Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι επιστήμονες για την κατανάλωση επεξεργασμένων κρεάτων, όπως τα αλλαντικά, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ιδίως σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 260.000 μεσήλικες Βρετανίδες μεταξύ 40 και 69 ετών. Κατά τη διάρκεια της επταετούς έρευνας, 4.819 γυναίκες εκδήλωσαν καρκίνο του μαστού.

Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι υπήρχε άμεση σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης αλλαντικών, όπως λουκάνικα, ζαμπόν ή μπέικον, με την εκδήλωση καρκίνου.

Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, που έτρωγαν πάνω από εννέα γραμμάρια αλλαντικών (ποσότητα ίση με δύο λουκάνικα ή τρεις λωρίδες μπέικον), είχαν έως και 21% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο του μαστού, από εκείνες που απέφευγαν εντελώς την κατανάλωση κατεργασμένων κρεάτων.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, ακόμα κι εκείνες οι γυναίκες που έτρωγαν σπάνια ή μικρές ποσότητες αλλαντικών, είχαν 15% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, στη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο «European Journal of Cancer», οι ερευνητές δεν παρατήρησαν ανάλογη σχέση κατεργασμένων κρεάτων και καρκίνου στις νεότερες γυναίκες.

Οι ειδικοί εξηγούν πως τα επεξεργασμένα κρέατα, πέρα από τα πολλά κορεσμένα λίπη, έχουν συντηρητικές και χρωστικές χημικές ουσίες, που μπορούν να πυροδοτήσουν καρκινογένεση. Ήδη, τα αλλαντικά και γενικώς τα κατεργασμένα, αλατισμένα κρέατα που περιέχουν μπαχαρικά, κατατάσσονται στη λίστα των καρκινογόνων παραγόντων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μαζί με τα τσιγάρα, το αλκοόλ και τον αμίαντο.

Κι αυτό διότι έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι συντελούν στην εκδήλωση καρκίνου του παχέος εντέρου.

Σύμφωνα με τον Ναβίντ Σατάρ, καθηγητή Μεταβολικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, που συνέγραψε τη νέα μελέτη, «τα συμπεράσματά της έρχονται να προσθέσουν περισσότερες αποδείξεις ότι τα κατεργασμένα κρέατα έχουν καταλυτική επίδραση στον καρκίνο του μαστού, ειδικά στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες». Αιτιολογώντας τον συσχετισμό, εξηγεί ότι ο τρόπος μαγειρέματος των αλλαντικών, ειδικά το ψήσιμο ή το τηγάνισμα, συντελεί στην ανάπτυξη καρκινογόνων χημικών ουσιών.