Ίσως ήταν η υποψηφιότητα που όλοι ανέμεναν. Ο λόγος για τον Τζον Μπάιντεν, τον τέως αντιπρόεδρο των ΗΠΑ (επί προεδρίας Ομπάμα), ο οποίος ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Πολλοί ανακουφίστηκαν, αλλά όχι όλοι. Οι λόγοι είναι πολλοί.

Ο Μπάιντεν, είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους γνωστότερους πολιτικούς στις ΗΠΑ. Θήτευσε δίπλα στον Ομπάμα, τον γνωρίζει ο πλανήτης, τον γνωρίζει το Κογκρέσο των ΗΠΑ, αφού για δεκαετίες ήταν μέλος του. Τον γνωρίζει καλά και ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος-μέλος των Δημοκρατικών, αφού αυτή είναι η τρίτη φορά που διεκδικεί το χρίσμα για την προεδρία. Ακόμα και πριν ανακοινώσει την υποψηφιότητά του, όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι αυτόν θέλουν να σταθεί απέναντι στον Τραμπ, στην κούρσα για το 2020. Είναι άλλωστε ένας πολιτικός με ισχυρότατα ερείσματα σε κοινωνικές ομάδες-τάξεις-κατηγορίες των ΗΠΑ: Εξαιρετική διείσδυση σε εργατικά συνδικάτα, αλλά και Οργανώσεις που μάχονται για δικαιότερη φορολογία, δημόσια Παιδεία και περίθαλψη. Για να μην αναφερθεί φυσικά κανείς σε οργανώσεις που έχουν να κάνουν με την ισότητα και τη διαφορετικότητα.

Είναι όλα αυτά αρκετά; Σε μεγάλο βαθμό είναι. Πλην όμως, η διαδικασία για την επιλογή υποψηφίου του κάθε κόμματος στις ΗΠΑ είναι κυριολεκτικά ένας πολιτικός μαραθώνιος, που διαρκεί πάνω από ένα χρόνο. Οι υποψήφιοι πρέπει να συγκεντρώσουν χρήματα, πρέπει να γυρίσουν την τεράστια χώρα, πρέπει να λάβουν μέρος σε δεκάδες ντιμπέιτ, πρέπει να κερδίσουν την εσωκομματική κάλπη που στήνεται σε κάθε Πολιτεία.

Και το κυριότερο: Πρέπει να αντέξουν στα πισώπλατα μαχαιρώματα. Διότι συχνά σε αυτή την κούρσα, «βγαίνουν σκελετοί από ντουλάπες», που στέλνουν πολλούς φιλόδοξους πολιτικούς πρόωρα σπίτι τους.

Μιλώντας για μαραθώνιο: Ήδη, στην κούρσα των Δημοκρατικών έχουν μπει άλλοι 19 υποψήφιοι. Ενδεχομένως, μετά από ένα τόσο «βαρύ όνομα» όσο του Μπάιντεν να μην υπάρξουν άλλοι, αλλά σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ήδη σπουδαία ονόματα. Υπάρχει ο «σοσιαλιστής» Μπέρνι Σάντερς (δεν άντεξε μέχρι τέλους στην κούρσα με την Χίλαρι το 2016), υπάρχει η επίσης «προοδευτική» Ελίζαμπεθ Γουόρεν, αλλά και νεότεροι πολιτικοί που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία στο Δημοκρατικό Κόμμα και φάνηκε καθαρά στις νικηφόρες ενδιάμεσες εκλογές του 2018: Νέοι πολιτικοί με πιο ριζοσπαστικές ιδέες έρχονται να διεκδικήσουν το μέλλον. Ένας τέτοιος είναι ο 36χρονος Πιτ Μπούτιζιζ, ο οποίος είναι ο πρώτος ανοικτά γκέι πολιτικός που διεκδικεί το χρίσμα των Δημοκρατικών για να μπει στον Λευκό Οίκο.

Σχετικά με την ηλικία: Πολλοί θεωρούν ότι ο Μπάιντεν είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία (76 ετών ήδη) για να γίνει πρόεδρος. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για τον 77χρονο Μπέρνι Σάντερς. Αμφότεροι θα πλησιάζουν τα 80 όταν θα έρθει η μέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου, τον Ιανουάριο του 2021. Ακόμα και ο Τραμπ είναι σχεδόν μία δεκαετία νεότερός τους…

Υπάρχει όμως και ένα άλλο ζήτημα στην περίπτωση του Μπάιντεν: Θα αρκεστεί να παρουσιαστεί ως «κληρονόμος» της εποχής Ομπάμα ή θα πει κάτι νέο στους συμπολίτες του; Ήδη ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ κρατά αποστάσεις. 

Και ένα ακόμα ζήτημα. Με το «καλημέρα» της υποψηφιότητάς του, ο τέως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα για ένα ζήτημα που πηγαίνει πίσω στο 1981. Τότε η Ανίτα Χιλ, μια 31χρονη αφροαμερικανή κατέθεσε σε Επιτροπή της Γερουσίας (στην οποία προήδρευε ο Μπάιντεν) ότι είχε δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση. Τα μέλη της Επιτροπής δεν υπήρξαν ιδιαίτερα «κόσμια» στην αντιμετώπιση εκείνης της γυναίκας.

Ο Μπάιντεν επικοινώνησε πρόσφατα μαζί της για να της εκφράσει την λύπη του για τα όσα έγιναν τότε. Η ίδια η Χιλ δήλωσε στη συνέχεια ότι περίμενε να ακούσει μια συγγνώμη. Και δεν την άκουσε. 

Εν τω μεταξύ, έχουν προκύψει και διάφορες άλλες αναφορές (όχι καταγγελίες) από γυναίκες που δήλωσαν ότι στο παρελθόν, ο Μπάιντεν είχε βρεθεί «πολύ εντός του προσωπικού τους χώρου», δηλαδή ότι άγγιξε μια γυναίκα ή την ασπάστηκε χωρίς την απαραίτητη άδεια.

Ο Μπάιντεν δεν τα αρνείται όλα αυτά, αλλά δηλώνει ότι «οι εποχές έχουν πλέον αλλάξει» και ότι θα είναι πιο προσεκτικός στο μέλλον με αυτό τον «προσωπικό χώρο».

Το θέμα αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο στις ΗΠΑ. Πολλοί κατηγορούν ήδη τον Τραμπ για τα ρατσιστικά-σεξιστικά του σχόλια και το τελευταίο που θα ήθελαν οι Δημοκρατικοί θα ήταν να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία αντιπαράθεσης με τους Ρεπουμπλικάνους. Αφήνοντας δηλαδή έξω την ουσία της πολιτικής.

Σε κάθε περίπτωση, η προεκλογική εκστρατεία εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2020 απέκτησε ενδιαφέρον.