H πανδημία του κοροναϊού δεν θα είναι το τέλος του κόσμου. Ισως είναι, όμως, το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Οι πολιτικοί και οι άλλοι policy makers, που καλούνται να διαχειριστούν τη χειρότερη κρίση υγείας της μοντέρνας εποχής, «ξεσκονίζουν» μέτρα, σχέδια και αποφάσεις που πάρθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή το κραχ του 2008. Ομως, η πραγματικότητα είναι ότι οι επιπτώσεις του κοροναϊού θα θυμίζουν λιγότερο μια χρηματοοικονομική κρίση και περισσότερο έναν πόλεμο.

Μπροστά στον πόλεμο απέναντι σε αυτόν τον αόρατο εχθρό, ο κόσμος όπως τον γνωρίζαμε μεταπολεμικά αλλάζει. Το ισχύον μοντέλο της παγκοσμιοποίησης δοκιμάζει τα όριά του, όταν οι κυβερνήσεις αδυνατούν να προμηθεύσουν τους πολίτες τους με μάσκες και αντισηπτικά, γιατί αυτά παράγονται σε κάποια μακρινή ή κοντινή χώρα που προτιμά να τα κρατήσει για τους δικούς της ανθρώπους. Η στροφή στην εθνική παραγωγή μοιάζει τώρα ελκυστική, έπειτα από πολλά χρόνια, καθώς πλεονεκτήματα όπως τα φθηνά εργατικά χέρια και το χαμηλότερο κόστος παραγωγής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Τα επιχειρήματα υπέρ ενός ισχυρού κράτους κερδίζουν έδαφος και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του μοντέλου μικρό κράτος - χαμηλή φορολογία αναγκάζονται να αναθεωρήσουν μπροστά στις προφανείς πλέον αδυναμίες τόσο των μοντέλων παραγωγής όσο και των συστημάτων Υγείας.

Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ προσφέρει σε ευρωπαϊκή φαρμακευτική εταιρεία 1 δισ. δολάρια προκειμένου να αγοράσει τα αποκλειστικά δικαιώματα του υπό ανάπτυξη εμβολίου της και να σώσει μόνο τους Aμερικανούς πολίτες από την πανδημία, η εποχή της διεθνούς συνεργασίας και αλληλεγγύης μοιάζει να φτάνει στο τέλος της. Οι σύνοδοι κορυφής που τις προηγούμενες δεκαετίες έβαζαν τους ισχυρότερους ηγέτες της Γης πίσω από κλειστές πόρτες, ώσπου να βρουν λύσεις σε πολέμους και κρίσεις, μοιάζουν με μακρινή ανάμνηση, σε μια εποχή που οι χειραψίες απαγορεύονται πλέον ρητά, ακόμα και για τους αρχηγούς κρατών. Είναι μάλλον ταιριαστό που ο επίσημος οικοδεσπότης για τη φετινή Σύνοδο του G7 είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας άνθρωπος που δεν διστάζει να δηλώσει και δημοσίως ότι είναι μικροβιοφοβικός. Ομως, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος επέμενε για εβδομάδες να υποτιμά και να υποβαθμίζει το θέμα του κοροναϊού, οι Κινέζοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να αυτοαναγορευτούν σε ηγέτες της παγκόσμιας μάχης κατά της πανδημίας, χρησιμοποιώντας αυτή την κρίση για να επεκτείνουν την επιρροή τους ανά τον πλανήτη.

