Μπορεί τα πυροσβεστικά αεροσκάφη και η χρήση τους να βρίσκονται στην επικαιρότητα, η αποτελεσματική τους δράση να τα κάνει περιζήτητα από τους πολίτες που επιχειρούν να σώσουν την περιουσία τους και τον τόπο τους, όμως η παγκόσμια αγορά εναέριων πυροσβεστικών μέσων φαίνεται ότι δεν ήταν έτοιμη να προσαρμοστεί στην κλιματική αλλαγή και στις mega fires που εξελίσσονται σχεδόν σε όλον τον πλανήτη, ιδιαίτερα σε Μεσόγειο, σε Αυστραλία και σε ΗΠΑ και Καναδά.
Τον χειρισμό των εναέριων μέσων τον έχει αναλάβει η Πολεμική Αεροπορία, όμως τον επιχειρησιακό έλεγχο έχει το Πυροσβεστικό Σώμα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αυτή τη στιγμή διαθέτουμε συνολικά για την κατάσβεση των πυρκαγιών 89 εναέρια μέσα (40 από τον εθνικό στόλο και 49 μισθωμένα), έναντι 83 το 2022 και 61 το 2019. (Μετά την καταστροφή του ενός με την πτώση του και τον τραγικό χαμό των δύο πιλότων, στον εθνικό στόλο απέμειναν 39). Η χώρα διαθέτει 10 Canadair 215, 7 Canadair 415 και 19 ελαφρύτερου τύπου αεροσκάφη Petzetel. Επίσης πρόσφατα προστέθηκαν και τα 15 αεροσκάφη Air tractor, τα οποία βέβαια είναι μικρότερων δυνατοτήτων. Διατίθενται επίσης δύο ελικόπτερα Super Puma, τρία BK της Πυροσβεστικής, καθώς και τρία Chinook του Στρατού. Τον κύριο ρόλο όμως στην κατάσβεση συνεχίζουν να παίζουν τα γνωστά σε όλους μας Canadair, τα οποία είναι δύο τύπων: το CL 215, με την παραλαβή να έχει γίνει το 1979, και το CL 415, από το 2000. Από τα 17 Canadair, φέτος κατά μέσον όρο, καθημερινά, λειτουργικά είναι δέκα με δώδεκα. Τα Petzetel έχουν μεγαλύτερες διαθεσιμότητες, δηλαδή γύρω στις δεκαοκτώ με είκοσι.

