Κινήσεις καλής θέλησης προς πάσα κατεύθυνση κάνει μετά την επανεκλογή του στην τουρκική Προεδρία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επιχειρώντας να αποκλιμακώσει τις προεκλογικές εντάσεις, αλλά και χρόνιες διαφορές του με χώρες της Δύσης.

Την ίδια ώρα, ο Τούρκος πρόεδρος δοκιμάζεται ανάμεσα στην κατρακύλα της τουρκικής λίρας και την έκρηξη του πληθωρισμού, αλλά και την πίεση για τις καταγγελίες περί χρηματισμού του γιου του. Την καταγγελία που θέλει την κυβέρνηση Ερντογάν να εγκρίνει κανονισμούς που θα ενίσχυαν τις πωλήσεις του προϊόντος της «Dignita» διερευνούν οι Αρχές καταπολέμησης της διαφθοράς στις ΗΠΑ και στη Σουηδία.

Όπως μετέδωσε το Reuters, η θυγατρική στη Σουηδία μιας αμερικανικής εταιρίας υποσχέθηκε να καταβάλει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια ως «δώρα» στον Mπιλάλ Ερντογάν, εάν αυτός τη βοηθούσε την εν λόγω εταιρία να εξασφαλίσει δεσπόζουσα θέση στην αγορά της Τουρκίας. Προϋπόθεση ήταν η τουρκική κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να ανάψει το «πράσινο φως» για το νομοθετικό πλαίσιο που θα αύξανε κατακόρυφα τις πωλήσεις του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή ενός αλκοτέστ στο ταμπλό του αυτοκινήτου που θα κλείδωνε τη μηχανή, όταν διαπιστωνόταν πως ο οδηγός είναι μεθυσμένος.

Παρότι τα επίμαχα ποσά δεν καταβλήθηκαν ποτέ και η «Dignita» εγκατέλειψε αίφνης το εγχείρημα στα τέλη του προηγούμενου χρόνου, ωστόσο καλούνταν να καταβάλλει για διάστημα δέκα ετών εκατομμύρια δολάρια σε δύο ιδρύματα, στα Διοικητικά Συμβούλια των οποίων είναι μέλος ο Μπιλάλ Ερντογάν.

Προκαταρκτικές έρευνες από ΗΠΑ και Σουηδία

Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, η καταγγελία παρελήφθη τον Απρίλιο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και οι εισαγγελικές Αρχές της Σουηδίας ανέθεσαν σε ειδικό πράκτορα να διεξαγάγει προκαταρκτικές έρευνες και να καθοριστεί εάν παραβιάστηκαν τυχόν διατάξεις των εθνικών νόμων για τη δωροδοκία.

Για την ιστορία, ωστόσο, δεν είναι η μοναδική περίπτωση εμπλοκής του Μπιλάλ Ερντογάν σε υπόθεση διαφθοράς, καθώς το 2016 είχε κατηγορηθεί για ξέπλυμα χρημάτων, όταν σπούδαζε στην Ιταλία. Εισαγγελείς εξέτασαν χρηματικά ποσά που φαινόταν να είχε φέρει στην Ιταλία από την Τουρκία, ενώ σπούδαζε για διδακτορικό δίπλωμα.

Σε αυτές τις συνθήκες, ο Τούρκος Πρόεδρος αναζητά διέξοδο στη… Δύση. Χθες τηλεφώνησε στον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, για να τον συγχαρεί για την ανάληψη των καθηκόντων του, καταλήγοντας σε ένα ραντεβού. Ειδικότερα, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να συναντηθούν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, που θα πραγματοποιηθεί στο Βίλνιους της Λιθουανίας στις 11 και 12 Ιουλίου, όπως ανέφερε σχετική ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης.

Να θυμίσουμε ότι μετά την τελευταία συνάντησή τους τον Μάρτιο του 2022, στην Κωνσταντινούπολη, οι διμερείς σχέσεις «πάγωσαν» με φόντο την έξαρση της εμπρηστικής ρητορικής της γειτονικής χώρας.

