Για διαχρονική υποχρηματοδότηση των φαρμακευτικών θεραπειών, αλλά και για την χρονίζουσα υστέρηση της συνταγογράφησης και της χρήσης των αντικειμενικά πολύ πιο φθηνών φαρμακευτικών σκευασμάτων, των γενοσήμων (αντιγράφων), κάνει σήμερα λόγο στο parapolitika.gr ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, ο οποίος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την ραγδαία αύξηση της πίεσης, την οποία ασκεί χρόνο με το χρόνο στη χρηματοδότηση των συστημάτων Υγείας η εισαγωγή ολοένα και πιο νέας τεχνολογίας στην φαρμακευτική περίθαλψη.

Διαβάστε ακόμα: Ουραγός η Ελλάδα στα φτηνά φάρμακα - Γιατί έχουμε μείνει τόσο πίσω στα γενόσημα (;)

Κύριε πρόεδρε, πάνω από μία δεκαετία μιλάμε στην Ελλάδα για την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση των γενοσήμων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σε τι οφείλεται αυτή βραδυπορία, η οποία παρατηρείται και επαναφέρει την ίδια ακριβώς συζήτηση;

Το θέμα της χρήσης των παλαιών οικονομικών φαρμάκων που παράγονται κυρίως στη χώρα μας, αποτελεί διαχρονικό στόχο της Πολιτείας. Δυστυχώς όμως, οι παρεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας στην φαρμακευτική πολιτική δεν κατάφεραν να βγάλουν την Ελλάδα από τη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ως προς τη διείσδυση τους.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ζημία πρωτίστως για τους ασθενείς που επιβαρύνονται με μεγαλύτερο κόστος αλλά και για το σύστημα φαρμακευτικής φροντίδας που αφήνει αναξιοποίητη τη δυνατότητα σοβαρών εξοικονομήσεων που εκτιμάται ότι μπορούν να φθάνουν τα 200 εκατ. ευρώ!

Ταυτόχρονα, τα πολύ χαμηλά μερίδια των φαρμάκων αυτών σημαίνουν την απώλεια σημαντικής προστιθέμενης αξίας από την εγχώρια παραγωγική φαρμακοβιομηχανία που κατά κύριο λόγο αναπτύσσει και παράγει γενόσημα φάρμακα. Τα πολύ χαμηλά μερίδια των γενοσήμων ασφαλώς δεν σχετίζονται με την τιμή τους. Αυτό έχει αποδειχθεί, καθώς παρά τις τεράστιες μειώσεις τιμών των γενοσήμων την τελευταία δεκαετία, η διείσδυση τους παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Π.χ.  τα γενόσημα της ρισεδρονάτης έχουν σήμερα καθαρή τιμή παραγωγού (τιμή μετά τα rebate και clawback) ίση με 3,0 ευρώ, μειωμένη κατά 88% από την αρχική τιμή που είχαν όταν πρωτοκυκλοφόρησαν.

Παρόλα αυτά τα μερίδια τους σε όγκο παραμένουν καθηλωμένα στα ίδια χαμηλά επίπεδα.  ομοίως, τα γενόσημα βαλσαρτάνης/αμλοδιπίνης έχουν καθαρή τιμή παραγωγού 3,4 ευρώ, μειωμένη κατά 77% από την τιμή με την οποία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά. Και σε αυτή την περίπτωση, τα μερίδια τους σε όγκο παραμένουν καθηλωμένα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ή ίδια εικόνα παρατηρείται στα γενόσημα της κλοπιδογρέλης όπου η μείωση φθάνει στο 89%, της μοντελουκάστης, της ρισπεριδόνης κλπ. Ένας βασικός λόγος αφορά στην αδυναμία ελέγχου της αδόκιμης υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών από νεότερες ακριβότερες. Παράλληλα, η ίδια η δομή της αγοράς, η διάρθρωση των περιθωρίων κέρδους στα φαρμακεία συντελούν στη διάθεση του εκάστοτε ακριβότερου φαρμάκου. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η απουσία επαρκών κινήτρων και ενημέρωσης για την αξία της χρήσης γενοσήμων και των οικονομικών θεραπειών γενικότερα. 

