Στο στάδιο παραγωγής αντι-ιικών φαρμάκων που θα χορηγούνται από το στόμα σε ασθενείς που ανιχνεύονται με κορωνοϊό, ώστε να εμποδίσουν την εξέλιξη της νόσησης, όπως συμβαίνει και με τη γρίπη, βρίσκονται οι φαρμακευτικές εταιρείες, όπως δήλωσε ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Δημόπουλος.

«Στο πρόσφατο Συνέδριο Χημείας ανακοινώθηκε ότι η Pfizer παράγει ένα φάρμακο με αντι-ιική δράση και το οποίο θα μπει σε κλινικές δοκιμές. Αυτό το οποίο θα συμβεί, όπως και στη γρίπη, είναι ότι θα αναπτυχθούν φάρμακα αντι-ιικά, τα οποία χορηγούνται από το στόμα και τα οποία θα βοηθήσουν πολύ, γιατί θα δίνονται σε άτομα που έχουν νοσήσει, είναι στο σπίτι και δεν χρειάζονται νοσοκομείο. Παράλληλα με το εμβόλιο θα αναπτυχθούν και ειδικά θεραπευτικά αντι-ιικά φάρμακα για να εμποδίσουν την εξέλιξη της νόσησης» δήλωσε χαρακτηριστικά, μιλώντας στον ΣΚΑΪ. Ωστόσο, δεν θα είναι διαθέσιμο αμέσως, μέσα στους επόμενους δύο-τρεις μήνες, καθώς τώρα ξεκινούν οι κλινικές δοκιμές.

Regeneron: Κοκτέιλ αντισωμάτων και για την πρόληψη

Η αμερικανική Regeneron και η ελβετική Roche ανακοίνωσαν χθες νέα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών για ένα πειραματικό κοκτέιλ αντισωμάτων που ίσως μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης COVID-19 σε νοικοκυριά όπου ένα άτομο έχει μολυνθεί από την ασθένεια. Οι κλινικές δοκιμές φάσης 3 για την αξιολόγηση του casirivimab και του imdevimab πέτυχαν τον πρωταρχικό σκοπό τους και κύριους δευτερεύοντες στόχους, ανέφερε η αμερικανική εταιρεία. Η θεραπεία, που χορηγείται με υποδόρια ένεση 1.200 milligram, μείωσε κατά το 81% τον κίνδυνο συμπτωματικής μόλυνσης.

Οι εθελοντές που έλαβαν τη θεραπεία, αλλά τελικά μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό είδαν τα συμπτώματα να υποχωρούν πιο γρήγορα, σε μία εβδομάδα κατά μέσον όρο, έναντι τριών εβδομάδων για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo), ανέφερε η ελβετική Roche σε ξεχωριστή ανακοίνωση. Ο Λέβι Γκάραγουεϊ, επικεφαλής γιατρός και διευθυντής παγκόσμιας ανάπτυξης προϊόντων, υπογράμμισε από την πλευρά του πως μπορεί οι εμβολιασμοί να προχωρούν σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως «παραμένουν κρίσιμες ιατρικές ανάγκες» προκειμένου να «προλαμβάνουμε τις λοιμώξεις και να παρέχουμε άμεση προστασία εναντίον του COVID-19 στα άτομα που αποτελούν στενές επαφές».

Η χορήγηση πλάσματος «σωτηρία» για διασωληνωμένους

Η χορήγηση πλάσματος από αναρρώσαντες ασθενείς (με COVID) σε άτομα που νοσηλεύονται αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της λοίμωξης από τον κορωνοϊό. Τη στιγμή που σε όλο τον κόσμο τα κρούσματα με COVID-19 αυξάνονται συνεχώς και δεν φαίνεται στον ορίζοντα αποτελεσματική θεραπεία, η χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων έναντι του ιού, μέσω του πλάσματος ασθενών που ανάρρωσαν από τη νόσο, δίνει ελπίδες.

Τον Φεβρουάριο του 2021 ο Οργανισμός Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA) των ΗΠΑ προχώρησε σε συμπλήρωση της οδηγίας για τη χορήγηση πλάσματος από αναρρώσαντες ασθενείς σε αρρώστους που νοσηλεύονται από συμπτωματική λοίμωξη COVID-19, προσθέτοντας ότι μόνο το πλάσμα που περιέχει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 πρέπει να χρησιμοποιείται.

