταν ενταγµένοι στο σύνολο, ξαφνικά εµφανίστηκαν να λειτουργούν σε ένα ατοµικό περιβάλλον», δηλώνει µε νόηµα η ψυχολόγος Ελπίδα Παναγιωτουνάκου.

«Πρωταρχικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών διαδραµατίζουν η οικογένεια, το σχολείο, οι παρέες. Βιώνουµε ακόµη τις παρενέργειες της πανδηµίας, αφού στα παιδιά παρουσιάζεται ακόµα και σήµερα αύξηση του στρες, της µοναξιάς και του θυµού. ∆υστυχώς, πλέον, δεν υπάρχει ο παραδοσιακός θεσµός της οικογένειας. Τα µέλη της οικογένειας αποξενώνονται, δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία. Εχουµε περισσότερα διαζύγια από το παρελθόν και αυτό λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. ∆υστυχώς, ο θεσµός του σχολείου έχει απαξιωθεί, έχει χαθεί ο θεσµός του καθηγητή-µέντορα και, όπως έχει αποδειχθεί, τα τελευταία χρόνια, ο καθένας πατάει επί πτωµάτων για να βγει µπροστά. Ο σχολικός εκφοβισµός, αυτό που αποκαλούµε “bullying”, υπήρχε σε αυξηµένο βαθµό. Oµως, την τελευταία διετία η κατάσταση δείχνει να έχει ξεφύγει. Eχουµε να διαχειριστούµε πλέον περιστατικά που αφορούν σχολικό εκφοβισµό σε παιδιά νηπιαγωγείου και Α’ ∆ηµοτικού. Πλέον, έχουµε συχνά περιστατικά όπου πρωτάκια αρπάζουν παιδιά νηπιαγωγείου και τα δένουν στα κάγκελα για να γελούν οι ίδιοι και οι υπόλοιποι που βλέπουν», τονίζει µε νόηµα η κ. Παναγιωτουνάκου.

Τα παιδιά έχουν γίνει πιο σκληρά

Αυτό που επισηµαίνουν και οι αστυνοµικοί του Τµήµατος Ανηλίκων της Ασφάλειας Αττικής, που καθηµερινά καλούνται να διαχειριστούν διαδοχικές καταγγελίες, είναι πως τα παιδιά έχουν γίνει πιο σκληρά. Οι ειδικοί παιδοψυχολόγοι της ΕΛ.ΑΣ. θεωρούν πως όλη αυτή η έξαρση της βίας ανάµεσα σε παιδιά έχει να κάνει µε µια περίοδο ηθικής κρίσης, όπου οι αξίες έχουν ατονήσει. Από την πλευρά του, ο καθηγητής Αστυνοµικής Ακαδηµίας και τέως γ.γ. Αντεγκληµατικής Πολιτικής, Αγγελος Τσιγκρής, εξέφρασε την πεποίθηση µιλώντας στα «Π» πως «η έλλειψη του στοιχείου της επικοινωνίας µέσα στην οικογένεια ευνοεί την παραβατικότητα. Για να υπάρξει πιθανότητα τέλεσης εγκληµατικών πράξεων από ανηλίκους, πρέπει να υπάρχει ο εξής, κατά βάση, συνδυασµός στοιχείων: φτώχεια, εγκληµατικό παρελθόν της ίδιας της οικογένειας και έλλειψη ελέγχου των γονέων προς το παιδί. Χρειάζεται, δηλαδή, να συνυπάρξουν ταυτόχρονα οι τρεις παραπάνω παράγοντες, ώστε να υπάρξει σοβαρή πιθανότητα να εκδηλώσει ένας ανήλικος παραβατική συµπεριφορά».

Σύµφωνα µε τον καθηγητή, «η έρευνα έχει αποδείξει πως πρόκειται κυρίως για αγόρια µέσης ηλικίας. Η οικονοµική κατάσταση γενικά εµφανίζεται να είναι καλή, καθώς συνήθως εργάζονται και οι µητέρες. Οι έφηβοι παραβάτες επιδίδονται πιο συχνά σε αγοραπωλησία ναρκωτικών, πρόκληση ζηµιών στον σχολικό χώρο, κλοπές σε καταστήµατα, επεισόδια στο γήπεδο αλλά και σε απειλές κατά συνοµηλίκων τους. Οι παραβατικές παρέες στελεχώνονται γενικά από άτοµα του ίδιου φύλου, τα οποία στην πλειονότητά τους προέρχονται από το σχολείο ή τη γειτονιά».

Για τον κ. Τσιγκρή η λύση βρίσκεται στον επαναπροσδιορισµό των στόχων της νέας γενιάς. «Πρέπει να µειωθεί η ανεργία, να δοθούν περισσότερες ευκαιρίες στους νέους, να ενσωµατωθούν οι µειονοτικές οµάδες και, κυρίως, να στηριχθούν οι θεσµοί της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 30/9