«Ποιο είναι το πράγμα που λογάριασε περισσότερο στη ζωή μου; Αυθόρμητη απάντηση μέσα μου: να γράψω μια σωστή γραμμή, έστω μια σωστή λέξη. Αυτό θα εξαγόραζε για μένα τον κόπο της ζωής».

Ο νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης Γεώργιος Σεφέρης είδε το πρώτο φως πριν από 119 χρόνια, στις 13 Μαρτίου 1900, στα Βουρλά της Σμύρνης που περιγράφει σ΄ αρκετά βιβλία του. Πιο παραστατικά όμως μιλά για τη γενέτειρα του σε ένα ανεπίδοτο γράμμα που συνέγραψε τον Φεβρουάριο του 1962 στο Λονδίνο όπου υπηρετούσε ως πρέσβης και απευθύνονταν στον Ζήσιμο Λορεντζάτο: «Μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ’ αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή. Εκατό τόσες ψυχές, όλοι οι άνθρωποι λίγο -πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν τον έφτασα… Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα όπου ένιωθα ελεύθερος, εν αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε…Εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926 έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα. Πολύ κανονικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος ήρθε και βολεύτηκε σ΄ εκείνον τον κόσμο…». Αναμφισβήτητα, το βάρος και η ευθύνη διάδοσης του έργου της εξέχουσας προσωπικότητας των γραμμάτων πέφτει στους ερευνητές, επιμελητές, μεταφραστές του έργου του και στους ιστορικούς που ασχολούνται παράλληλα με την καριέρα του στη διπλωματία. 

Επιρροή

Δημοσιογραφικά και υπό τον άμεσο κίνδυνο να «μεταφέρει» τον Σεφέρη σε ‘κεινο που φοβόταν περισσότερο, «την αγορά που κιβδηλοποιεί τα πάντα», θα τολμούσε κάποιος να φωτίσει ένα – δυο άγνωστα σημεία σε σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Στις «Μέρες Η’» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ίκαρος» σε φιλολογική επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου – Davis και καλύπτουν την περίοδο Ιανουαρίου 1961- Δεκεμβρίου 1963, κυρίως τον τελευταίο 18μηνο της θητείας του στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου, ο ποιητής αναφέρεται κατά τα πρέποντα στην επίσκεψη Καραμανλή στη Βρετανική πρωτεύουσα. Μάλιστα από το ημερολόγιο και ορισμένα γραφτά του προκύπτει και κάποια- ανομολόγητη - επιρροή που άσκησε σε εκείνον, προκύπτουσα συνδυαστικά από μεταγενέστερες εξιστορήσεις.

Ανησυχία

Συγκεκριμένα, δυο περίπου εβδομάδες («30 Γενάρη 1961») πριν την άφιξη Καραμανλή, ο Σεφέρης σημειώνει: «Κοιμήθηκα, όνειρο: Ο Καραμανλής ξαφνικά αρνήθηκε να πει τον επιδόρπιο λόγο του στ΄ αγγλικά και μου έδωσε ένα χειρόγραφο – να το μεταφράσω – ήταν γραμμένο ελληνικά με μουτζούρες… Το τραπέζι ήταν στο πάνω πάτωμα ενός σπιτιού όλο ρεύματα – και καθώς κατέβαινα τη σκάλα η ορχήστρα ενός καμπαρέ έπαιζε ένα τραγούδι. Θυμόμουν λόγια και ρυθμό όταν ξύπνησα: «Τα μάτια, τα ωραία τα μάτια»…».
Το άγχος του μεγάλο. «Τρόμος κανονικός τον είχε πιάσει» όπως περιγράφεται στη σύγχρονη φρασεολογία. Ο αείμνηστος πρωθυπουργός είχε μεταβεί στο Λονδίνο (13-16 Φεβρουαρίου 1961) μετά από πρόσκληση της Αγγλικής κυβέρνησης με σκοπό να τερματιστεί η ένταση εξ΄ αφορμής του προβλήματος της Κύπρου κι έπρεπε όλα να ήταν άψογα συντονισμένα.

Διαφωνία

Θυμίζεται ότι ο Σεφέρης νωρίτερα το 1959 (5/2) διαφωνώντας πλήρως με τη στάση της κυβέρνησης της ΕΡΕ για το εν λόγω ζήτημα έγραφε: «Καραμανλής-Αβέρωφ πάνε να συναντήσουν Ζορλού- Μεντερές (υπουργός εξωτερικών και πρωθυπουργός της Τουρκίας αντίστοιχα) Ζυρίχη· Ο,τι και να λένε νομίζω η νύμφη κουκουλώθηκε· δε λυπάμαι για τίποτε απ’ ό,τι έκανα – εύχομαι να μη λυπούμαι γι’ αυτούς».
Το 1956 ο Αβέρωφ ως υπουργός Εξωτερικών τον είχε τοποθετήσει διευθυντή του υπουργείου για το Κυπριακό και μετά από λίγο καιρό τον απέκλεισε από τις συνομιλίες καθώς η κυβέρνηση είχε διαφορετική επιλογή πορείας. Παρά ταύτα, του ανέθεσε την υψηλότερη υπηρεσιακή θέση, εκείνη του πρεσβευτή στο Λονδίνο όπου ο Σεφέρης έμεινε 6 χρόνια και κυριολεκτικώς διέπρεψε συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αποκατάσταση των διμερών σχέσεων.