«Ευκαιρία για το μέλλον των διμερών σχέσεων»

Η Τουρκική Προεδρία σημείωσε με φόντο την τηλεφωνική επαφή των δύο ανδρών πως «ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχάρη τον κ. Μητσοτάκη για την επιτυχία που σημείωσε στις βουλευτικές εκλογές και ευχήθηκε η νέα θητεία να είναι ευοίωνη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις», καταλήγοντας πως «κατά τη διάρκεια της συνομιλίας επισημάνθηκε ότι το γεγονός ότι εργάζονται ισχυρές κυβερνήσεις και στις δύο χώρες, οι οποίες έχουν ανανεώσει την εμπιστοσύνη των λαών τους, αποτελεί ευκαιρία για το μέλλον των διμερών σχέσεων». Πάντως, της όποιας ψύχρανσης είχε προηγηθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναθέρμανε το διπλό χτύπημα του Εγκέλαδου στη γειτονική χώρα τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ενεργοποιήθηκε η «διπλωματία των σεισμών», αποκλιμακώνοντας μερικώς τις σχέσεις των δύο πλευρών.

Επαναπροσέγγιση με τη Δύση

Εκτός από την Αθήνα, ωστόσο, το στενό επιτελείο του Τούρκου Προέδρου τις τελευταίες ημέρες επιχειρεί με μεγάλη ένταση την επαναπροσέγγιση χωρών της Δύσης προκειμένου να αποφύγει την εκ νέου προσφυγή στο ΔΝΤ, αλλά και τη διεθνή της απομόνωση ως αποτέλεσμα της αυτοσχέδιας δημοσιονομικής πολιτικής του Ερντογάν.

Η πιο χαρακτηριστική πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση υπήρξε η συνάντηση την περασμένη εβδομάδα του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, με βασικό ζητούμενο το τουρκικό βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Στο περιθώριο της Διάσκεψης δωρητών για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας στο Λονδίνο, οι δύο ηγέτες είχαν συνομιλίες που επικεντρώθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, με την ατζέντα να καθορίζεται γύρω από την ένταξη της Σουηδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

«Θα συζητήσουμε για την επικείμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ένταξης της Σουηδίας» είπε στους δημοσιογράφους ο Άντονι Μπλίνκεν μετά το πέρας της συνάντησής του με τον Τούρκο ομόλογό του, με την ατζέντα των συνομιλιών να περιλαμβάνει ακόμη την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών και θέματα που αφορούν την ενεργειακή και οικονομική συνεργασία.

Ο παράγοντας «οικονομία»

Την ίδια ώρα, η ανάγκη επανατοποθέτησης της Τουρκίας στον παγκόσμιο χάρτη περνά μέσα από την επίτευξη συμφωνιών που θα αποκαταστήσουν την τρωθείσα εικόνα της απέναντι στις αγορές και θα τονώσουν την πολυπόθητη ρευστότητα.

Στέλνοντας καθαρό μήνυμα προς τα οικονομικά κέντρα της Δύσης, τους πλέον «ορθόδοξους» υπουργούς του επιστράτευσε ο Τούρκος Πρόεδρος προκειμένου να συνάψει συμφωνίες με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, αποστέλλοντας επικεφαλής κλιμακίου κορυφαίων οικονομικών αξιοματούχων του στο Άμπου Ντάμπι τον Αντιπρόεδρο της Τουρκίας, Τσεβντέτ Γιλμάζ και τον Υπουργό Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ, ως προπομπούς μας επίσκεψης του ίδιου.

Στην πραγματικότητα, οι επενδύσεις και η χρηματοδότηση των αραβικών κρατών προς την Άγκυρα αποτέλεσαν την σανίδα σωτηρίας της τουρκικής οικονομίας την τελευταία διετία, με προτεραιότητα τις άμεσες επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας και της στρατιωτικής βιομηχανίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, η επικύρωση -με απόσταση μίας εβδομάδας από την επανεκλογή Ερντογάν- της συμφωνίας ανάμεσα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Τουρκία έδειξε το δρόμο για το τι θα ακολουθήσει στο εγγύς μέλλον, έχοντας υπογράψει για αρχή συμφωνία για την αύξηση του διμερούς εμπορίου, ύψους 40 δις δολαρίων για πέντε χρόνια.

Πηγή: protothema.gr