Βλάβες

Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι όταν είναι σε εξέλιξη οι πυρκαγιές και πετούν τα αεροσκάφη, κάποια από τα Canadair θα βγάλουν βλάβες ή θα έχουν συμπληρώσει τις ώρες πτήσης τους, ενώ μπορούν να πετούν δύο με τρεις ώρες. Μετά χρειάζονται καθήλωση και συντήρηση. Δυστυχώς, η συχνότητα βλαβών λόγω παλαιότητας πλήττει καίρια τα τελευταία χρόνια τον στόλο των CL-215, ενώ πλέον οι επιδόσεις τους είναι οριακές. Τα CL-415 έχουν σαφώς καλύτερες επιδόσεις και περιθώρια ασφαλείας, λόγω ισχυρότερων και πιο αξιόπιστων κινητήρων, αλλά η διαθεσιμότητα και αυτών ταλανίζεται από ελλείψεις κρίσιμων ανταλλακτικών.
Για την κάλυψή των εποχικών αναγκών η χώρα καταφεύγει και στα νοικιασμένα μέσα, τα οποία συμπληρώνουν τις δυνατότητες πυρόσβεσης. Η χρησιμότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι στο ελληνικό ανάγλυφο υπάρχουν πολ- λά σημεία όπου είναι αδύνατη ή πολύ δύσκολη η χρήση των Canadair. Έτσι τα τελευταία χρόνια νοικιάζουμε τρία-τέσσερα ελικόπτερα Erickson βαρέος τύπου, μεταφορικής ικανότητας έως 10 τόνων, και μέχρι πρόσφατα επτά ή οκτώ ρωσικής προέλευσης ελικόπτερα Mi-8 ή Ka-32. Επίσης αξιοποιούνται ελικόπτερα Chinook του Στρατού Ξηράς, με κάδο μεταφορικής ικανότητας έως 7,6 τόνων, αλλά και τα δύο ελικόπτερα Super Puma του Πυροσβεστικού Σώματος, με κάδο 3,5 τόνων. Το κόστος ενοικίασης κάθε Erickson ανέρχεται σε περίπου 2.500.000-3.000.000 ευρώ.
Υπάρχουν πολλές φωνές που συνηγορούν στην απόκτηση του ρωσικού Beriev Be-200, το οποίο υπερτερεί σε υδροληψία με κακές συνθήκες θάλασσας, και στις επιδόσεις ανόδου και ταχύτητας ταξιδιού, με μεγάλη όμως αύξηση της κατανάλωσης καυσίμου. Αντίθετα δεν μπορεί να εκτελέσει απότομη βύθιση και δεν είναι το ίδιο ευέλικτο με τα Canadair στις χαράδρες και τα στενά περάσματα του ελληνικού ανάγλυφου, ενώ αργεί πολύ ο εφοδιασμός νερού, καθώς είναι σχεδιασμένο για τις ρωσικές στέπες, όπου είναι μακριά από θαλάσσιες περιοχές και χρειάζονται μεγάλες ποσότητες για την κατάσβεση. Η ενοικίαση του αεροσκάφους Beriev κόστιζε στην Ελλάδα, σύμφωνα με πληροφορίες, 3.800.000 ευρώ για τέσσερις μήνες.
Πολύ αποτελεσματικά, αλλά πολύ ακριβά στην εκμίσθωσή τους είναι τα ελικόπτερα Erickson. Σύμφωνα με τη ανάλυση του πρωθυπουργού στη Βουλή την περασμένη Τρίτη, πρόκειται για το καλύτερο εργαλείο και μέσα από το καινούργιο επιχειρησιακό πρόγραμμα, η Ελλάδα θα αγοράσει δέκα καινούργια ελικότερα erickson. Τόνισε μάλιστα ότι υπάρχει σκέψη για συμφωνία της Ελλάδας με χώρες του νότιου ημισφαιρίου, όπως η Αυστραλία, προκειμένου να επιμεριστεί το πολύ μεγάλο κόστος όχι μόνο της κτήσης τους, αλλά κυρίως της υποστήριξής τους.

Προμήθεια

Και να ήθελε πάντως η Ελλάδα να παραγγείλει Canadair δεν θα έβρισκε, καθώς η γραμμή παραγωγής έχει κλείσει, όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, προαναγγέλλοντας την απόφασή του η Ελλάδα να μπει στην προμήθεια απόκτησης νέων CL-515.
Μόλις την Τετάρτη ο Ευρωπαίος επίτροπος Διαχείρισης Κρίσεων, Γιάνες Λέναρσιτς, ανακοίνωσε ότι οι Βρυξέλλες σκοπεύουν να υπογράψουν συμβάσεις εντός του 2023 για την αγορά 12 CL-515, που θα ανήκουν στην ίδια την ΕΕ, πέραν άλλων 12 που θα ενισχύσουν εθνικούς στόλους. Η αεροπορική βιομηχανία De Havilland Canada, που διαδέχτηκε τη μητρική εταιρεία κατασκευής των Canadair, συμφώνησε να ξαναρχίσει την παραγωγή των θρυλικών πυροσβεστικών αεροσκαφών αν υποβληθούν παραγγελίες από την ΕΕ, σύμφωνα με τον κ. Λέναρσιτς, με πρώτες παραδόσεις πριν από την περίοδο των πυρκαγιών του 2027. Συμβάσεις έχουν συμφωνήσει να υπογράψουν η Κροατία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Το κόστος ώρας πτήσης των εναέριων μέσων των Ενόπλων Δυνάμεων διαμορφώνεται στα 9.913 € για τα CL-215, στα 3.230 € για τα CL-415, στα 1.389 € για τα PZL και στα 5.744,82 € για τα ελικόπτερα Chinook.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»