ΧΤΥΠΟΥΝ ΚΟΚΚΙΝΟ

Ακόμα και μέσα στην Ευρώπη, οι πολιτικές εντάσεις χτυπούν κόκκινο, καθώς στην εποχή της πανδημίας η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη πέφτει θύμα του εθνικού συμφέροντος. Η Γερμανία, για παράδειγμα, εξόργισε την Αυστρία και την Ελβετία όταν σταμάτησε να εξάγει μάσκες προς τους γείτονές της. Οι Ιταλοί νιώθουν ότι προδόθηκαν, καθώς στις πιο σκοτεινές στιγμές αυτής της κρίσης η Ευρώπη τούς άφησε στην τύχη τους. Όταν η Ρώμη προσέφυγε στον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης, καμία χώρα- μέλος δεν θέλησε να στείλει ιατρική βοήθεια ή προμήθειες. Οι Κινέζοι ήταν οι μοναδικοί που έτειναν μια χείρα βοηθείας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι Μιλανέζοι κρεμούν ιταλικές σημαίες στα σπίτια τους και τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια στα μπαλκόνια. Πλέον, ο κοροναϊός υψώνει τείχη εκεί όπου κάποτε τα τείχη έπεσαν. Στην Ευρώπη των ανοικτών συνόρων, η μια χώρα μετά την άλλη άρχισαν να κλείνουν τις πόρτες, με την ελπίδα να κρατήσουν τον ιό έξω. Η απόφαση των Βρυξελλών να κλείσουν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης αποτελεί μια ύστατη προσπάθεια να πειστούν χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία να αποκαταστήσουν την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων στο εσωτερικό της Ευρώπης, κάτι που αποτελεί, άλλωστε, και μια από τις λεγόμενες «τέσσερις ελευθερίες» της Ε.Ε. Ύστερα από αυτά, το Bloomberg εύλογα αναρωτιέται: «Μπορεί η Ευρώπη να επιβιώσει από τον κοροναϊό;».

Τουλάχιστον αυτή η κρίση κατάφερε να κάνει αυτό που δεν μπόρεσε η προηγούμενη: να δώσει ένα τέλος στην εμμονή των Ευρωπαίων με τη δημοσιονομική πειθαρχία. Μπροστά στην απειλή μιας βαθιάς ύφεσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γράφουν «λευκές επιταγές», σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες (είτε πρόκειται για την Κριστίν Λαγκάρντ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είτε για τον Τζερόμ Πάουελ της Federal Reserve) δεν μπορούν να σώσουν τον πλανήτη από ακόμα μία κρίση. Με τη νομισματική πολιτική να έχει εξαντλήσει τα περιθώριά της, η απάντηση δεν μπορεί αυτήν τη φορά να είναι άλλη παρά δημοσιονομική.

Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν δεσμεύεται ότι καμία επιχείρηση -μικρή ή μεγάλη- δεν θα αφεθεί να χρεοκοπήσει λόγω αυτής της κρίσης, καθώς η κυβέρνηση εγγυάται δάνεια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων και υπόσχεται να επέμβει με κρατικοποιήσεις, εάν χρειαστεί. Οι Γερμανοί θυσιάζουν το πολυαγαπημένο «Schwarzenull» τους (δηλαδή τη δέσμευση για μηδενικά ελλείμματα) και πυροδοτούν το «μπαζούκα» του υπουργού Οικονομικών, Ολαφ Σολτς, δηλαδή μια υπόσχεση για εγγυήσεις δανείων 500 δισ. ευρώ και απεριόριστη ρευστότητα για τις επιχειρήσεις. Η Ισπανία απαντά με ένα πακέτο διάσωσης 200 δισ. ευρώ, την ώρα που στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο Ντόναλντ Τραμπ ελπίζει να περάσει από το Κογκρέσο ένα πρόγραμμα 1 τρισ. δολαρίων, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση 1.000 δολαρίων σε κάθε Αμερικανό.


ΟΛΑ ΟΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΡΟΝΑΪΟ

Πόσο διαρκεί η επώαση του ιού και πότε εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα
Πώς γίνεται η διάγνωση και πώς μεταδίδεται;
Πού πρέπει να καλέσετε εάν παρουσιάσετε συμπτώματα
Τι κάνουμε αν ένα μέλος της οικογένειας εμφανίσει συμπτώματα