Σ τις 26 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί αποχαιρετούν και επίσημα τη «μητερούλα» τους. Περισσότερα από 60 εκατομμύρια Γερμανοί προσέρχονται στις κάλπες για να αποφασίσουν ποιος ή ποια θα διαδεχθεί την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, τη μακροβιότερη αρχηγό κυβέρνησης στην Ε.Ε.

Οι εκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής θεωρούνται κρίσιμες για τη σταθερότητα όχι μόνο της μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη, αλλά και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Μέχρι πρόσφατα η «αιώνια καγκελάριος» έμενε εκτός προεκλογικής εκστρατείας. Ακόμη και απούσα, όμως, παραμένει πανταχού παρούσα. Και αυτό γιατί, εκτός των άλλων, ο ψηφοφόρος που θα κρίνει το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι ο περιπλανώμενος, ο αναποφάσιστος οπαδός της Μέρκελ. Η απερχόμενη καγκελάριος παραμένει πολύ πιο δημοφιλής από εκείνους που ελπίζουν να τη διαδεχθούν. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να εκτιμούν τη σταθερή ηγεσία της, ειδικά σε περιόδους κρίσης.

Στην τελευταία της ομιλία ως καγκελάριος στη γερμανική Βουλή η ίδια επέλεξε πάντως να παίξει το χαρτί της κινδυνολογίας, με στόχο να ενισχύσει τον εκλεκτό του κόμματός της, Αρμιν Λάσετ. «Η κυβέρνησή του θα αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα, την αξιοπιστία, το μέτρο και το κέντρο. Και αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται η Γερμανία. Και δεν είναι το ίδιο με οποιαδήποτε κυβέρνηση», είπε.

Παράλληλα μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα, εμφανίστηκε με ασυνήθιστα εξομολογητική διάθεση για τα ζητήματα που σχετίστηκαν με την Ελλάδα, την προηγούμενη δεκαετία, αφού χαρακτήρισε ως δυσκολότερη στιγμή της 16ετούς θητείας της την ευρωκρίση. «Οταν ζήτησα τόσο πολλά από τους πολίτες στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά.

Ο διάδοχος της Μέρκελ στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ξεκίνησε δυναμικά, αλλά πλέον καταποντίζεται στις δημοσκοπήσεις.

Η μάχη

Θα δώσει μάχη με την υποψήφια του κόμματος των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, και τον δημοφιλή αντικαγκελάριο Ολαφ Σολτς, επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών και νυν υπουργό Οικονομικών, ο οποίος προπορεύεται δημοσκοπικά. Παραμονές των εκλογών, το κόμμα της Μέρκελ, που μετά βίας φθάνει στο 19% σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση, καταγράφει το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του.

Αντίθετα, οι Σοσιαλδημοκράτες ανεβαίνουν στο 25% και οι Πράσινοι στο 17%, οι Φιλελεύθεροι στο 13%, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία στο 11% και η Αριστερά (Die Linke) στο 6%. Οι τελευταίες μετρήσεις των προθέσεων της κοινής γνώμης δείχνουν, βέβαια, σειρά από διαφορετικά αποτελέσματα, η τάση όμως είναι ξεκάθαρη, και αυτή είναι η ενίσχυση του SPD. Σε αντίθεση με τους δύο αντιπάλους του, ο Σολτς, ένας συνετός υπουργός Οικονομικών, μετριοπαθής κεντροαριστερός, είναι… ό,τι πιο κοντινό στη Μέρκελ, λένε οι αναλυτές.

«Νηφάλιος, σοβαρός, σχεδόν ρομποτικός, προσελκύει τον αναποφάσιστο ψηφοφόρο της Μέρκελ. Η πολιτική του για υψηλότερο κατώτατο μισθό, πιο προσιτή στέγαση και σταθερές συντάξεις είναι σχεδόν… ντεμοντέ. Είναι όμως σαφής και κατανοητή». «Δεν υπάρχει επιθυμία για αλλαγή πολιτικής ή αλλαγή στυλ», εξηγεί η Daniela Schwarzer, από το Open Society Foundation στο Βερολίνο.

Η Γερμανία οδεύει για ακόμα μία φορά στη δημιουργία συνασπισμού. Αξιοσημείωτη η αυτοκριτική της καγκελαρίου για τους χειρισμούς της στο «ελληνικό ζήτημα»
«Αλλά ίσως υπάρχει επιθυμία για καγκελάριο που δεν ανήκει πια στο CDU». Οι αναλυτές δεν αναρωτιούνται πια σε τι συνασπισμό θα ηγηθούν οι Χριστιανοδημοκράτες, αλλά, για πρώτη φορά έπειτα από 16 χρόνια υπό τη Μέρκελ, αν η Κεντροδεξιά θα βρίσκεται στον κυβερνητικό συνασπισμό. Σε μια εποχή αναταραχής σε όλο τον κόσμο, οι Σοσιαλδημοκράτες, το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, αντιπροσωπεύουν την ασφάλεια για τους ψηφοφόρους που διστάζουν να παραδώσουν τα ηνία στον Λάσετ ή στην άπειρη υποψήφια των Πρασίνων. Πώς μεταφράζονται λοιπόν όλα αυτά; Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Γερμανία κατευθύνεται για ακόμη μία φορά στη δημιουργία συνασπισμού. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι ποιος θα ηγηθεί της συμμαχίας και ποια κόμματα θα λάβουν μέρος.

Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα είναι ότι η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία υποστηρίζεται από περίπου 11% των ψηφοφόρων, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, δεν θα αποτελέσει μέρος της κυβέρνησης, για τον απλό λόγο ότι όλα τα άλλα κόμματα έχουν αποκλείσει τη συνεργασία μαζί της. Αν όντως κόψουν πρώτοι το νήμα οι Σοσιαλδημοκράτες, θα αναζητούσαν συμμαχία με την Αριστερά και τους Πρασίνους.

Στα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας κυβέρνησης θα ήταν η ιδεολογική συνοχή σε βασικά ζητήματα, όπως οι φόροι, η κοινωνική πρόνοια και η πολιτική για τους πρόσφυγες, θα ήταν όμως πιθανότατα ισχνή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν οι Χριστιανοδημοκράτες -παρά τις απογοητευτικές δημοσκοπήσειςβρεθούν στην πρώτη θέση, μια συμμαχία «Τζαμάικα» θεωρείται από πολλούς ως ο πιο πιθανός συνασπισμός. Ονομάζεται έτσι επειδή τα χρώματα των κομμάτων -μαύρο (CDU/CSU ), πράσινο (Πράσινοι), κίτρινο (FDP)- θα αντιστοιχούσαν σε αυτά της σημαίας της Τζαμάικα. Η συμμαχία αυτή θα είχε μεγάλη πλειοψηφία στην Bundestag σε μια τέτοια περίπτωση και θα προχωρούσε σε μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς, όπως στο περιβάλλον και τις μεταφορές.