Μία κρίσιμη κατάθεση δίνει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ο εντατικολόγος Ανδρέας Ηλιάδης.

Ο μάρτυρας ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε την Τζωρτζίνα μετά την ανακοπή που υπέστη στο «Καραμανδάνειο» ως επικεφαλής της Εντατικής του παιδιατρικού τμήματος του νοσοκομείου στο Ρίο. Ο κ. Ηλιάδης έπαιξε κομβικό ρόλο στην υπόθεση και έδωσε μεγάλη μάχη για τη μικρή Τζωρτζίνα, ενώ, όπως κατέθεσε, από την αρχή το μυαλό του είχε πάει στο σύνδρομο Μινχάουζεν.

Ο κ. Ηλιάδης περιέγραψε τα πρώτα λεπτά της μικρής Τζωρτζίνας στην Εντατική και στη σκέψη του. «Δύο γιατροί και δύο νοσηλεύτριες περιμέναμε. Ο κ. Χασαπόπουλος συνόδευε την Τζωρτζίνα, διέκρινα μεγάλη ένταση στο πρόσωπο του γιατρού. Πήραμε πρώτες πληροφορίες από τον κ. Χασαπόπουλο. Μας ευχήθηκε καλή δύναμη, του είπαμε πως θα κάνουμε τα καλύτερα. Είχαμε κοριτσάκι περίπου 7,5 χρόνων που υπέστη ανακοπή. Την τοποθετήσαμε στον αναπνευστήρα. Έπρεπε να τη σταθεροποιήσουμε. Ελέγξαμε το μόνιτορ και αντιληφθήκαμε πως πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό περιστατικό.

Οι πρώτες πληροφορίες που πήραμε ήταν πως ήταν κάτι αιφνίδιο, μιλήσαμε με συνάδελφό μου. «Οι πρώτες πληροφορίες ήταν πως δεν υπήρχαν ενδείξεις πως θα υπάρξει ένα τέτοιο αιφνίδιο συμβάν. Μάθαμε και για δύο θανάτους στην οικογένεια. Θέλαμε να μάθουμε λεπτομέρειες, πόσες ώρες ήταν στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Είχαμε ένα φυσιολογικό καρδιογράφημα. Αυτό μας έκανε να νιώσουμε πιο ήρεμοι. Μας έκανε εντύπωση, πάντως, πως, παρόλο που μπήκαν όπως έπρεπε τα καρδιολογικά φάρμακα, όσο περνούσαν οι ώρες, είχαμε σταθερή εικόνα από το καρδιογράφημα», τόνισε ο μάρτυρας.

Ο κ. Ηλιάδης εξήγησε στο δικαστήριο πως έπρεπε να πάρει ιστορικό για το εάν υπάρχουν αιφνίδιοι θάνατοι στην οικογένεια. «Με ενημέρωσαν για τον θάνατο της μικρής Μαλένας και για ηπατική ανεπάρκεια. Δεν με έπεισε. Πήρα την κυρία Μπάκα, ογκολόγο, από τους σημαντικότερους στην Ελλάδα. Μιλήσαμε δύο φορές. Η πληροφορία που πήρα ήταν πως δεν είχε πειστεί ότι ήταν ηπατική ανεπάρκεια. Ρώτησα περισσότερες πληροφορίες και ως γιατρός μού ήταν αδιανόητο να πιστέψω πως πεθαίνουν παιδιά από ηπατική ανεπάρκεια. Θεωρήσαμε θάνατο αιφνίδιο και κινηθήκαμε προς αυτή την κατεύθυνση», υπογράμμισε ο μάρτυρας.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε και στον θάνατο της Ίριδας, περιγράφοντας: «Παίρνουμε πληροφορία και για θάνατο άλλου παιδιού στην κούνια. Το μυαλό μου πήγε στο σύνδρομο του αιφνίδιου θανάτου. Είναι μία πονεμένη ιστορία. Εκεί πήγε το μυαλό μου, στο σύνδρομο της κούνιας. Πήρα εξαιρετικό συνάδελφο, εξειδικευμένο στις αρρυθμίες, ο κ. Παπαγιάννης, που είναι στο Ωνάσειο, ο καλύτερος που έχουμε στην Ελλάδα. Επειδή υπήρχε η αγωνία εάν είναι πρωτογενής η αρρυθμία και βεβαίως αυτό που είπαμε ήταν πως οφείλουμε να σταθεροποιήσουμε την Τζωρτζίνα. Δεν ήταν ένας γιατρός που ήρθε ουρανοκατέβατος. Ήταν ενήμερος από πρώτη στιγμή. Ήταν συνεχόμενη η επικοινωνία».