Στην Ελλάδα, από τον Απρίλιο του 2020 ξεκίνησε, υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και με κύριο ερευνητή τον πρύτανη του ΕΚΠΑ Θάνο Δημόπουλο, μια μελέτη με τη συμμετοχή πέντε νοσοκομείων της Αθήνας, η οποία είχε ως στόχο να διερευνήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της συγκεκριμένης θεραπείας. Το πλάσμα χορηγήθηκε σε ασθενείς με COVID-19 που είχαν πνευμονική συμμετοχή και απαιτούσε τη νοσηλεία τους στο νοσοκομείο για χορήγηση οξυγόνου, σε μεσοδιάστημα όχι μεγαλύτερο των 10 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Η μελέτη ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 με τη συμμετοχή 100 ασθενών που αποτελούσαν και το στόχο της μελέτης. Πρόσφατα αναλύθηκαν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης από τους πρώτους 60 ασθενείς και δημοσιεύθηκαν στο διεθνές περιοδικό «Microorganisms». Σε όλους τους ασθενείς που έλαβαν πλάσμα διαπιστώθηκε σημαντική βελτίωση της κλινικής τους κατάστασης καθώς και των εργαστηριακών δεικτών που σχετίζονται με τη βαρύτητα της ασθένειας.

Επίσης διαπιστώθηκε ότι την επόμενη μέρα από τη χορήγηση πλάσματος υπήρξε σημαντική αύξηση του τίτλου αντισωμάτων, που συσχετίσθηκε με την εξωγενή χορήγηση αντισωμάτων από το πλάσμα ιαθέντων. Η σύγκριση των ασθενών που έλαβαν πλάσμα με την ομάδα των ασθενών που λάμβαναν την ίδια υποστηρικτική αγωγή χωρίς πλάσμα έδειξε ότι η θνητότητα των ασθενών που έλαβαν πλάσμα ήταν σημαντικά μικρότερη: 3,4% σε σύγκριση με 13,6% στην ομάδα ελέγχου. Επίσης, η στατιστική ανάλυση της μελέτης έδειξε ότι οι ασθενείς που έλαβαν πλάσμα ιαθέντων είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο θανάτου, σημαντικά καλύτερη επιβίωση και σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες να αποσωληνωθούν.

Νέο «όπλο» η βουδεσονίδη... γεννά ελπίδες

Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη μέσα στις πρώτες επτά ημέρες των συμπτωμάτων του COVID-19 φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης, καθώς και το χρόνο έως την ανάρρωση, σύμφωνα με μια μικρή, αλλά καλά σχεδιασμένη βρετανική επιστημονική μελέτη. Εάν αυτά τα ευρήματα επιβεβαιωθούν, θα έχουμε άλλο ένα όπλο στη μάχη κατά του κορωνοϊού, τονίζει σε ανάρτησή του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, Ηλίας Μόσιαλος, της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE).

Όπως αναφέρει, δοκιμάστηκε εάν η βουδεσονίδη είναι αποτελεσματική ως θεραπεία για τον πρώιμο COVID-19 και τα αποτελέσματα της φάσης 2 της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό «Lancet Respiratory Medicine». Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη είναι μια απλή, ασφαλής, καλά μελετημένη, φθηνή και ευρέως διαθέσιμη θεραπεία. Η μελέτη περιλάμβανε τη σύγκριση της χρήσης βουδεσονίδης από ενήλικες στο διάστημα εντός επτά ημερών από την έναρξη των ήπιων συμπτωμάτων του COVID-19, σε σχέση με ενήλικες στη συνήθη φροντίδα.

Όσοι έπαιρναν βουδεσονίδη είχαν κλινική ανάκαμψη πιο νωρίς και σημαντική μείωση της ανάγκης για επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό αντιστοιχούσε στο 14% των συμμετεχόντων που δεν έπαιρναν το φάρμακο και στο 1% για την ομάδα βουδεσονίδης. Αυτό σημαίνει σχετική μείωση κινδύνου 91% για όσους έλαβαν βουδεσονίδη, σε σχέση με την ομάδα που δεν έπαιρνε το φάρμακο.

Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ σημαντικά, όπως επισημαίνει, επειδή «για την έγκαιρη θεραπεία της νόσου COVID-19 χρειαζόμαστε φάρμακα για εξωνοσοκομειακή χρήση (για παράδειγμα εισπνεόμενα ή για χρήση από το στόμα). Βλέπουμε πως η έγκαιρη χορήγηση εισπνεόμενης βουδεσονίδης όχι μόνο μείωσε το χρόνο έως την ανάρρωση από COVID-19, αλλά μείωσε και την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης. Δηλαδή έχουμε ανακούφιση και σε επίπεδο ασθενούς αλλά και σε επίπεδο συστήματος υγείας».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time