Επαφές

Ο σκληροτράχηλος, δωρικός και άτεγκτος Καραμανλής ήταν πολύ απαιτητικός όχι μόνον από τους συνεργάτες του αλλά και από τους λειτουργούς του Δημοσίου στους οποίους δεν συγχωρούσε την παραμικρή παράλειψη ή αμέλεια με αποτέλεσμα να προκαλεί τον επιδιωκόμενο - άλλωστε – φόβο. Ωστόσο ήταν ιδιαίτερα συνετός και συγκαταβατικός πράγμα που προκύπτει (σς έμμεσα) από το ημερολόγιο του Σεφέρη καθώς το αίτημα για επιστροφή του στην Αθήνα, το ικανοποίησε ο Καραμανλής ύστερα από μεταξύ τους συνάντηση.

Με τον «Σκαραβαίο»

Τον Αύγουστο του ’62 ο Σεφέρης με τη Μαρώ αποχωρούν οδικώς από το Λονδίνο έχοντας φορτώσει «μέχρι τον λαιμό» τον «Σκαραβαίο» του. Κατέβηκαν Μασσαλία, οδηγώντας 1.200 χιλιόμετρα κι από ‘κει με το ομώνυμο καράβι σάλπαρε για Πειραιά (σς «ο Μαραμπού ασυρματιστής» γράφει παραπέμποντας βέβαια στον Ν. Καββαδία). Αστός, κοσμογυρισμένος και καταξιωμένος διεθνώς καθώς ήταν, δεν θα διανοούνταν να επιστρέψει αλλιώς στη δοκιμαζόμενη μεταπολεμικά πατρίδα του. Ήταν το ίδιο απέριττος και μετρημένος στον ιδιωτικό του βίο όπως ο Καραμανλής.

Η Μύκονος και το όνειρο

Κάποτε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πριν φύγει από την Ελλάδα, ο Καραμανλής είχε περάσει ένα Σαββατοκύριακο στη Μύκονο. Η ανάμνηση του συνομιλητή του είναι η εξής : « Είχε ενθουσιαστεί με το νησί, τις ξερολιθιές, τις εκκλησίες, τ΄ αντίκρυ στη Δήλο. Ανέβαινε στα ψηλότερα σημεία για να βλέπει όσο πιο μακριά μπορούσε τη θάλασσα. Μια στιγμή τον πλησιάζει ένας από τους πολλούς που περιδιάβαιναν μαζί του και του λέει: « Όμορφος τόπος η Ελλάδα κύριε πρόεδρε… Δεν τον χορταίνει κανείς». Κι εκείνος: «Ναι… Μακάρι να μην είχε και κατοίκους» απάντησε σκασμένος».
Ο Σεφέρης, από την πλευρά του, έβαζε αυτή τη διάσταση στα έργα του και κάποτε την ονειρεύτηκε: «Είδα ένα όνειρο: Όλος ο λαός ήταν έξω από την Ελλάδα , όλη η Ρωμιοσύνη, και στα σύνορα αψηλά κάγκελα και μια σιδερένια πόρτα κι εγώ με κασκέτο και στολή φύλακας, όπως στους αρχαιολογικούς τόπους, κι έκοβα εισιτήρια για να μπουν τα πατριωτάκια για να ιδούν τον τόπο τους κι είχα και μια σφυρίχτρα και τους ειδοποιούσα να φύγουν όταν έρχουνταν η ώρα»! Οι απόψεις τους διασταυρώνονται συμπληρωματικά και φαίνεται πως ο ένας έχει ακούσει τον άλλον να μιλά έτσι σε κάποια από τις αφώτιστες ιδιωτικές τους κουβέντες.

Αρχείο

Το δεύτερο κοινό τους στοιχείο ήταν το αρχείο των δραστηριοτήτων τους (ημερολόγιο, επιστολές, σημειώσεις, αλληλογραφία, φωτογραφίες κτλ). Ο Καραμανλής από την πρώτη υπουργική του θητεία το 1946 ως το τέλος της ζωής του διατηρούσε αδιαλείπτως αρχείο δραστηριοτήτων ενώ α) μετά το 1955 που έγινε πρωθυπουργός, β) κατά την περίοδο της μακράς διαμονής του στο Παρίσι (1963-1974) και το διάστημα 1985-1990 μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης προεδρικής του θητείας, ασχολήθηκε επισταμένα με την καταγραφή ,την ταξινόμηση, την αξιολόγηση της πορείας του έχοντας βέβαια την πολύτιμη συνδρομή των μελετητών και ιστορικών. Συνέπεια τούτου, πέραν της βιβλιογραφίας για τον ίδιο από στενούς του συνεργάτες (Τσάτσος, Λαμπρίας κτλ), ήταν να δημιουργηθεί το 12τομο μνημειώδες έργο του από την Εκδοτική Αθηνών, τη μοναδική ως τα σήμερα «εγκυκλοπαίδεια» της πολιτικής ιστορίας της χώρας από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα.

Κι επειδή κανείς άλλος στην εποχή του Καραμανλή (σς κανείς από τον οποιοδήποτε χώρο στον δημόσιο βίο) με εξαίρεση τον Γεώργιο Σεφέρη δεν ασχολούνταν τόσο αδιάπτωτα με το αρχείο του, είναι πιθανόν ο πρώτος να επηρεάστηκε από τον δεύτερο.

Κατά το μάλλον ήττον, λοιπόν, δεν ήταν μόνον οι «σωστές λέξεις» που λογάριασαν στη ζωή του ποιητή, αλλά κι οι σωστές τοποθετήσεις απέναντι στην υστεροφημία του.