Γράφουν οι

Διονυσία Βουτσά,

Κλινική Διαιτολόγος

Τμήμα Κλινικής Διαιτολογίας ΥΓΕΙΑ

Πολυξένη Κουτκιά – Μυλωνάκη

Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος

Διευθύντρια Διαιτολογικού Τμήματος ΥΓΕΙΑ

 

 

Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ) αποτελεί μία από τις πιο συχνές γαστρεντερολογικές παθήσεις ως μια χρόνια υποτροπιάζουσα πάθηση, μη απειλητική για τη ζωή, που όμως επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών. Απαιτεί εξατομικευμένη διατροφική προσέγγιση ανάλογα με την ανοχή του κάθε οργανισμού στα τρόφιμα και βεβαίως, εάν εμφανίζει διάρροια ή δυσκοιλιότητα ο ασθενείς. Ο στόχος είναι μια ισορροπημένη διατροφή.

 

Πιθανές αίτιες του συνδρόμου είναι διαταραχές της νεύρωσης του εντέρου, το άγχος, γενετική προδιάθεση, διαταραχή του μικροβιώματος του εντέρου και οι διατροφικές συνήθειες και η ποσότητα κάποιων τροφών που καταναλώνονται.

Τα πιο κοινά συμπτώματα του ΣΕΕ περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο, μετεωρισμό, αέρια, διάρροια, δυσκοιλιότητα ή εναλλαγές μεταξύ διάρροιας/δυσκοιλιότητας, ναυτία, αίσθημα ταχείας πλήρωσης του στομάχου και βλέννα στα κόπρανα.

 

 

Τι είναι τα FODMAPs και ποιος ο ρόλος τους στο ΣΕΕ;

Έρευνες έχουν υποστηρίξει ότι μια δίαιτα χαμηλή σε FODMAP ανακουφίζει από τα γαστρεντερικά συμπτώματα (φούσκωμα-πρήξιμο στην κοιλιακή χώρα, αυξημένα αέρια, κοιλιακό πόνο) σε ασθενείς με ΣΕΕ. Το ακρωνύμιο FODMAP (fermentable oligo-di and monosaccharides and polyols) σημαίνει ζυμώσιμοι ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες οι οποίοι είναι υδατάνθρακες βραχείας αλυσίδας και πολυόλες. Οι υδατάνθρακες βραχείας αλυσίδας είναι οσμωτικά ενεργοί και ζυμώνονται εύκολα από τα βακτήρια του εντέρου και παράγεται Η2 και CO2 και CH4 με ταυτόχρονη απορρόφηση νερού. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε υπερβολική συσσώρευση υγρών και αερίων, το οποίο μεταφράζεται σε φούσκωμα, μετεωρισμό, κοιλιακό άλγος και διαταραχές του γαστρεντερικού. Τα περισσότερα FODMAPs υπάρχουν φυσικά στα τρόφιμα και στην ανθρώπινη διατροφή, αλλά οι πολυόλες μπορούν να προστεθούν τεχνητά σε εμπορικά παρασκευασμένα τρόφιμα, ποτά και φαρμακευτικά σιρόπια.

 

 

ΣΕΕ και διάρροια

Ασθενείς που βρίσκονται στη φάση της διάρροιας συστήνεται να ακολουθούν, μέχρι το πέρας των διαρροϊκών κενώσεων, δίαιτα χαμηλή σε φυτικές ίνες, χωρίς ζάχαρη και χωρίς γαλακτοκομικά προϊόντα.

Πιο συγκεκριμένα, συστήνεται αποφυγή ωμών και φρούτων, λαχανικών και μπαχαρικών, εκτός από κομπόστα μήλο χωρίς ζάχαρη, μπανάνα και βραστά καρότα, και αποφυγή γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως γιαούρτι, γάλα, τυρί, εκτός από κίτρινο τυρί χαμηλών λιπαρών και αποφυγή τροφίμων που περιέχουν ζάχαρη και μέλι, όπως αναψυκτικά και γλυκά.

Συστήνεται αποφυγή μη επεξεργασμένων τροφίμων, όπως ψωμί, φρυγανιές και ζυμαρικά ολικής αλέσεως και καστανό ρύζι. Προτιμήστε τα γεύματα σας να είναι απλά μαγειρεμένα, όχι τηγανιτά, χωρίς την προσθήκη λιπαρών υλών, όπως ελαιόλαδο, βούτυρο ή μαργαρίνη, με άπαχο κρέας χωρίς ορατό λίπος, όπως μοσχάρι νουά, μοσχαρίσιο φιλέτο, κοτόπουλο (χωρίς πέτσα), ψαρονέφρι ή άλιπο ψάρι, όπως γλώσσα, πέρκα, μπακαλιάρος.

 

 

ΣΕΕ και δυσκοιλιότητα

Ασθενείς που βρίσκονται στη φάση της δυσκοιλιότητας συστήνεται να ακολουθούν δίαιτα πλούσια σε φυτικό υπόλειμμα. Συγκεκριμένα συστήνεται να αυξηθεί η καθημερινή κατανάλωση λαχανικών και φρούτων σε 5 μερίδες ημερησίως.

Συγκεκριμένα, προτιμήστε φρέσκα λαχανικά αντί για βρασμένα, ολόκληρα φρούτα με τη φλούδα και δαμάσκηνα αντί για χυμούς φρούτων. Συμπεριλάβετε στη διατροφή σας τουλάχιστον 2 μερίδες όσπρια και λαδερά κάθε εβδομάδα. Επιπλέον, προτιμήστε να καταναλώνετε προϊόντα ολικής αλέσεως (μαύρο ψωμί, καστανό ρύζι και μακαρόνια ολικής άλεσης, δημητριακά πρωινού ολικής άλεσης) και αποφύγετε τα επεξεργασμένα. Τέλος, επειδή η ενυδάτωση παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, φροντίστε να προσλαμβάνετε καθημερινά 1 ½ με 2 λίτρα υγρά και κυρίως νερό.

 

ΣΕΕ και εναλλαγή διάρροιας και δυσκοιλιότητας

Ασθενείς που αντιμετωπίζουν συχνές εναλλαγές διάρροιας/δυσκοιλιότητας θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στη διατροφική αντιμετώπιση της κάθε φάσης, όπως αναφέρουμε παραπάνω και να έχουν στο μυαλό τους ότι η τήρηση τακτικών ωρών στα γεύματα, βοηθά στη σωστή λειτουργία του εντέρου, ώστε να προσαρμόζουν το διαιτολόγιο τους ανάλογα με σε ποια φάση είναι και με τα συμπτώματα που εμφανίζουν.

 

Μια δίαιτα χαμηλή σε FODMAP συνήθως συνιστάται για 2-6 εβδομάδες και μόνο κατόπιν παρακολούθησης γαστρεντερολόγου ή/και διαιτολόγου. Μετά το πέρας των 2-6 εβδομάδων εφαρμογής της δίαιτας συστήνεται οι ασθενείς να προσθέτουν τρόφιμα υψηλά σε FODMAP με κυκλική εναλλαγή ένα κάθε φορά. Αν το τρόφιμο αυτό προκαλέσει συμπτώματα, τότε η σύσταση είναι το τρόφιμο αυτό να περιορίζεται ξανά.