Η «µεγάλη γρίπη» του 1918, η πιο θανατηφόρα πανδηµία στη σύγχρονη ιστορία, συνδέθηκε µε ένα µόνο έτος, στην πραγµατικότητα όµως διήρκεσε περισσότερο από δύο.

Ο θανατηφόρος ιός που την προκάλεσε εµφανίστηκε στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς και γρήγορα προκάλεσε εκατοµµύρια θύµατα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1919 τα χειρότερα είχαν τελειώσει. Σε ορισµένα µέρη του κόσµου, ωστόσο, η πανδηµία συνεχίστηκε µέχρι την άνοιξη του 1920, κορυφώθηκε µάλιστα σε ένα τέταρτο κύµα, πιο θανατηφόρο, για τη Νέα Υόρκη από ό,τι το πρώτο κύµα.

Εναν αιώνα αργότερα, οι ΗΠΑ -όπως και πολλές άλλες χώρες στον κόσµο- βιώνουν το τέταρτο κύµα µιας άλλης πανδηµίας, που κανείς δεν είναι σίγουρος πότε θα τελειώσει ή αν θα ακολουθήσουν και άλλα. Σε αντίθεση µε το 1919, εµβόλια τελευταίας τεχνολογίας είναι ευρέως διαθέσιµα, οι νοσηλείες όµως συνεχίζουν να αυξάνονται, επειδή πολλοί πολίτες αποφεύγουν τον εµβολιασµό.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν αυτή την εβδοµάδα ανακοίνωσε ότι οι περισσότεροι Αµερικανοί θα πρέπει να κάνουν τρίτη δόση εµβολίου κατά του κορονοϊού. Και στο Ισραήλ, τη χώρα-πρότυπο στην εκστρατεία ανοσοποίησης, η τέταρτη δόση του εµβολίου είναι προ των πυλών, καθώς οι γιατροί δίνουν µάχη για να αντιµετωπίσουν τις νέες µεταλλάξεις του ιού.

Το Ισραήλ παραµένει το «εργαστήριο» του πλανήτη, σε ό,τι αφορά τα εµβόλια. Και τα νέα δεδοµένα από τη χώρα αυτή δείχνουν ότι η προστασία που προσφέρει το εµβόλιο της Pfizer κατά της σοβαρής ασθένειας είχε µειωθεί σηµαντικά για άτοµα άνω των 60 ετών που έκαναν το δεύτερο εµβόλιο τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο. Αυτή την εβδοµάδα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσηµάτων (CDC) των ΗΠΑ δηµοσίευσαν τρεις µελέτες που υποδηλώνουν ότι η προστασία των εµβολίων από τη µόλυνση έχει µειωθεί. Η αιτία παραµένει άγνωστη: Θα µπορούσε να οφείλεται στη µείωση της αποτελεσµατικότητας του εµβολίου, αλλά και να σχετίζεται µε τη χαλάρωση των προφυλάξεων, όπως η χρήση µάσκας, ή την άνοδο της εξαιρετικά µεταδοτικής παραλλαγής ∆έλτα - ή σε έναν συνδυασµό των τριών.

Επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου

Ενώ η µεταδοτική µετάλλαξη ∆έλτα καλπάζει, η µεγάλη διχογνωµία των επιστηµόνων έχει να κάνει µε τις συστάσεις περί επαναληπτικών δόσεων. Πολλοί είναι εκείνοι που διαφωνούν µε τη χορήγηση τρίτης και τέταρτης δόσης, δεδοµένου ότι δισεκατοµµύρια άνθρωποι σε πολλά µέρη του κόσµου δεν έχουν λάβει ακόµα την πρώτη δόση.

Τα αίτια των μολύνσεων και ο καλπασμός της μετάλλαξης Δέλτα σε μια πανδημία που ήρθε για να… μείνει
Η δρ Σελίν Γκάουντερ, ειδικός σε λοιµώδη νοσήµατα στο νοσοκοµειακό κέντρο Bellevue και πρώην σύµβουλος πανδηµίας στη διοίκηση Μπάιντεν, είναι υπέρ µιας µέσης λύσης. Θεωρεί σκόπιµη τη χορήγηση πρόσθετων δόσεων σε άτοµα ανοσοκατεσταλµένα και σε τρόφιµους γηροκοµείων, όχι όµως στο ευρύ κοινό. «Θα προστατευτούµε καλύτερα εµβολιάζοντας τους µη εµβολιασµένους στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσµο», λέει. Οπως και να έχει, τα εµβόλια παραµένουν ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτούν οι άνθρωποι, και η παραλλαγή ∆έλτα δεν το άλλαξε αυτό. Οι ενήλικοι ενδέχεται να χρειαστούν ενισχυτικές δόσεις, αλλά η ανοσία δεν θα µειωθεί σηµαντικά για τουλάχιστον δύο χρόνια, λέει ο Εντ Γιονγκ στο «The Atlantic».

Η υψηλότερη µεταδοτικότητα της παραλλαγής ∆έλτα σηµαίνει βέβαια ότι ο κορονοϊός θα αποκτήσει µόνιµη θέση στη ζωή µας. Ο στόχος της εξάλειψής του ήταν πάντα απίθανος, πλέον όµως αποτελεί φαντασίωση, γράφουν οι «New York Times». «Οι περισσότεροι άνθρωποι θα… συναντήσουν τον ιό τελικά», τονίζει ο Γιονγκ. «Θέλουµε να διασφαλίσουµε ότι όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι θα τον συναντήσουν εµβολιασµένοι και µε τις δύο δόσεις». Στο τέλος, όταν όλοι θα έχουν εµβολιαστεί ή µολυνθεί, ο κορονοϊός θα γίνει ενδηµικός: οι εξάρσεις θα είναι σπανιότερες και λιγότερες, ενώ οι νοσηλείες και οι θάνατοι θα µειωθούν.

«Θα έρθει µια στιγµή στο µέλλον που η ζωή θα είναι όπως ήταν πριν από δύο χρόνια: συναντάς κάποιον, τον αγκαλιάζεις, µολύνεσαι, χαλάς µισό κουτί χαρτοµάντιλα και συνεχίζεις τη ζωή σου», λέει η Τζένι Λαβίν, ερευνήτρια µολυσµατικών ασθενειών στο Πανεπιστήµιο Emory. Προς τα εκεί οδεύουµε, αλλά δεν είµαστε ακόµα εκεί. Πόσος καιρός θα περάσει µέχρι να φτάσουµε στο σηµείο αυτό παραµένει ανοιχτό ερώτηµα. Και ο δρόµος πιθανότατα θα είναι δύσκολος - ιδιαίτερα ψυχολογικά, και αυτό έχει να κάνει και µε τον λεγόµενο «κορονοϊό µακράς διαρκείας», που αφήνει για καιρό τα σηµάδια του στον ανθρώπινο οργανισµό.