Αφού έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκε να διορθώσει την πορεία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, έτσι ώστε να «ενώνει καλύτερα τις δημοκρατικές μας αξίες με τη διπλωματική μας ηγεσία».

Ήταν μέρος μιας προσπάθειας να τραβήξει μια γραμμή από την εποχή του Τραμπ, η οποία υποβάθμισε τον παγκόσμιο ρόλο της Ουάσιγκτον, την υποστήριξή της στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον συντονισμό της με τους δημοκρατικούς συμμάχους.

Όπου η πολιτική «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ περιελάμβανε μια άνευ προηγουμένου προσέγγιση προς τους αυταρχικούς ηγέτες, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε ότι θα αποκαταστήσει την ηθική ηγεσία των ΗΠΑ στην υπεράσπιση των δημοκρατιών παγκοσμίως.

Ωστόσο, όπως σχολιάζουν οι «Financial Times», η δέσμευση του Μπάιντεν να θέσει τις δημοκρατικές αξίες στον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση μετά την επεισοδιακή σύλληψη του Ρομάν Προτάσεβιτς από τον Λευκορώσο ηγέτη Αλεξάντερ Λουκασένκο.

Επικρίσεις για την καθυστερημένη δράση για τη Λευκορωσία

Οι ΗΠΑ ανέλαβαν δράση για να τιμωρήσουν το Μινσκ για την παράνομη κίνηση, λέγοντας ότι συστρατεύονται με την ΕΕ για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης λίστας μέτρων κατά του καθεστώτος Λουκασένκο και για τον σχεδιασμό νέων δικών τους κυρώσεων.

Ωστόσο, οι επικριτές λένε ότι η απάντηση του Λευκού Οίκου σε μια από τις πιο ανησυχητικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν καθυστερημένη και διστακτική - ερχόμενη μάλιστα αρκετές μέρες μετά τη γρήγορη απάντηση από τις Βρυξέλλες – ενώ την κατάσταση επιδείνωσε και η συμφωνία για τη σύνοδο κορυφής με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.

«Στη σοβιετική και φυσικά στη ρωσική παράδοση, μια σύνοδος κορυφής με τον πρόεδρο των ΗΠΑ επισκιάζει σχεδόν όλα τα άλλα», δήλωσε ο Leon Aron, επικεφαλής για τη Ρωσία στο American Enterprise Institute, υποστηρίζοντας ότι η συνάντηση θα δώσει στον Πούτιν μια διεθνή επικύρωση, τη στιγμή μάλιστα που έχουν διογκωθεί τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του.

Ένας ανώτερος αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης αναγνώρισε, μιλώντας στους «FT», ότι ο Λευκός Οίκος αναγκάστηκε να εξισορροπήσει τη δέσμευσή του να επαναβεβαιώσει τις δημοκρατικές αρχές σε όλο τον κόσμο με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι το ρεκόρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Μπάιντεν δεν είναι μέχρι στιγμής «τέλειο».

«Φυσικά, μερικές φορές υπάρχουν συμβιβασμοί», δήλωσε ο αξιωματούχος στους «Financial Times». Ωστόσο, ο ίδιος επέμεινε ότι στην Κίνα, την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία, την Αιθιοπία και αλλού, η κυβέρνηση έχει λάβει μια ηθική στάση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Στο «μικροσκόπιο» η σύνοδος κορυφής με τον Πούτιν

Ειδικά μετά το παιχνίδι ισχύος του Λουκασένκο, η σύνοδος κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν θα παρακολουθηθεί ακόμη πιο στενά για ενδείξεις ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα επιμείνει στη δέσμευσή του στις δημοκρατικές αξίες.

Ο Andrea Prasow της Human Rights Watch δήλωσε ότι θα ήταν «τεράστια απογοήτευση» εάν ο Μπάιντεν δεν χρησιμοποιήσει τη συνάντηση για να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως δεδομένης της νέας προσπάθειας εκφοβισμού της Ουκρανίας από τη Μόσχα και της μεταχείρισης του Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος παραμένει στη φυλακή.

Ο Aron δήλωσε ότι η συμφωνία σε μια σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν μετά την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ήταν ένα σημαντικό λάθος πολιτικής. «Γι’ αυτούς, μια συνάντηση είναι απόδειξη ότι τους σέβονται και τους φοβούνται», είπε.

Από την πλευρά του, ο ανώτερος αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης είπε ότι ο Μπάιντεν θα πραγματοποιήσει «σκληρές» συνομιλίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία με τον Πούτιν και δεν θεωρεί τη συνάντηση ως παραχώρηση.

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται το Κρεμλίνο

Οι προσπάθειες για την προώθηση μιας πιο ηθικής προσέγγισης έναντι της Ρωσίας έχουν προσκρούσει με την πρακτική πραγματικότητα ότι η Ουάσιγκτον χρειάζεται το Κρεμλίνο για ορισμένες προτεραιότητες σε θέματα ασφάλειας, όπως η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ο στρατηγικός έλεγχος όπλων, η αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν και η πολιτική για το κλίμα.

Ο Andrew Weiss, πρώην επικεφαλής για τη Ρωσίας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, δήλωσε ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιους περιορισμούς. Το 2014, η κυβέρνηση Ομπάμα προσπάθησε να διακόψει τις επαφές υψηλού επιπέδου με τη Μόσχα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά η πολιτική «άρχισε να καταρρέει» όταν η κρίση στη Συρία απαίτησε μια διμερή δέσμευση.