Στη συνέχεια ο κ. Ηλιάδης ανέφερε πως κινήθηκαν και οι διαδικασίες για τον γονιδιακό έλεγχο. Είπε ότι το μυαλό του πήγε ωστόσο και σε μία διαφορετική διάγνωση, την πλασματική διαταραχή δι' αντιπροσώπου (σύνδρομο Μινχάουζεν). «Το ''καμπανάκι'' που μου χτύπησε ήταν δύο αιφνίδιοι θάνατοι και τρίτη ανακοπή, επίσης αιφνίδια», τόνισε ο κ. Ηλιάδης.

Ο κ. Ηλιάδης μετά από ερώτηση της προέδρου εξήγησε στο δικαστήριο τι είναι το σύνδρομο αυτό. «Ο φροντιστής που έχει γνώσεις ιατρικές, νοσηλευτικής, στο 90% είναι μάνα, είναι άτομα με προβλήματα στον ψυχικό κόσμο. Εμένα στόχος μου είναι να προστατεύσω το παιδί. Οι φροντιστές, χωρίς να το καταλάβουν, κάνουν κακό στο παιδί, με συμπτώματα ασφυξίας. Υπάρχουν "κόκκινες" σημαίες. Το επόμενο βήμα ήταν να μιλήσω με θεσμικό φορέα, που ήταν ιατροδικαστική υπηρεσία. Απευθύνθηκα στην κυρία Τσιόλα, επειδή δυστυχώς ο θάνατος στη μονάδα μας υπάρχει, τη γνώριζα και είχα επαφές. Πήγα και της εξέφρασα τους προβληματισμούς μου. Με άκουσε με προσοχή και ήρθε στον χώρο μας. Είδε τη μικρή. Της εξέφρασα τους προβληματισμούς και τις υπόνοιές μου. Της είπα πως δεν έχω εικόνα από δύο άλλους θανάτους. Μου συνέστησε να περιμένω να γίνει ο γονιδιακός έλεγχος και, εάν τα δεδομένα είναι διαφορετικά, θα δούμε τι θα γίνει. Μπορώ να πω πως ανακουφίστηκα. Η κυρία Τσιόλα μού είπε "περιμένουμε και βλέπουμε". Και μου είπε "θέλω να είσαι κοντά στην οικογένεια". Κάτι που τήρησα μέχρι το τέλος της Τζωρτζινίτσας. Πήγα στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική. Ένιωσα λες και του είχα δώσει μία βόμβα. Μου είπαν να μιλήσω με διευθυντή τμήματος, είπα τους προβληματισμούς μου, αλλά ένιωσα πως δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθώ. Μου είπαν να πάει η μητέρα στον ψυχίατρο βάρδιας. Είπα στη μητέρα της Τζωρτζίνας πως υπάρχει αυτό το ραντεβού στον ψυχίατρο. Ο ψυχίατρος ήθελε να αποκλείσει το ψυχωσικό. Ήρθαν και μου είπαν οι γονείς "τι είναι αυτά τα πράγματα;". Τη ρωτούσαν εάν είναι τρελή. Δυστυχώς αυτό κόπηκε. Μου είπαν πως δεν επιθυμούν να υπάρξει άλλη επαφή με τον ψυχίατρο», περιέγραψε ο κ. Ηλιάδης.

Είναι χαρακτηριστικό πως την ώρα που ο κ. Ηλιάδης αναφερόταν στο σύνδρομο Μινχάουζεν η κατηγορούμενη Ρούλα Πισπιρίγκου είχε βγει έξω από την αίθουσα.