Κατά τη γνώμη σας, για την υπέρογκη υπέρβαση του ορίου της δημόσιας εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης ευθύνονται κυρίως οι γιατροί που συνταγογραφούν σχεδόν χωρίς περιορισμούς ή είναι στη φύση της φαρμακευτικής δαπάνης να εκτοξεύεται χρόνο με το χρόνο; 

Εάν δει κανείς την μεγάλη εικόνα, τα τελευταία χρόνια τα συστήματα υγείας δέχονται τεράστιες χρηματοδοτικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, γεγονός που συνεπάγεται και ανάλογη αύξηση της ζήτησης για φροντίδες υγείας και φαρμακευτική περίθαλψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 80 ετών στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε από το 2001 έως το 2020 φθάνοντας το 7,2%. Ένας άλλος βασικός παράγοντας αύξησης της δαπάνης είναι η αύξηση του φορτίου της νοσηρότητας π.χ. έχουμε 60.000 νέα περιστατικά καρκίνου κάθε χρόνο με ότι σημαίνει  αυτό σε όρους φαρμακευτικών θεραπειών. Τέλος, ένας ακόμη βασικός λόγος για την αύξηση της δαπάνης είναι η κυκλοφορία νέων, πολύ ακριβών θεραπειών. Αυτό ασφαλώς είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Απαιτούνται λοιπόν και έχουν εφαρμοστεί σε όλα τα κράτη μηχανισμοί ελέγχου, Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου της συνταγογράφησης με στόχο τον περιορισμό της αδόκιμης υποκατάστασης των παλιών οικονομικών φαρμάκων με νεότερα, ακριβότερα για τις ίδιες ενδείξεις. 

Πάντως, το επενδυτικό clawback φαίνεται ότι λειτούργησε πολύ θετικά. Νομίζετε ότι υπάχει κάτι ακόμη, το οποίο θα μπορούσε να εμπλουτίσει αυτή την ιδέα πολιτικής στο Φάρμακο; 

Για να είμαστε συγκεκριμένοι, το επενδυτικό clawback αφορά σε ένα πολύ μικρό μέρος (λιγότερο του 10%) των επιστροφών που επιβαρύνουν τη φαρμακοβιομηχανία. Παρόλα αυτά το μέτρο αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο, σημειώνοντας ιδιαίτερη επιτυχία διότι μαζί με άλλους παράγοντες οδήγησε στην κατάθεση 52 επενδυτικών προγραμμάτων κυρίως από ελληνικές κυρίως, αλλά και ξένες εταιρείες. Για το λόγο αυτό θεωρούμε πολύ σημαντική την  παράταση της ισχύος του μέτρου των συμψηφισμών για τουλάχιστον τέσσερα έτη, γεγονός που θα επιτρέψει την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων επενδύσεων αλλά και την προσέλκυση ακόμη περισσότερων. Επενδύσεις που έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία για την ελληνική οικονομία, δημιουργούν νέες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στην επίτευξη σταθερών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης. 

Κύριε πρόεδρε, από τις συναντήσεις σας με τον νέο υπουργό Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, εκτιμάτε ότι προκύπτουν ορισμένα θετικά σημάδια, όσον αφορά μία νέα αντιμετώπιση της υπέρβασης του ορίου της φαρμακευτικής δαπάνης; 

Θεωρούμε ότι ο νέος υπουργός διαθέτει την εμπειρία και τη γνώση ώστε να υλοποιήσει στοχευμένες παρεμβάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μια βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική με βάση τις σημερινές πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων. Είναι δεδομένο ότι η υποχρηματοδότηση των φαρμακευτικών προϋπολογισμών του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων του ΕΣΥ αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα το οποίο αφορά πρωτίστως τον Έλληνα ασθενή. Και αυτό γιατί οδηγεί αφενός σε ελλείψεις φαρμάκων που ταλαιπωρούν τους ασθενείς και αφετέρου σε τεράστια clawback που υπονομεύουν την λειτουργία της αγοράς και πλήττουν τη βιωσιμότητα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών.